Αν ψάχνετε ν’ αδειάσετε το πρωϊνό καθήκι
ιδού για τους πελάτες μου η παρακαταθήκη
όσα ορέα στιχηρά τα πάθη τους στοιβάξαν
μπορούνε να τ’ αδειάζουνε εδώ στην καρακάξαν
Βέβαια καταλαβαίνετε , αγαπητοί μου φίλοι
ότι του μοντερέισον η αιμοβόρος σμίλη
θα εξαφανίζει πάραυτα πεζότητες και σχόλια
που δεν αρμόζουνε εδώ ή έχουν φύση δόλια.
Γερό είναι τούτο το πουλί κι ανθεκτικό προσέτι.
Του εύχομαι υγείαν καλή, να ζήσει πολλά έτη.
Να μην το πιάσει αετός ούτε και καρακόλι,
Ούτε των λαθροκυνηγών να το βαρέσει βόλι.
Να κράζει όπως του’ ρχεται αλλά και όπως πρέπει
Για να μαστε απερίσπαστοι και να συνθέτουμε έπη.
Και μην περιφρονήσετε όσους θα βγάζει ήχους,
γιατί θα’ ναι εφάμιλλοι με τους δικούς μας στίχους.
Δολία της ποιησεως η φυσις δεν νοειται
κι αν το δεχθουν οι ποιηται τους περιμενουν ητται,
μα ειναι αστοχο να φερεσαι ως ποιητης της ηττας
οταν τον τοπο κυβερνα ο υιος της Μαργαριτας
Γιαυτο και μην μας απειλεις κραδαινοντας την σμυλη
διοτι θ’ακουσεις οπως πας, Παπου, κανα καντυλι.
Και τελος ως προς πεζα, τον στιχο τον ανομοιο,
ας πανε -οσοι ειναι πεζοι- απο το πεζοδρομιο!
Από Νοσφεράτο χθεσινό εκ μεταφοράς :
γλιτρωντας στα Βρυα
μια νυχτα κρύα
τη Νυχτα των Βρυοκολάκων
εν μεσω ανοιχτων των λάκων
(και νοσταλγουντες την Βρυσούλαν
– αλλά και την Σουλαν ..)
Υ. γ παει ..δεν εχω εμπνευσιν πλεον .καταστραφηκα..
Αν και πολλοί θα έλεγαν πως από Χελιδόνα
Είν’ ξεπεσμός να γράφεις πια σε μια Κορακαηδόνα,
Θα διαφωνήσω κάθετα και θα υποστηρίξω
πως μ’ όλες τις δυνάμεις μου εγώ θα τη στηρίξω
τη φινετσάτη ασπρόμαυρη πηδηχτερή πουλάδα
που ακόμα και οι άγγληδοι της φκιάσανε καντάδα
σε τραγουδάκι παιδικό -το γράφω παρακάτω-
και όποιοι τη σνομπάρουνε να πάνε εις τον πάτο!
Ιδού λοιπόν το άσμα τους, και αν ξενίζει ο ήχος,
εμάς δε μας απασχολεί, μας νοιάζει μόνο ο στίχος!!!
THE MAGPIE SONG
One for sorrow Two for joy
Three for a girl Four for a boy
Five for silver Six for Gold
Seven for a secret, never to be told
Eight for a wish Nine for a kiss
Ten for a bird you must not miss!
Οσοι πεζα πορευονται κι οσοι πεζα τυρβαζουν
να πανε τα σκουπιδια τους αλλου να τα στοιβαζουν
και να μην ερχονται εδω σ’αυτη την καρακαξα
που αποτελει της ποισης τη σεχτα και τη φραξια
ουτε και να μπερδευονται στων ποιητων τα ποδια
στον τζογον της στιχουργικης αν φερνουνε ασσόδυα!
Ο τζογος και η ποιησις εχουν δικους τους νομους
που απαγορευουν στους πεζους να κλεινουνε τους δρομους,
ουτε εχουν θεση οι πεζοι στις ποιητικες τις λεσχες
εαν δεν προσκομισουνε πρωτα το ποθεν εσχες!
Χίλια καντάρια ζάχαρη η ποίηση σου Μπέρνυ
δροσιά και χάρη περισσή στη Καρακάξα φέρνει
μα και των υπολοίπωνε οι ρίμες δε λαθεύουν
τη καρακάξα στη καρδιά με βέλος σημαδεύουν
στη ταπεινή τη σκήτη μου της ποίησης οκτάπους
σαλεύει τα πλοκάμια του και λέγεται Προπάπους
ο Άκυρος δεν άντεξε και στο μεζέ ορμάει
η καρακάξα υψώνεται , στον ουρανό πετάει…
Με αυτο το μοδερεσιον που εισαι, Παπου, ζωσμενος
φαινεσαι σαν σε σκαφανδρο μεσα να’σαι χεσμενος,
για αναρτησεις και λοιπες παρομοιες υποθεσεις
καλυτερα στα’ρχιδια σου ενα σκοινι να δεσεις
και οποιος θελει ποιημα εδω να αναρτησει
θα σου τραβαει το σκοινι για να σε ειδοποιησει
και οταν θα εχει εμπνευση το καθε ποιητονι
η τεχνη της ποιησεως θα σου τονε σηκωνει!
Και ως προς αυτο ολα καλως, ομως κατα τα αλλα
στην ποιηση θελει γρηγορη κυκλοφορια η μπαλα,
θελει την καθετη μπαλιά, την γρηγορη την πασα
αλλιως η καρακαξα σου θα σκουζει σαν γκρανκάσα.
Γιαυτο πολυ μας τα’πριξες μ’αυτο το μοδερέσιον
και οπως πας μου φαινεται τελος δεν θα’χουμε αισιον,
φεης κοντρολ οι ποιητες αν να περασουν πρεπει
στιχους σε ημερολογια θα γραφουν και οχι έπη.
Πατέρα , όπως πάντοτε , στην ώρα σου αρριβάρεις
για να μου δώσεις συμβουλές ή να με αποπάρεις
γιατί αν δεν κατάλαβες εδώ και μία ώρα
τα σχόλια είναι λεύτερα , το θωρηκτόν Αβρόρα
σήκωσε τα κανόνια του με στόχο το Παλάτι
οι ποιητές καβάλησαν της έμπνευσης το άτι
και γκρέμισαν οριστικά της Evil Witch το φράχτη
βρήκες πατέρα τη στιγμή να βγάλεις σου το άχτι… 🙂 😉
Σας χαιρετώ και σας φιλώ συνάδελφοι ποετάστροι
δείχνετε πως αυτό το μπλογκ δεν είν’ ανεμογκάστρι
μακροημέρευση, χαρά εύχομαι στον Παπούλη
να τον χαιρόμαστε εμείς οι σχολιαστές του ούλοι
κι ας ήμαστε ναύτες απλοί στο θωρηκτόν Αβρόρα
το ’17 μας καρτερεί, η ώρα είναι τώρα
(που έλεγε και ο παλιός, ο μάστορας Τσιτσάνης
διαλύοντας τα δολερά τα σύννεφα της πλάνης)
Αν δεν σε ψεξω εσενανε και αν δεν σε ψεκασω
-οπως εκανε του Νταλή και ο Παμπλος ο Πικάσο
οταν τη σμυλη δουλευε αντι για το πινελο
ενω εξυνε τα’ρχιδια του πιο κει ο Πιραντελο-
ποιονε να χεσω ρε Παπου, να του γαμω τα θεια
για την παλιοκατασταση και τη γραφειοκρατεια
που σε πολυ δυσαρεστη θεση με εχει φερει
να περιμενω στην ουρα με τα χαρτια στο χερι;
Ποιος ποιητης θα δεχοταν να περιμενει ωρες
(αντι εις της ποιησεως να παιζει τις αιωρες)
να εγκριθει το ποιημα του απ΄την λογοκρισια
χωρις ομως του στιχου του να κανει οπλοχρησια;
Ο σεβασμος στην ποιηση και ιδιως στους προγονους
ισχυει απ’ τους Παπουληδες μεχρι τους δισεγγόνους.
Ελπίζω με τις ρίμες σας καλοί μου ποιητάδες
έμπνευση να χαρίσετε και στους στιχοφυγάδες
όπως αυτός ο τρομερός της ποίησης ο γάτος
που έχασε την έμπνευση , ο μέγας Νοσφεράτος
γιατί , όπως ομολόγησε , γυρνάει ως Πειναλέων
( μαζί του κάνει συντροφιά και ο Μυρμηγκολέων )
βρυσούλες ψάχνει ο καψερός και δροσερά κορίτσα
κι αναφωνεί στην έρημο ; » Αχ πούσαι θειά Μου Νίτσα »
Έλα βρε Νόσφη κατά εδώ και ξύσε τη γραφίδα
τη Καρακάξα πότισε με το κρασί του Μίδα
ξύσε και τη κεφάλα σου , ακόνισε τα δόντια
κάνε μια πτήση κατά δω , δεν είναι υπερΠόντια 😉
παπουλη εχει η ζωή τα πάνω και τα κάτω
και εχασα την εμπνευσιν ,με πηρε απο κάτω
κι ειμαι παπούλη να σου πώ , σαν χελιδόνί- καργα
κι ενα δαιμόνο μεσα μου μου λεει :Νοσφυ αλάργα..
Ο σεβασμός στον ποιητή αλλά και στους προγόνους
Είναι ένα αίσθημα βαρύ, φέρνει μεγάλους πόνους.
Ακάθεκτοι προσγειώθηκαν στην κεφαλή του πάπου
Κι ήταν βαριοί σαν σίδερο οι στίχοι του προπάπου.
Μα εγώ σαν το δισέγγονο που ακούει παραμύθια
Την ώρα που η νόνα του τού βράζει κολοκύθια
Γιατί ήτανε δυσκοίλιο και είχε δυσκολίες
Και στο σχολειό δεν πήγαινε κι έκανε απουσίες
Σαν βλέπω τους προγόνους μου με τόση μαεστρία
Με στίχους να διαλέγονται για τη λογοκρισία
Και σεβασμό στον προπαπού ο πάπος να δηλώνει
Ενώ κρυφά στην τσέπη του στίχους ανακατώνει
Με πιάνει το φιλότιμο κι ανοίγω τα βιβλία
Και πιο πολύ μια ποιητική που’ χω ανθολογία
Να γράψω στίχους λυρικούς που θέλγουν τις ωραίες
Και να κρυφτούν του προπαπού οι ρίμες οι ακραίες.
Βλέπεις εκείνο το δεντρί με τη χοντρή αχλάδα
που κάθεται και καρτερεί καρτερική πουλάδα;
Η καρακάξα είναι βρε, η μοσχαναθρεμένη
που με λαχτάρα περισσή τον Νόσφυ περιμένει
(για την πουλάδα σου μιλώ, όχι για την αχλάδα,
αυτή μπορεί πολύ-πολύ να γίνει μαρμελάδα)
Κι αν δήλωσε πως έχασε τη Θεία έμπνευσή του
(που και μου-Νίτσα αποκαλεί, και ο Παπούς μαζί του)
Ακόμα δεν μας έπεισε, θαρρώ πως κάνει νάζια
και κλωθοπλέκει ποίματα στου νου του τα γρανάζια
να μας αφήσει άφωνους και να μας καταπλήξει
σαν έρθει η ώρα κι η στιγμή τις ρίμες του να ρίξει
(Ακόμα μένεις σιωπηλός αχρείε Νοσφεράτε;
Για βγες και δώσε το «παρών». Αδέρφια, βοηθάτε!)
Νόσφυ μου λέγαν οι παληοί πως όταν δε σου βγαίνει
η έμπνευση δε σούρχεται και δε σου κατεβαίνει
μη κάτσεις να ζορίζεσαι όπως στη τουαλέτα
σαν δε σου βγαίνει το σκατό , άνοιξε τα κλαπέτα
και γράψτα όλα ανάκατα , ρίχτα στη Καρακάξαν
ποέτες χαμηλότερου βεληνεκούς αράξαν
εδώ μέσα στη σκήτη μου κι εσύ όλο διστάζεις
και στη γωνίτσα κάθεσαι και βαριαναστενάζεις ;
Και αν ο δαίμων μέσα σου , σου λέει «Νόσφη αλάργα»
να σου ανοίξω άλλο τσαρδί που θα το λένε «κάργα»
διότι πούλοι υπάρχουνε για κάθε είδους γούστο
όπως κρασάκια διάφορα από τον ίδιο μούστο 😉
( το προηγούμενο σου σχόλιο / το εκράτησε η Πόρσε
μα εγώ τη καταχέρισα / της είπα «παρτα… όρσε » )
αλιμονο . Μου φαινεται πως εχασα την Ρίμα
και δεν μπορω παπουλη μου να γραψω αλλο ποιημα
κι οι στιχοι μου με τσουζουνε σαν των πληγων τ’αλάτι
σαν καποιος να μου εβγαλε μοναδικό μου ματι ..
οι ποιηταί που πνίγονται απ’την πολύ αγάπη
μοιαζουν κρυμμένοι σκελετοι στης Ρίμας το ντουλάπι
καποιες φορές κανουμε Λαθος
και βυθιζομαστε μεσα στο παθος
καποιες φορές μενουμε μονοι
κι εχουμε χασει το τιμονι
καποιες φορες αλλο ζηταμε
λες και δεν ξερουμε που παμε
καποιες φορές ξυπναμε μονοι
σαν δολοφονοι στην αγχονη
Αυτό το τελευταίο σου καλέ μου Νοσφεράτε
αλήθεια με συγκίνησε, φλεγόμενέ μου βάτε
κι αν ήταν κάποιος μουσικός να το κάνει τραγούδι
θα γίνονταν υπέροχο ασμάτιο-λουλούδι.
«οι ποιηταί που πνίγονται απ’την πολύ αγάπη
μοιαζουν κρυμμένοι σκελετοι στης Ρίμας το ντουλάπι»
Τούτος ο στίχος Νόσφη μου ανέτως υπερέβη
τα εσκαμμένα του Νομπέλ , τα σκότη , τα ερέβη
που είν’ ανεξιχνίαστα της έμπνευσης τα βάθη.
Έφτασες λέω στο απόγειο κι όχι στο κατακάθι.
Κατι για την περισπαση
Τα ποιηματα μου παντοτε όταν ξαναδιαβαζω
εξισταμαι και απορω, τονους γιατι δεν βαζω
μα μονο στον προφορικο λογο τον τονο υψωνω
κι αναρωτιεμαι ανησυχων: Μην ειμαι κανα ψωνιο;
Εν αντιθεσει -θα’λεγα- με την στιχουργικη
τονων κανω καταχρηση εις την μαγειρικη:
Τονοσαλατα αν θα φας φτιαγμενη απο ‘μενα
θα χασεις το αερόπλανο τα πλοια και τα τρενα
αφου θα θελεις παντοτε στο πλαϊ μου να μεινεις
τονοσαλατα για να τρως μεχρι που θα παχυνεις.
Το μυστικο στη συνταγη οταν θα ετοιμαζεις
τονοσαλατα για να φας ειναι τι τονο βαζεις.
