Τονε θυμάμαι σαν νάταν μόλις χθες που διαφωνούσαμε χαριεντιζόμενοι , τρεις κοπρίτες , για τη ρότα του καραβιού και τη ταχύτητα του , όπως το αγναντεύαμε εκεί στην εσχατιά του ένδοξου και ανάδελφου έθνους μας , στη νοτιοδυτική άκρη της Κρήτης.
Αδαμιαία τη περιβολή , με τις τσουτσούνες μας ως ελλείπουσες υπογεγραμμένες , αραχτοί πάνω στη ρόζ άμμο του ιδιωτικού μας κολπίσκου , ντάλα καταμεσήμερο , να τσαμπουνάμε ό,τι κατέβαζε του καθενός η γκλάβα και να διαφωνούμε εν αγαστή συμπνοία περί της αποστάσεως του μότορσιπ από το μικρό μας παράλιο βιλαέτι .
Παρά τη βαρυσήμαντη δήλωση – απόφθεγμα του ετέρου , τρίτου , καππαδόκη ότι «η απόσταση εξαρτάται από τον αθλητή» , η ανταλλαγή απόψεων συνεχίστηκε επί μακρόν περί παντός του επιστητού , επιστρέφουσα όμως πάντοτε στο κύριο άξονα που αφορούσε βεβαίως το κόλλημα μας με το καράβι που ολοένα μάκραινε προς το νότο. Ένα ελαφρό βοριαδάκι να σπρώχνει το μότορσιπ που αγκομαχούσε , βοηθώντας μας συνάμα να διατηρούμε μια στοιχειώδη πνευματική επάρκεια , παρά τα επαναλαμβανόμενα και κατ’ ευφημισμόν …τσιγάρα που στρίβαμε πάνω στο βραχάκι.
Κάποτε η συζήτηση διακόπτονταν από μακρές σιωπές , βουτιές σύντομες στα άγια νερά . ένα φρούτο που καθαριζόταν και χωριζόταν επιμελώς , ενώ το καράβι εξακολουθούσε να σέρνεται προς νότο και ο ήλιος σιγά σιγά να γέρνει προς τη δύση.
Η όλη συζήτηση εξέπνευσε όταν πλέον το μότορσιπ χάθηκε , καβαλλώντας τη γραμμή των οριζόντων και το κολλητάρι μου , που παιγνιωδώς αποκαλούσα «πατέρα» , σηκώθηκε κατάμαυρος , εκ φύσεως αλλά έτι μάλλον εκ Κρήτης , λιανός και νευρώδης σαν χορευτής για να μας ανακοινώσει ότι το καράβι έφυγε .
Το ίδιο βράδυ , και μετά την επιστροφή στα Χανιά , αραχτοί μετά το ντους στο τρίκλινο του λέμε ( οι δύο έτεροι κοπρίτες ) : «βάλε ρε λίγο μουσική , καμμιά κασσέτα να παίζει στο μαραφέτι» . Όπου ως μαραφέτι αποκαλούσαμε ένα δημοσιογραφικό της SONY , που ένας άλλος φίλος μας είχε ευγενώς παραχωρήσει για την εκστρατεία.
Εκείνος , ορισμένος εξ αρχής ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος , με ένα σαρδώνειο χαμόγελο έβαλε μπρος το μαραφέτι και βρεθήκαμε έκπληκτοι να ακούμε κονσέρβα τη μεσημεριανή συζήτηση για τη «φυγή του καραβιού» που είχε πλέον καταγραφεί ως τεκμήριο , προορισμένη για μια πρόσκαιρη , πλην ένδοξη , αθανασία.
Στις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τότε , συχνά όταν βρισκόμασταν χαμογελούσαμε με νόημα ενθυμούμενοι τη φυγή του καραβιού , αλλά και όλα τα λοιπά επεισόδια εκείνης της αξέχαστης εκστρατείας . Ενίοτε συχτιρίζαμε και το τσόγλανο το γιό του που , όντας τότε άμαθο μειράκιο , έστερξε να ασελγήσει επί του τεκμηρίου , σκεπάζωντας το πάνσεπτο αυτό κειμήλιο με κάτι βάρβαρες κραυγές μεταλλάδων..
Θυμάμαι ακόμα ελάχιστα από τα περιεχόμενα εκείνης της κασσέτας , αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τις εικόνες και το mood , ούτε βέβαια και το «πατέρα» μου . Καθισμένος στην εσχατιά τον βλέπω , λιανό όσο ποτέ , κατάμαυρο καραβάκι να χάνεται πέρα από τη γραμμή των οριζόντων στο δικό του μοναχικό ταξίδι . Πλήρη εμπειριών , μες το ιδιόμελο της άφατης του αξιοπρέπειας , να πραγματώνει αύτανδρος τη δική του , καταδική του , φυγή του καραβιού…