Θα μπεις σε περιπετεια και σε δοκιμασια
αν στην σαλατα που θα φας ο τονος θα ειν’ η οξεια,
διοτι καθως τα πνευματα μεσα θα της προσθεσεις
τα πνευματα θα οξυνθουν και οι αντιπαραθεσεις.
Αν θελεις με τους φιλους σου να ‘σαστε αγαπημενοι
οταν σε γευμα τους καλεις βαζε περισπωμενη,
οι φιλοι δεν θα αντιδικουν, παρεες δεν θα διασπωνται
οταν σαλατες και φαγια ολα θα περισπωνται!
Και του Τόνου!
φίλος του τόνου δεν μπορώ να πω πως είμαι τώρα.
γιατί ως ψάρι με βρωμά,σαν νάναι από ώρα
βγαλμένο έξω στη στεριά αφήνον την καλή του
στα χέρια άλλου τρίτονου ,χαμένου και αλήτου.
του τόνου του βαρύτονου , ωστόσο είμαι θαμώνας
παρόλο που στις μέρες μας,μόνο στους καλαμώνας
όπου μοναχοκάλαμα φύονται δίχως τέλος
μπορώ να βρώ πιά την ψιλή ,τον τόνο ,και το μέλος.
δ
Τι είδαν τα ματάκια μου, τι ακούσανε τ’ αφτιά μου;
Γυρίσαν τα πουλάκια μου, όλα μαζί δω χάμου;
Νέες και νιοί μαζεύτηκαν, οι πάποι κι οι προσπάσποι
κι αρχίσαν να γεμίζουνε καρακαξοκιτάπι;
Πώς θα τα καταφέρετε, εσείς παιδιά μου ούλα
αν στο σαντζάκιο αυτό δεν έρθει κι η Γιαγιούλα;
Είναι βαριά τα πόδια μου -αλήθεια και απαλήθεια
μα θα το επισκέπτομαι -σαν μια παλιά συνήθεια.
Είμαι γριά κι αδύναμη, δεν έχω αντοχές
(κι άσε που κάτι αΛέφτηδες, με μπλέξαν σ’ εκλογές…)
Θα ‘ρχομαι να σας συναντώ, κρυφά και τοίχο-τοίχο
θ’ ακούτε τα μαντάτα μου καθώς θα ξεροβήχω :
1. Θα συλλογιέμαι τα παλιά (τα έρημά μου νιάτα
όταν μαζί τα πίναμε με μια κρασοκανάτα)
2. Θα υποφέρω, 3. θα θρηνώ (και δάκρυ θα κυλήσει
που στη ζωή μου νήστεψα) & 4. -αλλά- θα στρέψω λίγα μίση*…
* [Σου το λέγω εκ βαθέων:
Ωωωω, συγγνώμη Ναπολέων!]
ΥΓ:
Τριτοξάδελφε παπούλη (συγγενή απ’ αδελφογαμία)
ευχές σου στέλνω νότιες: Καλή σταδιοδρομία !
Των τόνων η συζήτηση μου θύμισε πως πρέπει
να πάω στη κουζίνα μου αφήνωντας τα έπη
λόγω που λείπει η κυρά Παπούλαινα , η γάτα ,
είναι σειρά των ποντικών να πλύνουνε τα πιάτα.
Αργότερα σαν ευκαιρώ και έβρω λίγο χρόνο
θα κάτσω να ασχοληθώ λιγάκι με το τόνο
πώς τον κρατούν οι ποιηταί αλλά και πού τον βάζουν
όταν πολύ διεγείρονται και όταν οργιάζουν
καλός ο τόνος σε όργια , μα και σε γλέντια πάνω
και η δασεία κι η ψιλή , δε λέω, ωραίο πλάνο.
μα δες αυτή την αλλαγή τού ωμέγα εν τω συνόλω
που μόνο του απόμεινε με τον διπλό τον θόλο
ξεβράκωτον να καρτερά σαν γκόμενα στον μώλον
την υπογεγραμμένην του που τούφυγε απ τον κώλον.
δ
και τώρα εσύ παπούλη μου να με πληροφορήσεις,
γιατι παραπονιάρικα ζήτηξες να γεμίσεις,
της karakaxa τα φτερά με ρίμες και στιχάκια
και μ αφησες αδέσποτη σε δρόμους και σοκάκια
δ
Κάντε πέρα οι νεολαίοι, οι δήθεν σθεναροί και ακμαίοι
που ψαρεύετε τους τόνους, μα μουγκρίζετε απ τους πόνους.
Και καθίστε στο κρεβάτι να σας ξεπιαστεί το πάκι.
Καταφθάσαν οι γιαγιάδες κι ετοιμάζουν τραχανάδες.
Δια της παρούσης έρχομαι για να παρακαλέσω
αυτές που συνωστίζονται μέσα στη Καρακάξαν
και στων σχολίων τη σειρά πολλά τα νικς αλλάξαν
μια μούρη να διαλέξουνε , γιατί δε θα μπορέσω
να κάνω τα κουμάντα μου , τα σχόλια να τηρήσω.
Βέβαια αντιλαμβάνομαι : το παίγνιο είναι αθώο
αλλά αν συνεχίσουμε δεν θ’ απομείνει σώο
το σκηνικό που στήνεται , θα πρέπει να το κλείσω
Αν με τα νικς τα διάφορα βρε τσούπρες μου ζητάτε
εδώ που συνωστίζεσθε να δείχνετε πως είστε
περσότερες από δυό τρείς , να αυξηθούν αι λίσται
σας λέω , δεν χρειάζεται , με ένα νικ ελάτε
γιατί δεν είναι σκόπιμο , εμείς σαν τη ρεπούση
όταν συνωστιζόμαστε μπροστά στη προκυμαία
να δείχνουμε περσότεροι για να περνάμ’ ορέα
σαλών μια δράκα είμαστε και όχι ένα λεφούσι… 🙂 🙂 🙂
Εγώ πάντως παπούλη μου από την πρώτη ώρα
το ίδιο νικ εκράτησα, δε θα τ’ αλλάξω τώρα!
Όμως και τους συν-ποιητές μη μου τους αδικήσεις,
γλυκά παιχνίδια κάνουνε, όχι δημοσκοπήσεις!
Γιατί σαν στην παραβολή της Νέας της Διαθήκης,
άμα είν’ ο άλλος αλεπού, μαγκάκος και ασίκης
έστω και μόνος εφορμά και κάνει κυκεώνα
σαν κείνο το δαιμόνιο που λέγαν Λεγεώνα!
Και άντε σύρε μάζεψε από την karakaxa
την έρημη τη Δημητρώ να μην τη φάει η κλάψα!
Τη βλέπω και τη συμπονώ που η δόλια έδωσε βάση
και πήγε κι έγραψε εκεί. Και όποιος τη διαβάσει
θα του φανεί πως έχει μπει άδικα τιμωρία
και στέκετ’ ολομόναχη μπροστά στη γαλαρία.
Μα σε καλό σου βρε Παπού, μπορείς να μου ξηγήσεις
τι σκέφτηκες, πώς έτυχε να το αξιολογήσεις;
Τι σου ‘ρθε στα ξεκούδουνα και δη λατινοφώνως
μια karakaxa αμόλησες Σταδίου και Κλαυθμώνος;
Η μούρη είναι open gov
κι εγώ σού γράφω απ το Ροστώβ:
Στην Καρακάξα ήθελα να μπω σαν σουσουράδα
Το νόμιζα πολύ σωστό να έρθω ως πουλάδα
Σαν είδα να μαζεύονται εδώ τόσοι προγόνοι
κι όλοι μαζί να προσπαθούν για ν ανεβούν οι τόνοι
Σκέφθηκα ένα μήνυμα να στείλω στη γιαγιά
να της θυμίσω που παλιά φτιάχναμε τραχανά
Και ήρθα και υπόγραψα μετά σαν προγιαγιά.
Σού υπόσχομαι αυτό το νικ μόνιμο να κρατήσω
Το βρίσκω θεσμικώς ορθόν να το διατηρήσω.
Στους τόνους, έχω πρόβλημα εγώ με την οξεία
Μη βάλω λάμδα αντί γι αυτήν πάντα έχω αγωνία.
(Μήπως συγχλίσω τους ποιητές από την ατονία).
Καλως μας ηλθες Προγιαγια με τα μακρυα προγουλια
αλλα να ξερεις ραντεβου πως εχω με τη Τζουλια
γιατι μια πατριωτικη γυριζουμε ταινια
γιαυτο εκτος απο εμας θα παιζει κι η Ευγενια
Προσφυγοπούλα -ο ρολος της- απο το Αϊδινι
οπου τη συνωστισανε στου πολεμου τη δινη
και η μικρη αδελφουλα της (που τηνε παιζει η Τζουλια)
με το λαρυγγι το βαθυ και τα ψηλα καπουλια
πηρε το δρομο τον κακο που ειναι ολο λουμπες
ενω η Τζενη ηταν σωστη κι ετυλιγε γαρδουμπες!
Μα η ζωη όπου συχνα περιεργα μας ξαφνιαζει
(γιατι αλλοτε είναι σκληρη και αλλοτε μες το ναζι)
εριξε και τις δυο ορφανες κι αθωες προσφυγοπουλες
(που γυριζαν ξυπολητες κι εβοσκαν γαλοπουλες
και ψαχνανε μες τη ζωη να στηριχτουνε καπου)
τις εριξε στην αγκαλια …, ποιου λετε? Του Προπαπου!
Ο Προπαπούς στα νιατα του ητανε πολυ λερα
και μοναχος τις μπίσταε εφτα φορες τη μερα
και ηταν μερες ατελειωτες τοσο που στο φιναλε
τις ποναγε ο κωλος τους από το μπασεβγαλε!
Μεσα στο βουρκο της ζωης κυλιστηκαν και οι δυο
ομως η Τζενη κρατησε ανεπαφο το αιδοιο!
Μια μερα εκει που γυριζε κλαμενη μες την πολη
συναντησε ένα νεαρο τηλεσαβουροπωλη
στα ματια τονε κοιταξε την κοιταξε κι εκεινος
κι επαθε μια αναφλεξη σαν φλεγομένος σχίνος
κι απίκου αρπαξε κι αυτή σαν φλεγομένη ασφάκα!
Τωρα άρπα και το μηνυμα καλη μου Προγιαγιάκα:
«Αλαργα από τον Προπαπού μη γινετε πουτανες»!
Πιστευω θα σαρωσουμε στο φεστιβαλ στις Καννες.
βλέπω πως συσσωρευτηκαν καμποσοι Ποιητάδες
και ηρθαν -απ το παρελθόν – και καμποσες Γιαγιάδες
και εγινε συνωστισμός σαν σε Γηροκομείο
Παππους Γιαγιά και Προγιαγιά … Μα δεν βλέπω τον Θείο…
Είπαμε νοσφερώτατε , από έμπνευση σακάτης
μα δε νομίζω βρε αδελφέ πως σούλειψεν ο μάτης
και η μύτη να νοσφίζεσαι , αγέρα να μυρίζεις
των ποιητών ταυτότητες εσύ να ξεχωρίζεις.
μα επειδή οι βάμπιρες μένουν για πάντα νέοι
των κορασίδων δρέπωντας τα πλούσια τα ελέη
δεν καταδέχεσαι μαθές τα χούφταλα , τους γέρους
που στο χειμώνα έχουν μπεί , αφήσαντες του θέρους 🙂
Εις των Καννών το festival
κώλοι μαζεύονται oval
το πράγμα γίνεται banal
πουτάνες απ τη Place Pigalle
στη προμενάδα των Anglais
κάνουνε βόλτες negligees
και μεις οι γέροι στα caffes
πίνουμε ούζα κι argile
…καποιες φορές οταν βαδιζουμε
παραπαταμε και λυγιζουμε
καποιες φορες τα πόδια σπαμε
οταν δεν ξερουμε που πάμε
Με την περσόνα ηλικιωμένη
μέλλον δεν έχεις και πας χαμένη.
Εκεί που ψάχνεις να τιτιβίσεις
σού απαντάνε με αναμνήσεις.
Η Τζούλια και η Τζένη ήταν ποστάκι
για διαδηλώτριες, για ένα κορμάκι
Τώρα εσύ μου τις συνωστίζεις
και γκουσγκουνιές μ αυτές γυρίζεις.
Κι είναι κι ο άλλος ο Νοσφεράτος
πόντιος ήταν και τώρα πιλάτος.
Παθαίνει λέει άρνηση ίππου
όταν ιππεύει επί του στίχου.
Ψάχνει το θείο, δε λέει να στρίψει
κι άλλη συγγένεια ν΄ ανοίξει.
Με τέτοιους ποιητές δεν κάνεις χαϊρι
θα πάω γύφτισσα να μπω σε τσαντήρι.
Και αν δεν μπορέσεις να φτάσεις στις Κάνες
Πρόθυμη θα μαι να σού αλλάζω τις πάνες.
(Τι σύγχλιση!)
ειμαι σακατης του ερωτα και με σπασμένο πόδι
κι ειναι φορές παπουλη μου που νιωθω ναμαι Βόδι
σαν ναμουν ο Μινωταυρος που κυνηγά ο Θησεας
σαν ναμουνα η Μεδουσα που σκοτωσε ο Περσεας
σαν ναμουν εκατογχειρας μα με κομένα χερια
η σανπαππους αοματος που πλεκει τα πανερια
σαν ενας κομπος ναμουνα σε ενα κομποσχοίνι
ή σαν κουβαρι πετονιας που ενας ψαράς το λύνει.
αυτή την λέξη προγαγια που ειπες συγχιλισμένη
μ’ανοιξε μεσα απ’ τη καρδια, μνημη ερωτευμένη
και κολησα στο παρελθόν και στην προιστορια
συγχλιστικα καταστηθα μ’αυτήν την ιστορια ..
Τί θέλεις βρε μάνα
με τους ποιητάδες
άλλοι είναι πόντιοι
και άλλοι λαπάδες
λάχανο βράσε
να κάνεις ντολμάδες
εσύ να ταΐσεις
τους καλοφαγάδες
εσένα σου πρέπουν
τραγούδια , καντάδες
μα τι περιμένεις
με γέρους , μπαρμπάδες ;;;
κάνε αγάντα νόσφη μου , να φτάσουμε στις «κάλτσες»
οι στίχοι σου συνέρχονται , το λένε κι οι μπεκάλτσες
γιατί πολύ συγχλίστηκες μ’ αυτά οπου διαβάζεις
γι αυτό μέσα στο φέρετρο ξυπνάς και ανταριάζεις 🙂
και αιφνης καπου ξυπνησε βαθια μια νοσταλγια
και να . Ξαναθυμηθηκα αγαπημένη θεια
σε μια βαρκουλα του ψαρά εις τον αφρο κυματων
σαν μνημη αιωρουμενη περσόνων ασωμάτων
σαν ξεθωρη -απο καιρο παλια φωτογραφια
σαν της γιαγιας μου γραμματα με την Καλιγραφία
-μα να που παλι χυθηκε το Μελανοδοχειο
Η καρακάξα μας αυτή ειναι Ξενοδοχειο
και ερχονται φαντασματα εν μέσω των ερημίας
και να π’ ακουω την Φωνή της Θειας μου Ευθυμίας …
(ποτες δεν μιλησα γι αυτήν την αλλη μου τη Θεια
που ολο μασουσε τον καπνό σαν νατανε Πυθια
και καθε τοσο ελεγε κατι πολύ γριφώδες
ειχε υφος αλλοκοτο ολιγον τι στομφωδες
στην πολυθρονα καθονταν σαν νατνα Βαλκυρια
Ναι! ητανε Περιπτωσις η Θεια Ευθυμια …)
Οσοι ερωτευτηκανε τους εφαγε η λάμια
γιαυτο και η καρακαξα τους εγινηκε σα μπαμια,
εχασανε το μπουσουλα κι ενω ησαντο πότες
και μαγκες και αλανιαρηδες, εχουνε γινει κοτες.
Θαρθει μια μερα καποτε που ολοι οι ερωτευμενοι
θα καμουνε επανασταση της γης οι κολασμενοι
απαρτοι, κοντοψωληδες, μαγκουφηδες, μπακουρια,
αμπαλοι και τριλίγουρες του κοσμου τα καψουρια
θα εξεγερθουν εναντια σε αυτή την αδικια
και θα στηθουνε εκτακτα λαϊκα Πρωκτοδικεια
Ο Πρωκτοδικης θα ρωτα: «-Γιατι δε τονε θελεις
αυτόν τον νέο τον λαμπρο που λεγεται Βαγγελης
κυρια Τσιμπουκιδου μου? Κι εσεις κυρια εκει κατω
γιατι τονε πληγωσατε βαθεια το Νοσφερατο
και δεν μπορει να εκφραστει ουτε να γραψει ποιημα
διοτι της αγαπης σας ο Νοσφυ επεσε θυμα».
Θα απαγγελονται πολύ βαριες κατηγοριες
θα πεφτουνε χοντρες ποινες, μεγαλες τιμωριες
Σαραντα οχτω μπιστίματα για κάθε χυλοπίτα
θα τιμωρειται η κάθε μια ερωτικη μας ηττα
Σαρανταοχτώ μπιστίματα για κάθε μια ήττα
αν δώσουμε σ’ όλες αυτές που μου χουν ρίξει πίτα
θα δέρνουμε νυχθημερόν για δεκαετίες
και θα τις στοιβάζουμε σε πολυκατοικίες
οι πίτες που ‘χω φάει εγώ αρκούν για να στουμπώσουν
της χώρας τα εφετεία να βραχυκυκλώσουν
ενάντια μου θα στραφεί η ιατρική επιστήμη
«με τόσες πίτες θα ‘πρεπε να ‘χε χοληστερίνη!»
Ο Τύπος θα ασχοληθεί με ‘με εκτεταμένα
θα κάνουν ολοσέλιδα και θα ρωτάν για ‘μενα
φίλοι παλιοί και συγγενείς, γείτονες θα δηλώσουν
«καλό παιδί, χρυσό παιδί, που να το φανταζόσουν;»
και τότε θα με λυπηθεί κάποια γκαβή παρθένα
που έχω φάει μια ζωή πηγμένος μεσ’ το σπέρμα
θα έρθει βράδυ να με βρει στο σπίτι από πίσω
κι έτσι θα καταφέρω επιτέλους να γαμήσω
Φταιει η άμελη Αμελί που εχεις αμελησει
Θανασημε, οι στιχοι σου μοιαζουνε με μελισσι
που ζουζουνιζει προσχαρα, αλλα κατα τα αλλα
πως στην εξεδρα με τη μια βλεπω πετας τη μπαλα.
Εχεις μια κλιση, δυστυχως δεν ξερω ποσες μοιρες
γιατι η ωρα ειναι αργα και εχω πιει και μπυρες
αλλα εχεις και μια εφεση, βλεπω, προς τα εφετεια
ενω για τα επαναστατικα λεμε Πρωκτοδικεια
Θα πρεπει να’σαι σιγουρος αγαπητε Θαναση
οτι θα γινει καθαρση με σκουπα και φαρασι
απο τον πρωκτο το βαθμο και στη δικαοσυνη
σαν εισαι τύφλα να εχεις μια τυφλη εμπιστοσυνη
και να κοιτας την τυφλα σου, εναντια της μη βαλεις
κι θες να πας στη Εφεσο για να εφεσιβαλεις!
Στην καρακάξα μπήκες,
Προπάπς σαν αστραπή
ήταν σκοτάδι μάλλον
και την πήρες για καπή
ήπιες μερκά δεκάδες
μπυρόνια απανωτά
κ’ οι στίχοι σου ανεβήκαν
σ’ ύψη πλανητικά
έθεσες μια απορία
(που είναι και ορθή)
και είναι νομίζω κρίμα
να μην απαντηθεί
ιδού λοιπόν η κλίση μου,
χωρίς πολλά πολλά:
γέρνω ενενήντα μοίρες
και δώδεκα λεπτά
γι’ αυτό κι άπο βρέφος
(νομίζω από τον δέκατο)
όλοι με φωνάζουν
«καλώς τον πάρα τέταρτο»
(εκτός απ’ την γυναίκα μου
-την γκαβήν παρθένους-
που όλο μου φωνάζει
«ε, σήκω επιτέλους!»)
άλλο εγώ ενόμισα
κι εισήλθα ως τριχούλα
εντός εις το προζύμιον
να κάνω κανταδούλα
Γιά καρακάξα μούπανε ,
αυτήν ,τη μαύρη έστω.
πως θάχει εις το ράμφος της
σπουδαίο μανιφέστο
αντί γιά άσχημον πτηνόν
έπιψα εις μουζίκους
που με καημό κοιτάγανε
των άλλωνε τους οίκους
μέσα σε μπύρες που άφριζαν
νασντράβια κι εις υγείαν
άλλος γιά γκούλαγκ τράβαγε
κι άλλος γιά Κορινθίαν.
πως τα εκαταφερατε
γέροντες και χαχώλοι
να τρώγετε χωρίς φαί
και μέμνησον τοις κώλοι;
δ
Όλοι ποέτες,
ένας κι ένας!
Μα γράφουν όλοι
σα να ‘ναι …ένας!
Το χιούμορ τους το χάσανε;
Γιατί δεν μας μιλάνε;
Τάχα από το Λέφτηδες
μόνο το ‘φτ’ κρατάνε;
Ασπέτα ορέ λέφτηδες είναι νωρίς ακόμα
το βράδυ θ’ ασελγήσουμε στης ποίησης το πτώμα
γιατί τη μέρα οι γέροντες έχουν το καφενεία
να στρίβουν το μουστάκι τους , να φεύγει η ανία
Εκτός απ’ τους αργόσχολους
που πίνουν καφεδάρες
είμαστε και εμείς εδώ,
οι σούπερ κοροϊδάρες
που για το μεροκάματο
στενάζουν τα πισιά τους,
δουλεύοντας νυχθημερόν
κι ακούν και τη βρισιά τους! (κατάααλαβες φίλε μου; :roll:)
Άστε με ρε στον πόνο μου
που απ’ τις έξι η ώρα
σπάζω τα δαχτυλάκια μου
στα πλήκτρα μέχρι τώρα
και βγάζω τα ματάκια μου
(με την καλή την έννοια 😉 )
στη σκατοθόνη εμπροστά
τη γαμωκερατένια
σελίδες εβδομηνταοχτώ
το δύστυχο στραβάδι
να μεταφράσω προσπαθώ
και θα με πάρει βράδυ (γκρρρρ :twisted:)
Kι εσείς να με προγκήξετε
βρήκατε μασκαράδες
άεργοι ανεπρόκοποι
καφεδορουφηχτάδες! (ουστ! :mrgreen:)
με αναψε τα αιματα αυτή η bernardina ….
που της στεναζουν τα πισια (και εχω και μια πείνα)
και βγαζει τα ματακια της ( με την καλή την εννοια)
σαυτήν την ατιμ ζωή την γαμωκερατένια
τα της ευγένειας περιττά
και της φιλοξενίας
ομολογώ πως πρόσεξα
το πτού εις τας κυρίας
μόνο αυτός ο ειδεχθής
ο μαύρος νοσφεράτος
εκαταδέχθη εμφανώς
απάντησι εσχάτως
πέστε το ντε πως θέλετε
ως άντρες να παλεύετε
και πως δεν δικαιούμαστε
εμείς να ομιλούμαστε.
προς γνώσιν και συμμόρφωσιν
α! και καλά να πάθω
κι άλλη φορά κάθομαι
στο σπίτι μου, να μάθω.
δ
Τα είδες ωρή Δημητρώ;
Μας έχουνε πτυσμένας!
Μόνο αυτός ο βάμπιρας
τους ζοφερούς πυθμένας
να καταλείψει εδέησε
και ήρθε κι απαντούσε.
Μόνο που, μάναμ’, σκιάχτηκα
τι τάχα εννοούσε
λέγοντας πως τον έβαλα
στα αίματα η δόλια;
Μπας και ορέχτηκε μεζέ
-διαόλια και τριβόλια!- 😈
ρέζους μηδέν αρνητικό
(που γράφει κι η ταυτότη)
και κινδυνεύω να το πιει
(σε ικανή ποσότη)
σάμπως και δε μου φτάνανε
οι βδέλλες με τας τρόμπας
που μου ρουφάν το αίμα μου
με τα μπουριά της σόμπας,
τον τίμιο ιδρώτα μου
με φόρους, φιπιάδες
τέβεδες κι άλλες εισφορές
σ’ όλους τους κορβανάδες,
μον’ θα χω και το βάμπιρα
τώρα να με στραγγίζει
ως ν’ απομείνω κάτασπρη
σαν βουτυράτο ρύζι;
ε;; ε;;;; τι, τάχα, πες μου εννοεί
πως τ’ άνοιξε η πείνα;
Άντε, κι αποξεχάστηκα
με τούτα και μ’ εκείνα
και πήγε πίσω η δουλειά.
Και όχι πως με νοιάζει
όμως σαν θα μαζεύονται
ως πιάσει και βραδιάζει
όλοι οι άλλοι οι σαλοί
κι αρχίσουνε τους στίχους
εμένα θα με κλείσουνε
στους τέσσερις τους τοίχους! (αμαπια σταδγιάλα :mrgreen:)
Τι είναι τούτοι Κάρολε;
Βόηθα Βλαδίμηρέ μας!
Κι εσύ Μουστάκια σίμωσε
και πανωσκέπασέ μας!
Μία κουβέντα είπαμε,
αυτοί σαράντα πέντε!
Εμείς τα λιανοντούφεκα,
κι αυτοί τα εκατοπέντε!
Λέφτηδες ανασύνταξη,
μη χάνετε το θάρρος!
Νυχτερινή επίθεση,
και όποιον πάρει οΧάρος!
εμείς φιλτάτη είμεθα
πουλάκια της μέρας
που τρέχουν και φροντίζουνε
να φέρουνε εις πέρας
όλα που πρέπει να γενούν
έτσι ,ούτως και ώστε
να μην υπάρξει το κενόν
του σμπρώξτε και του χώστε.
τώρα τι θέλει αυτός εδώ
το τέρας του ερέβους
το αίμα να λιμπίστηκε
ή ηδονήν του σκεύους;
ποτέ μην εμπιστεύεσαι
το έρμαιον της κάψας
και ρώτησέ τον να ντιφάϊν
τι εννοεί , ο ανάψας.
άλλο δεν έχω να σου πω
περι διαγραμμάτου
αφού η μαύρη κόλαση
διά του νοσφεράτου
στο ματι έβαλε ευθύς
αθώον έτι αίμα
πρόσεξε τα μανίκια σου
νάναι κατεβαζμένα.
δ
είστε εσείς δεκαοχτώ
και μεις μονάχα δύο
πούναι το πλήθος που θωρείς
από το θεωρείο;
αν είναι να αναμονείς
βοήθειαν καρόλου
σε βλέπω ολοσούμπιτον
να πας κατά διαόλου.
🙂
δ
Ώωωπα! Να και τα τζόβεναααα!
Γυναικες! Εις τα όπλα!
(Σε σένανε μιλάω μωρή,
ξύπνα, κουνήσου, χόπλα!)
Άιτε, ξεκούνα Δημητρώ
Κι εσύ καλέ γιαγιούλα!
Πού πήγες και εχάθηκες;
Μα θα τα κάνω ούλα
εγώ εδώ μανάχη μου;
Θε να σας πάρει ο δγιάλος
έτσι και ψυχανεμιστώ
πως δεν υπάρχει άλλος
τα μπόσικα ν’ αναβαστά
σ’ αυτό το μετερίζι
κι απόμεινα μονάχη μου
σαν βουτυράτο ρύζι!
(αμάν, και το ξανάγραψα
ετούτο το στιχάκι
παθαίνω ένα deja vue
το δόλιο κοριτσάκι
απο την υπερκόπωση
τη ναπολεοντία
να απαντώ ταυτόχρονα
σε δέκα υπουργεία
γαμώ τα υπουργεία μου
κι όλες τις γραμματείες
που αντί να ξύνω τη μαϊμού
γεννοκοπώ σοφίες
σε δύο γλώσσες εναλλάξ
και σε οχτώ κιτάπια
ενώ τώρα θα έπρεπε
να κάνω και την πάπια
και ν’ αλητεύω γενικώς
στην όμορφη λιακάδα
κι όχι να γράφω ποίματα
με φράκο και βελάδα).
Τι έλεγα; Ξεχάστηκα…
Α, ναι, με τα γιαννάκια
τα είχα βάλει γενικώς
και τρώγαμε μουστάκια.
Αγόρια, συχωράτε με,
ήταν ρεφλέξ κι ανάγκη
παλαιόθεν μη μας πάρουνε
οι άρρενες φαλάγγι 😉
Ήταν αντίδραση τυφλή
από παλιά συνήθεια
μη με ξεσυνερίζεστε,
γιατί σας λέω αλήθεια
θα ήτανε πολύ χαζό
(έξι είμαστ’ όλοι κι όλοι!)
να γίνουμ’ από δυο χωριά
χωριάτες σαν χαχόλοι!
Μπιζέριασα, βαρέθηκα όλο στο καφενείο
κι από τις γέροι’μ έκανα μόλις σκασιαρχείο…
Μην και πετύχω μια παλιά φίλη -αντροχωρίστρα.
Σε μπάνισα ρε προγιαγιά!!! Και ‘μω τη Βαγγελίστρα !!!
Συνάντησα με έκπληξη το μαύρο Νοσφεράτο
που ‘παιζε το φλαούτο του με άψογο βιμπράτο.
Ωωω! Τι κάν’ς ωρέ προπάπο μας; Πώς την περνάς την κρίση;
Τα πίνεις τα κρασάκια σου; ( ή μόνο με γαμήσι; )
***
Λοιπόν, τα νέα μου είν’ αυτά: Ήμουν μ’ έναν Αρκάδα
(για εκλογές και τα λοιπά) μα…βρέθηκα στη ΓΑΔΑ !
Έπιασε το βαφτισιμιό προχτές ο πολιτσμάνος
γιατί στο σύνδεσμο -αραχτός- βρέθηκε μ’ ένα….κράνος !
Χέστηκε το πουλόπουλο, δεν είχε εμπειρία
να δει τρεις μέρες κάγκελο κι όλη τη μπατσαρία…
Φωνάξανε και τη γιαγιά, που τα παλιά τα χρόνια
τα έπαιζε στα δάχτυλα τα μοχθηρά κοθώνια.
Τέλος καλό, όλα καλά κι απ’ τον εισαγγελέα
και χτες ξαναγυρίσαμε στα πατρικά ορέα.
Κι άντε ξανά ματαμανά στη γύρα (όλος ο στόλος)
Ουφφφ… Δε θα μου μείνει ξύγκι πια (θα με πονάει κι ο κώλος…)
[Καλησπέρα…
πέρα ως πέρα!]
μα τι άλλο νάκανα μαθές
ποίματα γράφω δύο
ας μην αρχίσουμε και μεις
καλλίγραφο αιδοίο.
την μία τρέχω για να δω
μη μου καούν οι πίτες
την άλλην αντιμέτωπος
με βόλια και σαίτες.
εδώ είμαι ρε ,μη χολοσκάς
ως άλλες μπουμπουλίνες
στο μετέρίζι θα στηθώ
γιά το βραβείο γκίνες.
δ
Και τα μανίκια σήκωσα
ωρέ και τους γιακάδες
δεν είναι να εμπιστεύεσαι
τοιούτους βαμπιράδες
είτ’ αίμα ορεχτήκανε
είτε τίποτε άλλο,
το νου μας πρέπει να χουμε
μη βρούμε κάνα δγιάλο.
Όμως τώρα το σκέφτηκα
πως πριν ολίγας μέρας
βοήθεια εζήταγα
απ’ όλους τους πατέρας
το Νόσφι τον βαμπίραρο
να τον ξεθαλαμιάσουν…
μήπως λοιπόν τα θέλαμε
και τώρα θα μας πιάσουν
στον ύπνο όλα τα βαμπίρ
και όλοι οι βουρκολάκοι
και περιμένουν ανοιχτοί
των δυώνε μας οι λάκκοι;
Αλίμονό μας Δημητρώ
και τρισαλίμονό μας
στ’ άνθος απά της νιότης μας
γαμώ και το στανιό μας
αν θύματα θα πέσουμε
του μοχθηρού βαμπίρη
(αν κι έτσι όπως κλαίγεται
πιότερο για μπατίρη
τον κόβω τον κακόμοιρο).
Ή μήπως είναι μούφα
και μόλις χαλαρώσουμε
θα κάνει ντου και ρούφα;
Τούτες εδώ οι τσούπρες μας, πολύ με ανεβάζουν!
Έχουνε τόνο θηλυκό (της νιότης μου ομοιάζουν).
Στη Μπέρνι και στη Δημητρώ αγόρια στοιχηθείτε,
γιατί γιαγιά και προγιαγιά… αφήστε το! (μην πείτε…)
κράτα και κάνα μπόσικο
μη τα πετάς με μίας
να μη γνωρίζει των αντρών
αυτά περί μανίας.
αλλη κουβέντα άρχισα
τας πίτας θα εκθειάσω
και τότε όλους αυτουνούς
ευθύς θα ζοχαδιάσω
η μιά αλαφροίσκιωτος
πίτα με μανιτάρι
κι άλλη τίγκα στον κιμά
της μανας της καμαρι
μόνο που εντός μισής ωρός
και γω θα τηνε κάνω
γιά ένα σπίτι όμορφο
εις το βουνό επάνω.
δ
ποιός είναι ο εισοδιστής
που τονε λέν γιαγιάκα;
εσύ που είσαι πιό παλιά
μην πέσεις εις την φάκα.
νομίζω πως μας έπιασε
στη γλύκα, στο σορόπι
γιά έναν πονηρό σκοπό
γιά ένα γλεντοκόπι.
δ
δ
Παπούλη μόλις πρόσεξα ένα σπουδαίο μ’ λάθο..
Εκεί που λέω για φλάουτο και για το Νοσφεράτο!
( >>> που ‘παιζε το φλαούτο του με άψογο βιμπράτο.)
Κάνε -αν θες- διόρθωση την πρόταση ετούτη
μην λεν οι άλλοι για εμέ: από μυαλό…κουρκούτι !
8)
Κορίτσια μου κι εγώ ευθύς πρέπει ν’ αναχωρήσω
το βράδυ σε ρεμπέτικα θα πάω να γλεντήσω!
Ρεμπέτικα και λαϊκά, με μια ορχήστρα πλήρης
σ’ ένα χωριό -όχι μακριά- (και θα βρεθώ κλινήρης)
Σας δίνω την ευχούλα μου για να καλοπερνάτε
κι αν δείτε τους αΛέφτηδες, πάντα να τους γαμάτε…
Βρε άνω κάτω και τουρλού
τουρλού μανιφατούρα
γενίκαμε και μπλέξαμε
μπούτια σκατά και ούρα
και χάσαμε το μπούσουλα
δεν ξέρουμε που πάμε
τρία ποιήματα εγώ
δυο η Δήμητρα και άμε
τώρα να ξεχωρίσουμε
ποιος είναι η γιαγάκα
η προγιαγιά κι ο βάμπιρας
κι εκείνη εκεί η δράκα
συλλογικώς με τ’ όνομα
λέφτηδες και δεν ξέρω
τι άλλο θε να σκαρφιστούν
πριχού γινώ Αστέρω
Αστέρω τα μαλλάκια σου
τι τα χεις λερωμένα
σαν τα μαντίλια του Γιαννιού
τα χρυσοκεντημένα
από την Πόλη έρχομαι
μου άνοιξε η κούτρα
μου σκίστηκε και το καλσόν
και σας φιλώ στα μούτρα
και για την ώρα χαιρετώ
τρέχω για να προφτάσω
τις δεκαδυό σελίδες μου
μπας και τις μεταφράσω
να έχω να ασχοληθώ
αργότερα λιγάκι
όταν και άλλοι μαζευτούν
σε τούτο το κονάκι
ματς μουτς μιτς φιλιά φιλιά μπάιιιιι!
Τα τιμημένα γηρατειά τ’ απόγιομα σωπαίνουν
μόνο σαν έρθει η νυχτιά οι βουρκολάκοι βγαίνουν.
Χαμένες στη μετάφραση ή στων πιτών τις ζύμες
κι εκείνες που φροντίζουνε τα νύχια τους με λίμες
( να πάνε στα σκυλάδικα και τα χαμαιτυπεία )
δεν μας πτοούν τους γέροντες . Μια άθλια σκευωρία
τοιμάζουνε οι τίγρισσες το δειλινό ετούτο :
να κλέψουνε του βάμπιρα το φλογερό φλαούτο.
Ντομάτα μου και φλογερή εσύ μου Μπερναρντίνα
που πρόσφερες ευγενικά το γαίμα σου στη πείνα
του μιαρού του βάμπιρα , θέλω να σας συστήσω
μια παλιά συγκάτοικο και να σας εξηγήσω
πως η (εδώ) «γιαγιάκα» μας πολέμησε στο Γράμμο
τις νάρκες ανακάλυπτε και ξέχωνε απ την άμμο
και το Δεκέμβρη έσφαζε στο πόδι της τους Γκούρκας
γι αυτό και την αγάπησε ο καπετάνιος Φούρκας
( θέλω να πω με όλα αυτά πως είμαι συγχλισμένος
αφού δεν το περίμενα εις τα στερνά ο καημένος
να ξαναζήσω τις στιγμές να ξαναδώ περσόνες
που πριν δυό χρόνια πέταγαν ωσάν τις χελιδόνες )
Α-τειχία
———
(αφιερωμενο στο Νοσφερατο)
-Ηρθε η ωρα να σου πω
πως επαψα να σ’αγαπω
αυτό συμβαινει μαλλον
αφου το μονο που ποθω είναι να παω μ’αλλον
Η αληθεια ηχησε σκληρη
οπως στο αμονι το σφυρι
ηχάει καθως χτυπαει
κι η αγαπη ετρομαξε πολυ, και χαθηκε, και παει!
-Πλην όμως αν πας μ’αλλονε
-της ειπε και τη μαλωνε-
θαρω πως δεν θ’αντεξω
που ανεπαισθητως μ’εκλεισες απο τα τειχη εξω.
Αποκλεισμενος των τειχών
και βλασφημωντας των τυχών
σε εκεινη τοτε εστραφη:
-Αρατε, ειπε, των πυλων είναι στ’αληθεια τραγικο να παει η αγαπη στραφι.
*
Αφησε πια τα δακρυά
λαβε μια σκαλα μακρυά
σκαρφαλωσε στα τειχη
τολμη -η αγαπη- κι αρετη της πρεπει, όχι τυχη!
Ειναι απο τον κυκλο ποιηματων «Γαμω την ατειχια μου»
Παπούλη, τη γιαγιάκα μας, σεβάσμια πρεσβυτέρα
(καλά, ας μην το χέζουμε, μην πάρει και αέρα,
γιατί απ’ ότι διάβασα σε εκδοροσφαγέας
μου φέρνει περισσότερο και λιμανίσιας λέρας
μα τέλος πάντων, είθισται σέβη να υποβάλλει
ο νέος στον πρεσβύτερο δίχως να αναβάλλει)
χαίρομαι που τη βρίσκω εδώ, χαίρομαι και γουστάρω
μα για την ώρα αποχωρώ, κοντεύω να κλατάρω.
Και θα τα πούμε αύριο, φρέσκιοι και ορεξάτοι
να έρθουν και οι λέφτηδες μα και οι Νοσφεράτοι
και όλοι οι άλλοι εκλεκτοί μπλογκίσιοι ποιητάδες
να γράψουμε ποιήματα, limericks και καντάδες.
Mουτς και καληνυχτούδια
–Ο ήλιος εβασίλεψε
και το φεγγάρι εκρύφτη.
Λέφτηδες ήρθ’ η ώρα μας!
Προτάξετε τα στήθη!
Ώρα να τους την πέσουμε,
τώρα που ροχαλίζουν.
Τα σκάλπια να τους πάρουμε,
φράγκο κι ας μην αξίζουν!
Γερόντια είναι μαθές,
τι μπράβο να μας πούνε;
Παράσημο δεν παίρνουμε,
τον κώλο να μπιστούμε!
Μα γλώσσα πολύ εβγάλανε,
τον Κάρολο προσβάλλαν!
Λέφτηδες τέτοια πράγματα,
δεν κάνουνε γαργάραν!
–Αυτά τα λές στρατιωτικέ,
γιατί ’ναι η δουλειά σου,
μα ’γω που ’μαι επίτροπος,
σου λέω: για στοχάσου!
Σε ποιους θα τήνε πέσουμε;
Σ’ οχτρούς ή για σε φίλους;
Μου φαίνεται το δεύτερο.
Τι κι αν φοράνε πίλους!
Τι κι αν κοιμούντ’ απ’ τις εννιά
και πίνουν χαμομήλι;
Συντρόφοι είναι μας μαθές,
δεν είναι δα και σκύλοι.
Κι αν λίγο παρεκκλίνουνε,
δε χάλασε ο κόσμος.
Κι ούτε στη Ρώμη πάει πια,
μονάχα ένας δρόμος!
Έτσι οι δυο μιλήσανε.
Και για ν’ αποφασίσουν
τα χέρια εσηκώσανε
ευθύς για να ψηφίσουν.
Τρεις με τον επίτροπο
και δυό με τον καπτάνιο.
Tα πίσω μπρος γυρίσανε
και πόλεμο δεν κάναν!
Καινούργιες μπύρες φέρανε,
αμέσως τις ανοίξαν,
κι ύστερα ετσουγκρίσανε,
και στην Υγειά τους ήπιαν!
καρδολες μου, γιαγιουλες μου και των Νιπτήρων Δυτες
και Μπερναντινα εμμορφη και νεραιδοσαίτες
και Δημητρουλα, Προγιαγια , Γεροντια Προπαπουδες,
και Λεφτηδες που κανου φτου, κι ολες οι σουρλουλουδες
που μαζευτηκατε εδώ στο στεκι του Παπουλη
-σαν συναξη των ξωτικών,αυτή η παρεα ούλη,
σαν μαγεμένα πνευματα σε στεκια Βρυκολακων
αναστημένα ασώματα εν μεσω αδειων λάκων
στριγγλιζοντας αλλοκοτα – και τα πισια στεναζουν
και σταλαγμιτες της σπηλιας το στεναγμό σταλάζουν
και συσσωρευεται ζεστό το αυλο σας αιμα
– ποιος διακρινει αραγε αλήθεια απο ψεμα –
ομολογώ καρδουλες μου ειμαι συγκινημένος
μου λειψαν τα ποιηματα και ημου σαν χαμένος
και επαιζα αδακρυτος το Φλογερον Φλαούτο
Και να ! που βλεπω εκθαμβος ξανά το θαυμα τουτο…
Από της γης τα έγκατα , τα σκοτεινά τα βάθη
κραυγές , λυγμοί ακούγωνται των Βουρκολάκων πάθη
όταν τους δέρνει ο Διάβολος με το τριπλό το κνούτο
μόν’ ένας αντιστέκεται και παίζει το φλαούτο :
είναι ο μαύρος βάμπιρας , ο μέγας Νοσφεράτος
που έχει ρίμα δυνατή κι ο στίχος του αφράτος
τον λάβωσε ο έρωτας , τον πήρε η νοσταλγία
στη καρακάξα πορπατεί και ψάχνει νάβρει Θεία
Βλέπω -σα νάγινε φετίχ ετούτο το φλαούτο
στης καρακάξας το τσαρδί το χιλιοπαινεμένο
ωσάν φλογέρα φλογερά, διώχνοντας το σκορβούτο
από το πλοίο του παππού, μακριά ταξιδεμένο.
To φλογερόν φλαούτο μας Ω ! δυτα των Νιπτηρων
ειχε χαθει απο καιρό εν μέσω Ολετήρων
σαν Αγιο Δισκοπότηρο σαν του Γκραάλ Ποτηρι
και οι Δαιμόνοι γελαγαν κανοντας μπανιστηρι
στα πιο μεγαλα μεγαλα μυχια των Βουρκολακων πάθη
-κι οι Νοσφερατοι φορεσαν στεφάνι απο αγκάθι..
περπατησαν σε καρβουνα και περασαν τη Λίμνη
κι ακουγονταν υποκωφα θανατεροι οι Υμνοι…
Μα να που ξαναβρεθηκε τον Φλογερόν Φλαούτο
Που ολοι αποραγανε και λεγαν : »τι ναι Τούτο;’
H Μούσα και η Ποίηση για λίγο ξαποσταίνουν
Και ύστερα ξανατραβούν και στα ψηλά ανεβαίνουν.
Για σένα Νοσφεράτε μου το λέω. Μην πτοείσαι,
αν κάποτε η έμπνευση σού ‘πε «ρε δε γαμείσαι
που κάθομαι η ηλίθια μ΄εσένα κι ασχολιέμαι
που ζέχνεις ξένα αίματα και σκάω και χαλιέμαι;»
Γι’ αυτό σου λέω, χέστηνε τη σαχλοσνομπαρία.
Βλέπεις που μόλις έστρεψες την πλάτη στην κιουρία
αμέσως ξαναγύρισε γιατί η μαύρη ζήλια
την έπιασε και τ’ άντερα τής γίνανε φυτίλια
μόλις μαζί μας άρχισες ωραία κουβεντούλα
με λέφτηδες, προπάπηδες, δύτες και Δημητρούλες;
(Μα στόμα που το έχει πια και θέλει να νομίζουν
πως είν’ κιουρία, να σέβονται και να τη λιβανίζουν!)
Χα!
Τώρα να δεις πως θα λαλεί το φλογερό φλαούτο
(αλήθεια, μωρέ τ’ είν’ αυτό; Υβρίδιο; Λαούτο
με φλάουτο γαμήθηκε και βγήκε τ’ οργανάκι
που γλυκοπαίζεις μόνος σου να φεύγει το μεράκι;)
Γιαννάκια Λεφτουδάκια μου, (από το «λεφτ», βεβαίως)
πολύ με συγκινήσαν
τα όμορφα λογάκια σας
γιατί σας ετιμήσαν
που έχετε επίγνωση
και σέβας μα και θάρρος
και τη σωστή απόφαση
πήρατε. Κι έχει βάρος
μια τέτοια διακήρυξη.
Λοιπόν, συγχαρητήρια
και θα χουμε να γράφουμε
εδώ τα νικητήρια
ποιήματα της evil witch
στιχάκια, μαντινάδες,
ιαμβικά, εξάμετρα
μα και γλυκές καντάδες!
αχά! εξεπροβάλλαμαν
πάλι σαν σαλιγκάρια
που άρχισαν το σούρσιμο
εις τα ψηλα χορτάρια.
κι εδώ είναι το περίεργον
αυτός ο νοσφεράτος
πρώτος τον μάτην ήνοιξε
και ήρθεν ορεξάτος
άλλα μας μάθαιναν εμάς
συμβαίνουν στις κολάσεις
αλλά κατά πως φαίνεται
γίνονται απελάσεις.
κατοπιν ο παπούλης μας
αγουροξυπνημένος
και ο δύτης εμφανίστηκε
ως γουλιέλμος -τέλος.
οι λέφτηδες μόνο αργούν
ψάχνουν την καπαρτίνα
και το γιαλί της καγκεπέ
που έχουν γιά κουρτίνα
το είδες μπερναρντίνα μου
τι λένε τα πουλάκια;
σαν πιάνουν το κελάδημα
και τρώνε τα φρουτάκια;
πόσο αγαπησάρικα
το πιάνουν το μαρκούτσι
κι από το φρούτο φτύνουνε
αυτό που λεν κουκούτσι;
και από το φτύσιμο μακράν
αυτού του κουκουτσίου
εφύτρωσεν αγραπηδιά
πλησίον Μαρουσίου.
παρότι όλα τέλεια
και τριανταφυλλένια
εγώ υφίσταμαι σαφώς
πάλι την ίδια έννοια
αύτό το τέρας του βυθού
αυτό το λυσσαζμένο
Έστι μεν ούν βρυκόλακας
ή κλάψας τις και κόλακας;
και ετούτο το φλαούτο του
γιά ποια χρήση το κάνει;
το έχει διά παίγνιον;
συν γυναιξί κι οργάνει;
ή είναι όργανον μακρόν
αισχρόν τε μα και πονηρόν
που απειλεί διά σκοπόν
όλας τα κορασίδας
εις όρη και νησίδας;
δ
Ταβάρισσα Μπερνάντινα
τα λόγια σου ένα χάδι
παρηγοριά στο μελαγχολικό,
πικρό Κυριακοβράδυ…
Να ‘σαι καλά ταβάρισσα
κι όλο χαρές να έχεις
κι εμείς θε να αντέχουμε
όσο εσύ αντέχεις!
Ο Δαίμων μάς την έκανε
την κασκαρίκα πάλι!
Σα θα ‘ρθουμε στα πράγματα,
θα χάσει το κεφάλι!
Έτσι θε να δικαιωθεί
κι αυτός που είναι 2
και λέει πως στους Λέφτηδες
πρέπει στρατοδικείο!
Τι κάνει το αντμινιστρασιόν;
Μπας κι είναι μεθυσμένο;
Πάει και σβήνει το καλό
κι αφήνει το βλαμένο!
Εψές δεν είχε κίνηση μέσα στη καρακάξ ( ι ) α
οι τσούπρες έφυγαν νωρίς , των πάππων δε η φράξια
αντί να γράφει ποιήματα το είχε ρίξει έξω
( το βίο μου τον άστατο δεν ημπορώ ν’ αντέξω )
Αν εξαιρέσω λέφτηδες , νόσφυ και το «πατέρα»
όπου κρατάει τη ποίηση στη στιβαρή του χέρα
ενώ ο Νόσφης με σαφή σημάδια από το κνούτο
άρχισε πάλι να λαλεί το φλογερό φαλούτο
κανένας άλλος μουστερής δεν ήρθε χθες το βράδυ
και εγώ ο ίδιος έλειψα , μ’ έφαγε το σκοτάδι.
Ποιός θα μπορέσει , πέστε μου , από τους προγερόντους
στις τσούπρες κόντρα να σταθεί , μας βάλαν δέκα πόντους 🙂
Και σαν να μην μας έφτανε των σερνικών ( λέμε τώρα ) η νίλα
μας βάλαν και δύο τρίποντα σήμερα , τι ξεφτίλα
που θέλαμε , τρομάρα μας να πάμε και στις Κάννες
γερόντοι καταντήσαμε να μας αλλάζουν πάνες
Διπλό το είδα Λέφτηδες το ανωτέρω σχόλιο
δεν το λυπάστε το παπού που μέθυσε , το δόλιο
αλλά αν σεις το θέλετε ευθύς να διορθώσω
να βάλω πάλι το καλό , τ’ άλλο να παραχώσω
Ταβάρις τ’ είναι αυτά που λές;
Για όνομα του Λένη!
Η Μπεναρντίνα ‘ναι έξυπνη,
ΘΕ να καταλαβαίνει!
«οι λέφτηδες μόνο αργούν
ψάχνουν την καπαρτίνα
και το γιαλί της καγκεπέ
που έχουν γιά κουρτίνα»
Αν ειν’ αστείο, ειν’ καλό
και με το παραπάνω.
Κι αν πάλι είναι σοβαρό,
καλώστονα τον Πάνο!
Λέφτηδες δε χρειάζεται συνέχεια να τσιμπάτε
και όταν σας πειράζουνε εσείς να απαντάτε
ο Κάρολος εδίδαξε διαλεκτική και πρέπει
ευέλικτα να γράφετε τα εδικά σας έπη
όσο για αυτόν που φέρνετε σε τούτο το τσαντήρι
το έχω πεί από καιρό : δε κάνω το χατήρι
ούτε σε σας τους Λέφτηδες , ούτε και σε κανένα
να πεί γι αυτόν λόγο κακό εδώ έστω και ένα… 😉
Μπρρρρρ φτου γκάρληκς!
Ωρε! Δεν είν’ αστεία αυτά
σύγκρυο μ’ έχει πιάσει!
Λέφτηδες, θα τ’ ακούσετε
έχω ανατριχιάσει!
Μα σκόρδα δεν κρεμάσαμε
ούτε για τον βαμπίρη.
Τώρα μας αναγκάζετε
να πιάσουμ’ αγιαστήρι;
Για φτύστε ρε στον κόρφο σας,
μην κακομελετάτε
και κόψτε πια τις γρουσουζιές
άκλαφτη θα με πάτε! (κακοχρονοναμηνέχετεφαρμακομύτηδεςφτου!)
Καλώςτηνε τη πέρδικα τη μοσχαναθρεμμένη
στους στίχους είν’ ευφάνταστη και κοσμοπαινεμένη
όμως εις την ανάγνωση δεν δείχνει να προσέχει
το τελευταίο στίχο μου , το νόημα που έχει.
Ας είναι , δε βαρυγκομώ , αλλά να το σκεφτείτε
θα πάθω κάνα έμφραγμα και μη με λοιδορείτε
αν τούτη η συζήτηση εδώ θα συνεχίσει
αυτήνε που οι Λέφτηδες την έχουνε αρχίσει
κεί που τα τεκταινόμενα όλα πηγαίναν πρύμα
πάλι φωτιές μ’ ανάψατε και είναι τόσο κρίμα…. 😉
Ταβάρις να μας συμπαθάς
κι ό,τι ‘πες, κειό θα γίνει!
Μα λόγο κακό δεν είπαμε
που νάπιουμε χλωρίνη!
Μια σπόντα τηνε ρίξαμε
(για ψέμματα δε λέμε).
Η ρίμα όμως το γύρευε
(τραβάτε μας κι ας κλαίμε!…)
Πάνος είσαι και φαίνεσαι
που δίχως χιούμορ ένα
πήρες το ξεσκονόπανο
και σκόνισες και μένα
μπα τι με βρήκε σήμερα
να πέσω εις δυσμένεια
του λέφτη όπού έχασε
και γέν-ι-α, και χτένια.
να σε χαρώ λεβέντη μου
το λόγο πάρε πίσω
διότι εκ καταγωγής
θα σε μονομαχήσω.
δ
εγώ το σταματώ εδω
αφού ούτε με νοιάζει
μόνο εσένα δεν μπορώ
κανείς να σε ταράζει
αλοίμονο, δεν θέλουμε
τέζα να σε ιδούμε
έλα, σταμάτα , ν’ απειλείς
τιποτα δεν θα πουμε.
αλλά να πεις και αυτουνων
του Καρλου και του Λένη
να μη μου ξαναστρίψουνε
δολίως την ωλένη.
δ
Παπούλη μου, συχώρα με,
δεν είχα δει το ποίμα!
Την ώρα που το έγραφες
συνέθετα τη ρίμα
τη ρίμα τη ρημάδικη
που φτου και ξαναφτού μου
αν σε κακοκαρδίσω εγώ
ξανά γλυκέ παπού μου!
Ήμαρτον, ήμαρτον, ήμαρτον, δεν το ξανακάνω καλέεεε!
παρεπιπτόντως λέφτη μου
(μ’ αφήνεις να σε λέω)
αυτό το πίνον χλώριον
ήτανε κορυφαίο.
δ
Δήμητρα μονομάχισσα,
βάλ’ το σπαθί στη θήκη.
Εμείς δεν ήρθαμε εδώ
για καπετανιλίκι!
Κι αν χιούμορ ‘μεις δεν έχουμε,
εσύ δεν έχεις μάτια!
Δυό ‘αν’ σου εκοτσάραμε!
Το δείχνουν τα κιτάπια!
λοιπόν ; τι λέγαμε παιδιά;
α ναι ! γιά το φλαούτο
αυτό του νοσφεράτιου
που ο γέρων λέει φαλούτο.
άρα κοντά επέσαμε
αγαπητέ παπούλη
αυτή η αναρώτησις
μόφαγε το μεδούλι
λίγο πριν έρθεις και φανείς
σήμερα στο λημέρι
αυτό αναρωτιόμουνα
κατά το μεσημέρι.
και όσο γιά τα τρίποντα..
σιγά μωρέ, δύο -τρία.
δέν έγινε και τίποτα
είχαμ ‘ εφημέρία.
δ
Βλέπω εδώ εκράζουνε οι καρακάξες όλες,
Ήχο γλυκό εβγάζουνε, σαν σταρ ανοιχτοκώλες
Τα τύμπανα πίσω χτυπούν, κρατάνε ρυθμό τούτο,
Ώστε να αναδεικνύουνε το φλογερό φλαούτο
Ενθουσιασμένη ομολογώ, παπούλη μου πως νιώθω,
Ετούτο το πουλερικό ευθύς μου φέρνει πόθο
Να γράψω ποιήματα πολλά, μαστόρικα, βαρβάτα
Και λίγο ψυχανώμαλα, όσο πατάει η γάτα
Έτσι αμέσως ξεκινώ, τώρα που βρήκα μέτρο,
Να κάνω ποίημα αψηλό, ωσάν το Μέγα Πέτρο
Που με καρφιά και κούτσουρα, καθώς και πλήθος σκλήθρες
Έβαλε την αρκούδα μας μέσα στις μπουρμπουλήθρες
σε τουτα εδώ τα χωματα ,σε τουτα τα λημέρια
μεσα στα ιστολογια ανάμεσα στ’ αστερια
στη κοχη του Αυγερινού,στης Πουλιας την Ουρίτσα
(φαινεται τρυπωσε εδώ και η μικρή Πιπίτσα
περασαν χρόνια βεβαια κι εγινε γηραλέα)
-κι ερχονται και οι Λεφτηδες τα Σεα και τα Μεα
τωρα ξαναθυθημήθηκα ως και τον Αρκουδεα-
και κατω η Ζωή γλιστρά σαν να φαγε Γλιστριδα
ξαφνου ξαναθυμηθηκα τον Φιλο Πελοπίδα
-θυμαστε που τον εχασα καπου στην Παραλία;
οταν κατηγοραγαμε κείνον τον Μητραλοια ;
(τον Μητσοτακή εννοώ που εφιλοχωρουσε
μέσ’ σε δικο μου Ονειρον και αερολογουσε; )
http://nosferatos.blogspot.com/2009/02/blog-post_6908.html
Απόψε αναγνώστες μου έχει μεγάλο γλέντι
που όλα τα κανάλια θα παίζουν το λεβέντη
το Γιώργη το καμάρι μας τον άξιο ποδηλάτη
το μόνο του σοσιαλισμού μεγάλο κωπηλάτη
δεν θάχει απόψε reality και το Νησί δεν παίζει
μα οι οθόνες της ΤιΒι θα στάζουν πετιμέζι
θα είναι ο Αιμίλιος , ο Σρώυτερ κι η Τρέμη
( μην είδε αυτή το DVD του πονηρού του Θέμη ; )
και όλα τα καλόπαιδα , οι έγκυρες οι πέννες
όπου για τη περίσταση φόρεσαν κράνη , χλαίνες
να κατεβούν στο πόλεμο και άφησαν τα λούσα
θάναι στη πρώτη τη γραμμή και η Χούκλη η θεούσα
και σκηνοθέτης άριστος , όλα τα πεταλώνει
ψύλλους , κουνούπια , μέλισσες , ξέρει το ματσακόνι
όλοι για να μας πείσουνε : πίσω χρεωκοπία
μόνο μπροστά με ΔΝΤ υπάρχει σωτηρία.
Γιατί μας λεν το δίλημμα είναι πολύ μεγάλο
θα κάνουν ερωτήματα στο green το παπαγάλο
χάζι πολύ θα κάνουμε ώσπου να πέσει η αυλαία
της έξοχης παράστασης , θάναι πολύ ορέα…
κάποιος θα πρέπει να του πει πως τα μικρά παιδάκια
δεν παίζουνε ξεβράκωτα απάνω στ αγγουράκια
και πως τα όπλα δεν βαστούν τάχα εις το τραπέζι
γιά να τρομάξει ο καθείς που θα τα περιπαίζει.
δεν είναι που του πήρανε το όπλο του μαλάκα
και τούπανε , αει από δω, τελείωσε η πλάκα.
είναι , που δεν το βάλανε ευθύς στον κρόταφό του
αλλά βαθειά στον κώλο μας αντι γιά τον δικό του.
είναι περπάτημα αυτό; γιά να μας βλέπουν όλοι
ποτέ να μη ξεχάσουμε που μπήκε το μπιστόλι.
δ
Μες στη μεσημεριανή ραστώνη, ήρθε και η…….Κατσαντώνη;
[Φιλιά μικρή…]
***
Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βρε θα βγείτε να θωρείτε;
Aυτό το βράδυ θα γλυτώσω από δουλειά (!!!)
κι εσείς για ΓΑΠη απ’ τα τώρα γρηγορείτε;;;
Ήμουν στρατιώτης, καπεταναίος στις λαϊκές
όλες τις μέρες (και τις νύχτες…) και ζητάω
πώς να ξεφύγω, να σωθώ απ’ εκλογές…
να πάω στους γέροντες, για να τα πιω -και ας μη φάω !!!
***
[Τρέχω ευθύς για τσίπουρα, με ή χωρίς πίτουρα… Μουτσσσσ!]
Τρεις τέχνες έχει ο Έλληνας: πρώτον να μετατρέπει
σε διπυρίτη θρεπτικό ό,τι απ’ τον πάτο δρέπει,
δύο, να κοκορεύεται για τα δικά του χάλια
και τρίτο, να σβερκώνεται κάτι σαλά παρτάλια
ξεχνώντας πριν από καιρό πώς τα ‘χανε σκατώσει
και τώρα του ζητούν ξανά μανά να τους δικαιώσει
με θράσος και απύθμενη αυθάδεια διακηρήσσουν
πως με τα λόγια τα παχιά το χρέος θα μηδενίσουν
μ’ άμπρα κατάμπρα και χοντρές βαρβάτες μαλακίες
(σαν κείνες που τους έκαναν κομμάτων ηγεσίες)
και κάτι εθνοσωτήριες παπάρες ξαναρχίζουν
τη μνήμη του χρυσόψαρου ευθύς να βαυκαλίζουν.
Και επειδή οι Έλληνες ζυγόν δεν υπομένουν,
κάτι όνους ξεσαμάρωτους ακούν και περιμένουν
λύσεις να τους προτείνουνε κι ευθύς χειροκροτάνε
το καθε πυροτέχνημα που βρίσκουν και πετάνε
Αλλά το τραγικότερο δεν είναι παρά τ’ ότι
άμα τολμήσεις να τα πεις σε λενε και προδότη
ή πουλημένο, ή τρελό, ή πως αλιθωρίζεις
αν δυο γαϊδάρων άχυρα ξέρεις να ξεχωρίζεις…
Προς ανάταξιν Νοσφεράτου:
-Που ήσουν πουλάκι μου που έτρεχες πάλι
Κι είν’ οι φτερούγες σου σε μαύρο χάλι;
Τι ήχοι μυστήριοι απ το ράμφος σου βγαίνουν
Και τ’ άλλα πουλιά βιαστικά ξεμακραίνουν;
-Μανούλα μού λένε τα άλλα πουλάκια
Πως δεν έχω ράμφος μα έχω δοντάκια.
-Τι λες πουλάκι μου, πώς έγινε τούτο
Μήπως σού έπαιξε κανένας φλαούτο;
-Αχ ναι μανούλα μου, εχθές στην τσουλήθρα
Ξεχάστηκα παίζοντας και μ΄ έπιασε η νύχτα.
Να φύγω, πέταξα, με μια λουπίνα
Μα στάθηκε μπρος μου μια καμπαρντίνα.
Τεράστια ήταν και αιωριζόταν
Να τη φοράει κανείς δεν φαινόταν.
`Ένιωσα φόβο, τρόμο και φρίκη
Καθώς με ρούφηξε με το μανίκι.
Έσκασα κάτω σαν το καρπούζι
Πονάν τα φτεράκια μου κι ο κώλος μου τσούζει.
Μέσα σε μαύρη ήμουν σπηλιά
Δεν είχε φως, δεν άκουα λαλιά.
Μα έξαφνα μέσα στο έρεβος τούτο
Λυπημένο ήχησε ένα φλαούτο.
Όταν το άκουσα ένιωσα θλίψη
Και την κάθε χαρά την θυμόμουν με τύψη.
Αποκοιμήθηκα μέσα στο κλάμα
Πως γύρισα σπίτι είναι ένα θάμα.
Μα από τότε τσίου δεν κάνω
Μονάχα στριγκλιές απ΄ το στόμα μου βγάνω.
-Αλί πουλάκι μου μας βρήκε κακό
Μα μη φοβάσαι θα σωθούμε απ’ αυτό.
Για πιάσε μου την κατσαρόλα κείνη
Ριξ’ της λαδάκι και λίγη φυτίνη
Φέρε το λάχανο και τους κιμάδες
Ήρθε η ώρα να φτιάξω ντολμάδες.
Επιμύθιον: Νόσφυ μου σύνελθε μη σε κάνω αβγολέμονο.
Νοσφυ βλεπω η Προγιαγια για μαστερ σεφ σε πραει
και τους ντολμαδες μολις φας θα γινεις πολυ χάι
μα του Προπαπου οταν φας τα γαργαρα βρυσιδια
στα συνεφα θα ανεβεις, θ’αφησεις τα γρασιδια.
*
Καλωστηνε την Προγιαγια που τα φροντιζει ολα
κι επροβαλε στην γειτονια κρατωντας κατσαρολα
αμα δεν τρωει ο ποιητης και εχει ανορεξια
ανηκει στων καψουρηδων τη συνομοταξια
και οσο και να τον κυνηγας στο δρομο με το πιατο
θα σου ανεβαινει στις σκεπες σαν τον καψουρη γατο
Τα λογια σου ειναι βαλσαμο στα ελκη του επανω
σα νατανε θεοκουφος και να του παιζεις πιανο
και οι στιχοι σου υψηπετεις σαν καρακάξων σμηνη
μα αυτος ψηλα ζαλιζεται και θελει ντραμαμινη
…’Φτυχώς! Φτάσαν οι πρόγονοι και τα ‘πανε του Νόσφυ
– γιατί οι ευχές μίας γιαγιάς δεν έχουν ….αυγοκόψη* !!!….
* ( χωρίς το «την» -ωσάν το φλαούτο! )
***
[Λοιπόν] Μπήκα στην «επιμήκυνση» στο λόγο του ΓΑΠίδη
και τρέχοντας στο γέρο μου, του είπα : «Βρε αρχίδη…
Αυτοί θα τον μακρύνουνε -ρε άχρηστε! ρε Λέφτη !!!
κι εμένα μου ‘βαλες νωρίς στον κώλο μου το νέφτι;;;
Να τρέχω για τις άλληνε με έχεις όλη μέρα
για τη δικιά μας αλλαγή «φυσάει αγέρας πέρα…»
Μήτε σε κατασκευαστικές εσύ δεν είχες έξη >>> [η έξις/η, της έξης….πώς γράφεται αυτό ρε Σαραντάκο;]
Κι άσε τις διαφάνειες….. Ο κώλος σου θα φέξει!
Συνέχεια μου τσαμπουνάς για τη χρεοκοπία
[Μόνο η ζωή είν’ συνέπεια -αυτά δεν είν’ αστεία…]
Όσο πιο γλήγορα μπορείς -και πριν το δεκατρία
γιατί όλοι θα φωνάζουμε: -Φάτην κι ας είν’ και κρύα!
«Ξάπλωσε και το σύστημα» (και πού θα βρω κουβέρτα)
τι είν’ αυτό το «όπεν-γκόβ»; (…τα ‘πιαμε πάλι…αβέρτα…)
Στην αξιοπιστία σου, δίπλα δεν είχες ένα
και απ’ τη βαθειά διαφθορά σπάσανε και τα φρένα…
Είσαι ευθύς, είσαι ταχύς -ωσάν τον Κοκοράκι (ς)
μα δεν αρκεί στο δρόμο μας μόν’ ένας Καλλικράτης…
Νάμαι σε επιτήρηση; Εεεε, πια ! ( Δεν το αντέχω !!! )
Σε Μπάτμαν και σε Ψαριανό θα στρίψω (που το «έχω»…)
***
[Αντί να λιώνω στα κρασά, άκουγα (και) Γιωργάκη
-μήπως στην Καρακάξα μας σταυρώσω ένα στιχάκι-
Με βλέπαν οι γερόντοι μου και λέγαν: Θα συνθέσω,
τα βάσανα του τόπου μας πως θα δημοσιεύσω…
Σκιάζομαι τώρα μοναχή (για’ ο Καταώ* μουγκρίζει)
σε πουπουλένιο πάπλωμα, τρέχω (και η κλωστή γυρίζει…)]
_______
[*Καταώ = Κατά εδώ >>> Ο βορειοδυτικός άνεμος από τη Ζάβιτσα… για να μαθαίνετε!]
8)
Στο ύπνο μ’ ξεσηκώθηκα
γιατί είδα στ’ όνειρό μου(t)
ότι δεν έδωκα ευχές
στην κυρα-Δημητρώ μ’ (t)
Σήμερις είν΄του Άη Μητσιού
-γιορτάζουν ούλοι οι Μήτσοι-
Κι όποιος τους έχει αποκοντίς
έχειν όλη την κτήση !!!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ [;;;;]
&
ΣΤΗΝ ΚΑΡΑΚΑΞΑ ΔΩΣΤΑ ΟΥΛΑ !!!
Σαν άνοιξα το μάτι μου
η πρώτη πρώτη έγνοια
είν’ να ευχηθώ στη φίλη μου
τη χρυσοσεντεφένια
Χρόνια πολλά σου Δημητρώ
καλά κι ευτυχισμένα
με τους αγαπημένους σου
κι εμάς τα… σαλεμένα! 😛
Χρόνια πολλά στους Μήτσηδες
κι όλες τις Δημητρούλες
εδώ και σ’ όλο το ντουνιά
τους στέλνουμε ευχούλες
πόση χαρά αισθάνθηκα
όταν με τον καφέως
είδα τους φιλους μου εδω΄
να στέλλνουνε ευθέως
ευχάς και υγειαίνετε
άπ την καρδιά τους μέσα
χωρίς τις κόνξες τις πολλές
και άλλα νιτερέσα.
νάστε καλά ρε λεβεντιές
που μέσα εις την μνήμη
απόμεινε λίγο κενό
γιά μένα το ψοφίμι.
πολύ με συγκινήσατε
οι γέροι και οι νέες
και γω επιφυλάσσομαι
γιά ρίμες και ιδέες.
γιαγιάκα μου τόν ύπνο σου
σαν έβρεις ,κάνε φίνις.
μόνο διά κατούρημα
το στρώμα σου ν’ αφήνεις
και εις εσένα Μπέρνυ μου
του καλυτεροτέρου
σου εύχομαι συνύπαρξιν
μετά του άλλου ταίρου.
παπούλη μου γλυκύτατε
κύρη της καρακάξας
ασμένως όλοι φτάνουμε
με βόδια και αμάξας
νάστε καλά κι ανθεχτικοί
διότι βλέπω ουδόλως
πως θα τη βγάλει καθαρή
ο δόλιος μας ο κώλος.
δ
χρονια πολλά στη Δημητρα και καθως και καθε Μήτρο
σας ευχομαι να εχετε χαρουλες με το Λίτρο..
αισθανομαι παραξενα σ’αυτές τις αναρτησεις
σαν τ’αλμπατρος που σκουντουφλαν σε υπερποντιες πτησεις
σαν καποτες πουχα( παλια) τις συνεχειςμου στύσεις
σαν εξετασεις πουβρισκα απ ‘το λυσαρι λύσεις
αισθανομαι παραξενα στο στεκι του παπουλη
που ξαφνου ξαναβρεθηκε παλιο παρεα Ούλη
που ξαναβρισκω τρεμοντας περσονες πουχα χασει
που στριμωχτηκανε εδώ των ποιηματων οι Ασοι..
α;ισθανομαι παραξενα σαν να γλιστω σε πάγο
σαν να ανατικρισα ξανά τον Μερλιν μου τον Μαγο
σαν τον Ιππποτη που θωρει τον βασιλια Αρθρουρο
σαν πεινασμένος που τρυγά στο δασος ενα μουρο ..
τι θα απογινω αραγες στο στεκι των Γερόντων ;
σ’ αυτό το ολοσκοτεινο δασος των Μπλογκο οντων;
Νόσφι, μην αντιστέκεσαι, ‘τι μάταιο το βρίσκω.
Κάθε τέτοια απόπειρα θα κρύβει μέγα ρίσκο.
Γι’ αυτό λοιπόν, όπως σοφοί πλήθος σε συμβουλεύουν
-αν και συνήθως είν’ αυτοί που πλάγια την πουλεύουν- (αλλά τέλος πάντων 😉 )
να τ’ αποφύγεις δεν μπορείς -άρα αποφάσισέ το
χαλάρωσε, μη σφίγγεσαι, κάτσε κι απόλαυσέ το!
μη μου τους κυκλους ταραττε ωραια Μπερναντινα
μη μου αναβεις τα πισια :εχω μεγαλη πεινα
και αμα βλέπω ναρχεσαι να λές:απολαυσε το
θα μου ξυπνησεις τ’αιματα και θα 🙂 😉 😉 😉 😉 🙂 το ….
Τι έγινε και χάθηκαν,
πού πήγαν οι ποέτες;
Εστέρεψε η έμπνευση,
για γέμισαν οι τσέπες;
δεν φτανει ο Μαυρος πόνος μας δεν φτανει η μαυρη φτωχεια
δεν φτανουν οι πλημμυρες μας απο τα Πρωτοβροχια ..
δεν φτανει ουτε ο Σαμαράς κι ο πονηρος Γκιουλέκας
Δεν φτανει ο Ψωμιαδαρος δεν φτανει ο Κατω Βλέπας
εχουμε και τους Λεφτηδες να φτιαχνουν δηθεν Στιχους
αιντε απο κει ρε Λεφτηδες ..αφηστε μας Ησύχους
Τι λες μωρ’ Λέφτη σήμερις; Τι σ’ έπιασε ‘σα τώρα;
Όλοι μαζί προσμένουμε της αλλαγής την ώρα
(κυριολεκτικώς…)
Περιμένω να κερδίσουμε τη μία την ωρίτσα,
-το κουρασμένο μου κορμί να κάτσει λίγο ίσια…
Κι αν θα μου πεις: Γιαγιάκα μου, τι θες εσύ στο στρώμα;!
Με παρρησία θα σου πω : …..Να συνηθιώ το χώμα !!!
😀 8)
ΣΤη Γιαγιακα
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_7956.html
Βουρκόλακα, σ’ ευχαριστώ για τον απάνω linkο
[αφού ήτανε προσωπική αφγιέρωση -ωρέ gringo…]
Αλλά, καλέ μου Βάμπιρα… Πού να πρωτοκοιτάξω,
σε διάβασμα… Τα του έρωτα; Ή τ’ αχαμνά (του μέρμηγκα) να πιάσω;
Βρυκόλακα οι λέφτηδες είναι παιδιά τζιμάνια
ανήκουν στην αριστερά μα είναι και αλάνια
μη τους προγκάς βρε νόσφη μου εδώ στη καρακάξια
γιατί έχουνε δικαίωμα με τη δική τους φράξια
στίχους εδώ να γράφουνε και να συνομιλούνε
αφού το μπλόγκ που έστησα έγινε για να μπούνε
μουτσούνες σαν ελόγου σου και άλλοι πολλοί αντάμα
μη μου χαλάς τη φτιάξη μου , πρέπει να κάνω τάμα ;;;
παπουλη μου τους ΓνωΡισα τους Λεφτ τους εφτακοσια
που σμιγουνεσα μια γροθιά και ταχουν τετρακοσια
και μες τα Μπλογκια μπαινουνε και κανουν αγκιτατσια
– αχ ! που σαι Θειέ που εφυγές και χωθηκες την Ντατσια
– τους γνωρισα Παπου τους Λέφτ και που και που… τα λέμε
και καπου καπου και μαζί τον Πόνο μας τον κλαιμε
μα ειναι ωρες που οι Λέφτ λένε και λαμακίες
και στο Γινατι χανονται και λένε και κακίες
Ασε παπουληη να χαρεις να κραξει η καρακάξα
Μη παρεμβαινεις και πολύ στου καθε Λέφτ την κλάψα
αφεσου εδώ ελευθερα κι ασε να βγουνε στιχοι
Γιατι ειναι πολύτιμοι της Καρακαξας οι ΗΧΟΙ …
Αν σού’ναι Νόσφ πολύτιμοι της καρακάξας στίχοι
τότε να χαίρεσαι διπλά που τόφερε η τύχη
λαβών των ομματιώνε μου να έρθω εδώ στη σκήτη
και να τη κάνω ποιητών απολωλότων σπίτι.
Νομίζω πως δε θάπρεπε να σας μαθαίνω τρόπους
αφού εμπειρία έχετε όλοι από ιστοτόπους
που κάποτες διαβήκατε μέσα στη μπλογκοσφαίρα
και έχετε πάρει του ιντερνέτ το στύλ και τον αέρα
κι αν μιλάμε για κλωτσιές , σπρωξίματα , διαμάχες
είστε όλοι έμπειροι εδώ από του νετ τις μάχες
και έχει φάει η μούρη σας λάσπη πολλή και χώμα
όλοι θαρρώ μπλεχτήκαμε στη μπίχλα και τη βρώμα
Σκέψου το Νόσφυ κι όλοι εσείς πούχετε το ζωνάρι
αμολυτό να σέρνεται , κι έχετε στο θηκάρι
από τα προηγούμενα παλιά «ημαρτημένα»
δικά σας και των άλλωνε , νοιώθετ’ αδικημένα
ουδείς εδώ ανύποπτος μπαίνει και σχολιάζει
τα ποιήματα του άνετα δω μέσα ανεβάζει
κι αν το πουλάκι τούτο εδώ πετάξει κάποια μέρα
αφήνωντας ξοπίσω του μια πορδή αέρα
γνωρίζω και γνωρίζετε , τουλάχιστον οι πλείστοι
απ’ όσους μπήκανε εδώ με κέφι και με πίστη
πως κάποιοι θε να χαίρονται και να πανηγυρίζουν
«τα χελιδόνια φεύγουνε και πίσω δε γυρίζουν»
τούτο το μπλόγκ δε γύρεψε στατιστικές και φήμη
εβγήκε στο διαδίκτυο , στου ιντερνέτ τη ρύμη
για να βρεθεί , όπως παληά , μια όμορφη παρέα
που άλλο δεν εζήλεψε , μα να περνάει ορέα
όποιος γουστάρει να σκιστεί , υπάρχουν μπλόγκια άλλα
πολλά για τις διαμάχες σας , όπου συχνά η μπάλα
είναι μια νάρκη βρωμερή φτιαγμένη για να σκάσει
και ό,τι ορέο με σκατά ευθύς να το σκεπάσει
Γι αυτό το λέω μια φορά κι ας είν’ η τελευταία
αν θέλετε η Καρακάξ να αποθάνει νέα
είναι σαφώς στο χέρι σας , για όλα έχω λύση
( πριν να το καταλάβετε τα σχόλια θάχουν κλείσει ) .
Κι όσοι ακόμα θεωρούν πως μπήκαν σε τσατρούμι
να τρώγονται σαν τα σκυλιά , φάπα με το τουλούμι
να σας το πω ξεκάθαρα εδώ δεν είν’ το Σούλι
είναι το μπλόγκ του φουκαρά . του δόλιου του παπούλη
όπου μαζεύτηκαν ξανά πεντέξη νοματαίοι
γριές αλλά και γέροντες , όμως για πάντα ορέοι
και αν αυτό στη σκήτη μου δεν ημπορεί να γίνει
θε να τα πάρει ο διάολος όλα μέσα στη δίνη…. 😉 🙂 🙂
Κακία ‘μεις δεν έχουμε
μέσα εις την ψυχή μας·
ειν’ η καρδιά μας καθαρή,
μον’ μαύρο το ψωμί μας.
Κι αν όλοι μάς προγκήξουνε,
κουδούνια μας κρεμάσουν,
κι αν τις βρισιές αρχίσουνε
και μας καταγελάσουν,
εμάς μας φτάνουν μοναχά
του τάβαρις τα λόγια·
αυτά είναι η σκέπη μας
σα βγαίνουμε στ’ ανώγια!
Σα θέλει αυτός θα ‘ρχόμαστε
και ποίματα θα λέμε,
για το μακρύ και το κοντό·
και κάποτε θα κλαίμε…
Νόσφυ βλέπω θειολογείς και πάλι επί ματαίω
Να σε συλλάβω μού ‘ρχεται να σε περάσω ΚΤΕΟ.
Νοσφυ μου θέλω να σου ειπώ, θέλω να σου γνωρίσω
Καινούριο αυτοκίνητο θα πάω να ψωνίσω.
Και δεν το κάνω επίτηδες, δεν είναι προβοκάτσια
Μα έβαλα στο μάτι μου ένα μεγάλο Ντάτσια.
Στις τρεις σειρές καθίσματα θα βάλω τις Σερβίδες
Και στο τεράστιο πορτ μπαγκάζ πολλές χειροβομβίδες.
Σκοπός μας να εξορμήσουμε σε όλα τα ΚΑΠΗ
Τους γέρους να οργανώσουμε σ’ αντίσταση γερή.
Μαζί μας θα σε πάρουμε, όχι δεν θα δεχθούμε.
Και είτε θα νικήσουμε ή θα ανατιναχθούμε.
ακου παπούλη να σου πώ και γω μια ιστορία
απο τα χρονια τα παλια εχω μιαν απορια
και πορευομουν απορος και πορευομουν μόνος
– και μοναχή παρεα μου ητανε ενας όνος
αυτός ο όνος ο ανοος παπουλη ,μου μιλουσε
και καθε τοσο ανοητα ,περιαυτολογουσε
και μουλεγε γαιδουρινά πως ειναι πεισματάρης
και ειναι και αριστερός και ειναι κι αλανιαρης
ποτες μου δεν διεκοπτα το Γκαρισμα του Ονου
ημουν υπομονετικος : ετσι κιαλλιως του Μόνου
που τουλαχε ενας γαιδαρος δεν εχει επιλογή
Ο Μόνος και τον Γαιδαρο οφειλει να λουστεί …
———————————————-
τον προσεχα λοιπόν πολύ τον αλανιαρη Ονο
μα καπου καπου ενιωθα στο στηθος εναν Πόνο…..
με πληγωνε καταστηθα η τοση του Βλακεια
-που τα γαιδουρια εχουνε ροπή προς μα…κία..
και καπου καπου ενδομυχα ελεγα »δεν αντεχω
τον αλανιαρη Γαιδαρο πλεον να τον προσεχω »
και οταν μου αμολαγε γαιδουρινή κοτσανα
Μουρχοταν ενα ουρλιαχτο : Να ουρλιαξω ενα :ΜΑΝΑ
γιατι με γεννησες να μπλεκω με Γαιδουρια
και ωρες ωρες μουρχεται να κανω ενα Γιουργια
να επιχειρησω εξοδο οπως στο Μεσολογγι
με τυραννουν αφανταστα οι Γαιδουρένιοι Ογκοι ..
Μα συνερχομουν γρηγορα διοτι ημουν Μόνος
και οσο κιαν με επιανε ο Γνωριμος μου Πόνος
ηξερα πως την μοναξια την συντροφευει Ονος
– ετσι λοιπόν παπουλη μου και πάλι θα τ’αντεξω
το μαλωμα σου το σκληρό και αδικο συνάμα
αφου η μοιρα τοφερε να μαστε παλι αντάμα
δεν εχω πιά επιλογή ..δεν εχω να διαλέξω
– και με τους ονους προθυμα και παλι θα( τα) παιξω
–
Γιαγιάκα να μας συμπαθάς
που late απαντάμε
και αγενείς φανήκαμε
χωρίς ν’το πεθυμάμε.
Μα τέτοια λόγια μη τα λες
και μη κακομελέτεις
ότι ο καιρός είναι κακός
μαθές και τζαναμπέτης.
Χατίρι στο ζητάμ’ εμείς
οι Λέφτηδες οι πέντε
που σαν στο κέφι έρθουμε
χορεύουμε και reggae.
Κι αν μας το κάνεις, κι άλλο
πια δεν κακομελετήσεις,
και στο ταψί χορεύουμε,
εσύ αν το θελήσεις!
σαν παραμυθι μοιαζουνε ετουτες οι Σερβιδες
που ολο ανατινασσονται με τις χειροβομβιδες
και στα καλά καθουμενα τραβάνε την περόνη
και γινεται η εκρηξη που ολους μας σκοτωνει
ειναι πολύ δυναμικές ετουτες οι Σερβιδες
δεν μοιαζουνε με γκομενες πουχουν στριμένες βιδες
κανουνε σεξ στα ορθια, ορθιως κατουρανε
καμμια φορά στον ερωτα,ερωτικώς βογγανε..
ειναι μια φαντασιωση ετουτες οι Σερβιδες
στην τριτη ηλικια μας σπερνουνε τις ελπίδες
Για ενα Γιουκάλι ερωτικό ..για μια Ουτοπία
Αλιμονο …δεν βλεπω πια ,εχω πρεβυωπία
και οι Σερβιδες χανονται σε κατι ομιχλώδες
κια γυρω μένει σκοτεινιά και δασος ερεβώδες …..
Παπουλη βλεπω πως νωρις εβγαλες το καθηκι
μα τωρα που ξαλαφρωσες βαλ’ το σπαθι στη θηκη
ασε στη ακρη τα αιματα κι ασε τα νεα μετρα
και κατσε να ξεκουραστεις πανω σε μια πετρα
κι αφησε του ημιονηγου τον πονο και την κλαψα
να εκδηλωθει απροσκοπτα εδω στην Καρακαξα
κι αφου θα κλαψει υστερα θα μας χαμογελασει,
το ξερεις πως ο ποιητης: θα σκασει αν δεν κλασει!
Στριψε κι εσυ και παρτο αλλιως κι ακουσε τον πατερα
που λεει πως ειναι η ποιηση: κλανιες εις τον αερα!
ο ποιητής κιαν περδεται και κλανει σαν τρομπόνι
κι αν με κλανιες ποιητικώς τρομαζουνε οι Ονοι
– οι Ονοι που σας ελεγα μόλις προηγουμένως
που οντως περδονται κι αυτοι και κλανουνε ασμένως
μα δεν μετρουνε οι κλανιες που περδονται οι Ονοι
αλλά μετρουν των ποιητων που κλανουν πάντα Μόνοι ..
Ο ποιητης με τις πορδες που ηχουνε στον Αερα
κι ακουγονται σαν κανονιες στη μαχη Περα ως πέρα
και σκιζουνε τον ουρανό και φτανουν ως τη Κρητη
και προκαλουν τον Στεναγμό του Χρονου του Αλήτη
– γιατι κ ιο χρονος περδεται: αυτός ψυχή δεν εχει ;
κλανιες του Χρονου ειμαστε που κι ο Θεός προσεχει –
ακομα και ο Ανθιμος πουναι μητροπολιτης
μηπως κι αυτος δεν περδεται; Δεν ειν΄αυτός πολιτης;
Ναι . Περδεται και ο Ανθιμος περδεται κι ο Μπουταρης
εν τελει ολοι περδονται κι ο Αρης και ο Χαρης .
Δυο ερωτηματα καυτα με απασχολουσαν παντα
στα μονοπατια της ζωης και στην αουτοστράντα
και την απαντηση αν δεν βρω ποτε δεν θα ησυχασω:
«Να ζει κανεις ή να μην ζει?», «να σκασω ή να κλασω?»
σαν μεσα στον Λαβυρινθο βρεθεις με να μαχαιρι
και ψαχνεις τον Μικωταυρο και πιανεις χερι χερι
τον Καρατζαφερη
και μπερδευτεις μεσ τον λαβυρινθο και ξαφνου
μια μυρωδια αλλοκοτη σου ρθει,μη φοβηθεις ,μη ταραχτεις και μη λιποτακτησεις
γιατι αυτή η Μυρωδια ειναι ο Μιτος και ειναι η Αριαδνη που σε συντροφευει…και οταν
με τον Μινωταυρος βρεθεις φατσα με φατασα και σκιαχτεις
παλι θυμησου το μυστικό σου οπλο την πορδι(τσα).. Η Αριαδηνη σ’αγαπά Θησεα και σε συντροφευει.. Και η πορδι(τσα ) αυτη ειναι ο Μιτος
που το κουβαρι της ζωής σου ξετυλιγει
(Ναι ! ειμαι περηφανος γιαυτο το ποιημα κιας μην εχει την τελεια Ριμα!)
τι έγινε; τι βλέπω εδώ;
ποιός τάσουρε; σε ποιόνα;
κι ήρθαν και πέσαν οι μπηχτές
εντός του καταπιώνα;
εγώ εδω ως κούνελος
εισήρθα μασουλούσα
καρότον που απήγαγα
της μάνας του απούσα.
οπότε κρίμα κι άδικο
εμού της μπάνυς κόρης
να μόρθει στο δοξαπατρί
η σφυρ της πηλοφόρης
τι είναι πάλι τούτο δω
που σκάνε οι οβίδες
τριγύρω απ την ουρίτσα μου
ως ξέκωλες σερβίδες;
γερόντια και παπούδες μου
και αξιοι προπαπούδες
και πλάσματα της άβυσσος
και νέοι μα και θρούμπες
αφού δεν εκατάλαβα
γιά που το πήγε η πλάκα
μου βάλατε και διλλημα
του αφελούς και βλάκα
ή εις το κούγκιν να εγκλειστώ
μετά των σαμοήλων
και στας κολώνας να δεθώ
μετά των άλλων φίλων
ή άνευ ξέρω γω γιατί
θα μείνω με την κάψαν
διότι άνευ ποίησης
θα βρω την καρακάξαν.
δ
Νόσφυ νομίζω βρέθηκε να βγάλει από τη φάκα
τον Μόνο ( όπως πάντοτε ) η άξια προγιαγιάκα
αυτά που λέει διάβασε με προσοχή μεγάλη
η αγουρίδα γίνεται μέλι αγάλι – αγάλι
Πατέρα τούτο το τσαρδί , εσύ το ξέρεις πρώτος
για σκίσιμο δε φτιάχτηκε και των σπαθιών ο κρότος
τρομάζει τα πετούμενα , διώχνει τα χελιδόνια
και έμφραγμα παθαίνουνε μπεκάλτσες και αηδόνια
δεν θελουμε η ποιησις ανωδυνη να μεινει
θελουμε να αναπτυχθει να κλανει και να πίνει
θελω σαν βέλη αιχμηρά να γινου τα στιχακια
κιοχι στιχο ξενερωτο που σ’ολους στελνουν μάκια
—-η ποιηση μαραινεται οταν δεν ρεει αιμα
και οι στιχοι μαραινονται,βουλαζουν μες το ψεμμα
δεν πλλονται σαν την καρδια ,δεν ειναι καρδιοχτυποι
αγκομαχουν στην αρνηση της ποιησης οι Ιπποι
η ποιησις θελει νερά , θελει ιπποποταμους
θελει μαιανδρους και φτερά θελει Παραποτάμους
θελει αληθεια ρεουσα θελει κραυγές της μάχης
θεει και ριμα βεβαια και (δεν βρισκω…:(
(………………………………………………….)
θέλει και ρίμα βέβαια, κι όχι πόνους στηθάγχης ,
σου κάνει γιά ρίμα;
δ
Αυτά τα λες Βουρκόλακα γιατί πολύ γουστάρεις
όταν ρουφάς τα αίματα , συγχρόνως να ριμάρεις.
Παραποτάμους ερυθρούς να κάνεις μπάνιο μέσα
και εις πελάγη αίματος να βράζεις μπουγιαμπέσα 😉 🙂
Κυριακή βράδυ,
και στο σκοτάδι
όλα στο φλου.
Πώς θα ‘ναι αύριο
χωρίς πια Λαύριο
και για λιουμπλιού;
Το γραψα για την Ένη, αλλά με την ψυχολογία που έχουν οι Λέφτηδες λέω να τούς το αφιερώσω
(Δεν είναι υποχρεωτικό να τούς αρέσει)
ΟΙ ΟΥΓΓΡΟΙ
Καλόγερε τι καρτερείς κλεισμένος μες το κούγκι;
(Δεν φθάνουνε οι Σερβίδες μου θέλεις να ‘ρθουν και Ούγγροι;)
Το παραπάνω το ‘γραψα για να το δει η Ένη
Πώς τον ποιητή αναπόφευκτα η ρίμα παρασέρνει.
Και κει που ο ήρωας ο Σαμουήλ τους Τούρκους περιμένει
Και μια μολότωφ με μακρύ φυτίλι έχει αναμμένη
Για να αφανίσει τον εχθρό και να τον ξετινάξει
Στο τέλος το μαρτυρικό που η μοίρα του χε τάξει
Να σου οι διεθνίστριες με τις χειροβομβίδες
Κι αναθαρρεί ο καλόγερος και είναι όλο ελπίδες.
Το τι θα γίνει στο εξής κανένας δεν το ξέρει
Στην κούτρα καθενού ποιητή η ρίμα τι θα φέρει.
Εγώ σε άλλο στόχευσα, άλλο έχει σημασία
Και τους Μαγυάρους έφερα κάπως για ισορροπία.
Από μικρή, απ τα κλασσικά τα εικονογραφημένα,
Αυτά που Ούγγρους έδειχναν, είχα για αγαπημένα.
Τους έδειχναν πολύ ψηλούς, ωραία παλικάρια
Πάνω σε άγρια άλογα, με ξίφη στα θηκάρια
Αλλά και με βιολιά χιαστί στον ώμο τους δεμένα
Και τα μαλλιά τους λεύτερα, σγουρά, περιποιημένα.
Μακριές μπότες φορούσανε και είχαν ζώνες με χάντρες
Αλήθεια ωραιότεροι δεν θα υπήρξαν άντρες.
Το τι θα γίνει και μ αυτούς αγνοώ και αναρωτιέμαι.
Από της ρίμας την κλωστή όπως αυτοί κρατιέμαι.
Μα φευ, όπως οι πιο πολλοί από σας δεν είδατε Σερβίδα
Έτσι κι εγώ στη ζήση αυτή, Ούγγρο ποτέ δεν είδα.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
————–
ανημποροι ειμαστε κι εχουμε χασει και τα αυγά και τα πασχαλια
ομως μας μένει ακομα η πιστη μας ΘΕΕ μου
φυλαγε μας.. Μην τον καλεις στον υπνο μας κρατα τον μακρυα απ τονειρα μας . Ανατριχιαζουμε συγκορμοι και δεν αντεχουμε
Θεουλη μας κανε το θαυμα σου και ταζω μια λαμπαδα δυο μετρα στον Αγιο Δημητριο, γονυπετής θα ερθω για να προσκυνησω , ομως κρατα τον μακρυα , εκεινο το ΣΤΟΜΑ του θεε μου ,.
.θεέ μου φυλαγε μας απ’ τον Ανθιμο
Ωδη στην χαμενη Ριμα
———————-
παει εχασα την ριμα μου σε μια χαραδρα
σ’αυτο το υψιπεδο της Μπλογκοσφαίρας
και να! Λυσσομαναει ο αερας
την εχασα την ριμα μου μεσα στα Κάδρα
παρατηρωντας μια Φωτογραφια
κα προσκυνωντας αγιογραφια
στην ακρη
στο δακρυ
την εχασα την Ριμα μου ξανα ..
ηταν πολυτιμη για μενανε η Ριμα
και πως ξανά θα ξαναγραψω ποιημα;
ηταν η ριμα μου αυτή σαν φυλαχτο
που με προφυλαγε στον κοσμο τον φριχτό..
Γυρευοντας την ομοιο καταληξια
κοντευουμε να παθουμε καταπληξια
Ριμα στη Ριμα , ο χρονος γινεται κουβάρι
αυτη η ριμα ειναι του χρόνου χαλιναρι
ειναι το παιδικό μας μαξιλάρι
αει πεσευων ειναι ο χρόνος και Ριμάρει …
η Μαγυαροπούλα
——————–
προσεχως .
Τα εχω βαρεθει τα ιστολογια
μου φαινεται πως ειναι σκετα λόγια
δεν μπαινουμε βαθιά μεσα στον πόνο
στην επιφανεια κινουνται μόνο
τους εχω βαρεθει τους Μπλογκεραδες
μουμοιαζουνε με τους πολυλογάδες
κιενω βαθια βουλιαζουμε στη κριση
αυτοι εμμενουνε στα πιο ανουσια Μίση
τα μπλογκς μου μιαζουν με σπασμένο ωρολοι
ενω πικρή ζωή κανουμε ολοι
Τι να σου πω βρε Προγιαγια
ετσι που τάμπλεξες εδωδά
ουγγρους σερβίδες λέφτηδες
ολοι τουρλου-τουρλου κι’ η ‘Ενη
σενάριο Τζον λε Καρρέ
να γράψεις πια απομένει 😆
Είπαμε να θυμίσουμε
του έρωτα τον πόνο
μπας και τους συγκινήσουμε
κι αλλάξουνε τον τόνο
όπως και τα ρολόγια τους.
Του κάκου προσπαθήσαμε
αυτοί δεν χαμπαρίζουν
πηγάδι κατουρήσαμε
τριάντα μέτρα βάθος.
Κι ύστερα δώσαμε βουτιά
μπας κι εύρουμε σερβίδες
μ’ αντί γι’ αυτές ευρήκαμε
Ούγγρους μουστακαλήδες!
η Μαγυαροπούλα
———————–
αραγε τι ζητάς να βρεις Μικρή Μαγυαροπουλα ;
στις οχθες του Δουναβεως ,ντυμένη βοσκοπουλα
με την φουστανελιτσα σου και με τα αφρατα ποδια
και με το ντεκολτέ βαθύ και τα βυζιά σα Ροδια
κι ανατριχιαζεις συγκορμη και τρεμεις σαν το ψάρι
και την ζεστη καρδουλα σου την επαιξαν στο ζαρι
αυτοι οι ατσαλακωτοι αυστριακοι Μαγυάροι;
Τι ψαχνεις αραγε να βρεις στη Βουδα και στη Πέστη
που τωρα ολοι παγωσανε μα τοτε εκανε ζεστη
κι οι αντρες λιγωνοντουσαν σαν σ’εβλεπαν Αφράτη
ησουν μικρη και στρουμπουλή και ησουν σαν Χιονατη
που μια κακια μαγισσα της εδωσε ενα Μήλο
κι ο πατριος της ο κακός της πλακωνε στο Ξυλο
και ολο αναστεναζες μικρή Μαγυαροπουλα
και οι κακές σου αδελφές σου φερονταν σαν δουλα ;
(συνεχιζεται)
η Μαγυαροπούλα(συνεχεια )
Οι Ουγγροι την αγαπησαν το ιδιο κι οι Κροατες
καθε Φορά που εκαναν Αυστριακές Παρατες
και οι σολντατοι βλεποντας μικρη Μαγιαροπουλα
το καρδιοχτυπι ενιωθαν ως των Δοντιων τα Ουλα
Λιγωνονταν σαν εβλεπεαν την Δροσερη μας Ουγγρα
και Γερμανοι κι αυστριακοι ακομα και μια Λουγκρα
-και οι Φαλλοι ορθωνονταν σαν περναγε η Ουγγριτσα
– Ομως την ζηλευαν πολύ η Τιτσα κι η Κικιτσα (δις )
Λεφτηδες μ’αναγκαζετε να γραψω κιαλλο ποιημα
κατι μου λεει μέσα μου για ενα μεγάλο Βλημα
που εσφηνώθηκε βαθιά στα χρόνια του σαράντα
-το βλημα αυτο σας προσφερε μια μεγαλη αβάντα
και γινατε αθυροστομοι και λέτε οτι ναναι
κι οι εφτακοσιοι μεσα σας που ολο σας κουνανε
και γινατε σαν σέηκερ που φτιαχνουμε Φραπέδες
καποιες φορές θυμιζετε ως και τους ΚΟΥΚΟΥΈΔΕΣ
-Παρεμπιπτόντως Λεφτηδες ο παραπάνω Ονος
εβάλθη μές στο ποιημα μου ως Ριμα με το Μόνος
οι ποιηται στη Ριμα τους ολα τα υποτασσουν
μπροστα στη Τεχνη τολμουν αλλα πολλά να χασουν
– Δεν αναφερονταν σε εσας ο Ανοος ο Ονος
μα ειναι φορές που προτιμώ να μένω πάντα Μόνος –
ωχ το σβησες των Λεφτηδων ..και τωρα τι κανουμε ; ε; Τι;
δε πιστευω να σβησεις και τα στιχακια μου ..;
Μα τώρα να με αφήσετε να κοιμηθώ ησύχως
και μόνο να ακούγεται νανουρητού ο ήχος
γιατί πολύ κουράστηκα μ’ αυτό το μεροδούλι
πονάν τα κοκκαλάκια μου ίσα με το μεδούλι
Να ! προς στιγμήν φοβηθηκα το Λεφτικο μου ποιημα
που παραπάνω εγραψα και λέει για το Βλημα
και απαντουσε σχολιο που αφησαν οι Λέφτες
-που μοιαζουν του Αλη Μπαμπά και τους σαραντα κλεφτες
να μη τοσ βησει ςκαι αυτο οπως το δικο τους
-οι Λεφτηδες μας μπερδεψαν μαυτο το σχολιο τους
ομως τεσπα
κοιμησου κι ονειρα Γλυκά και ειθε οι επτά Νανοι
πλαι στα προσκεφάλι σου να λέν το Νανι Νανι
–
Τι έσβησα ορέ Βάμπιρα και σ’ ‘επιασε μουγγρίτσα
οι στίχοι σου που τραγουδείς για τη γλυκειά Ουγγρίτσα
εμείνανε ανέπαφοι σ’ αυτό το πορτοφόλιο
των Λέφτηδων ξαπόστειλα ένα διπλό τους σχόλιο
κάποιες φορές στα ξαφνικά στης νύχτας τη Γαλήνη
– στο πιο βαθύ σου όνειρο λαβώνει η Σαγήνη
και σου Δαγκώνει τη καρδιά αφήνοντας σημάδια
σαν Γυναικός το χάιδεμα με με σκληρά τα χάδια …
κάποιες Φορές στον Ύπνο μας αγγίζουμε τα στήθη
που σαν το Μάννα οι πρόγονοι μας στέλνουν το ουρανού
και Λικνιζόμαστε απαλά μες στης Νυκτός τη Λήθη
στα πιο βαθιά μας μυστικά στο Λίκνο του Θεού
κάποιες φορές μες τη Νυχτιά μας έρχεται ένα Βέλος
που μας ξεσχίζει τη καρδιά μέσα στη σιγαλιά
και μια κραυγή αφήνουμε πνιγμένοι μέσ το Έλος
που είναι της αλήθειας μας η τελική μιλιά
Νόσφυ τώρα μιλείς υψιπετώς
πλανάροντας στης ποίησης τα ύψη
του Μορφέα σε οδηγεί ο αετός
και βέλος δεν μπορεί να σε συντρίψει.
Όμως το έλος και η άμμος καρτερούν
να μας ρουφήξουν της αυγής την ώρα
να το πετύχουν σίγουρα μπορούν
και τους βοηθά η μαυροφορεμένη μόρα.
όταν ξυπνήσουμε εν μέσω των λεπρών
σ αυτή τη χώρα που πεθαίνει μέρα μέρα
μέσ’ την ρουτίνα και μες των μπλόγκς τη Σφαίρα
στη Σπιναλόγκα μας των ζωντανών νεκρών
θα περπατήσουμε για λίγο στη σιωπή
σαν τους ανάπηρους που παν με δεκανίκι
σ’ αυτή τη χώρα που όλο γύρευε τη Νίκη
κι έπεσε μέσα στης κατήφειας την οπή ….
και θα καθίσουμε να κλάψουμε πικρά
μες τα ερείπια της ρημαγμένης χώρας
πόσο τα Βήματα μας γίνανε Μικρά
και μεις διαβάτες πια της τελευταίας Ώρας
(συνεχιζεται )
συνεχεια…
σ’ αυτή τη χώρα που μας έκανε λεπρούς
όσοι ξυπνάνε περπατάνε πάντα μόνοι
τα βήματα μας οδηγούνε στην αγχόνη
στη Σπιναλόγκα τη γεμάτη από νεκρούς
Αυτό σου το στιχούργημα ισάξιε του Λόρκα
με κάνει να αισθάνομαι μια gelosia porca
γιατί στο λέω βάμπιρα με έχεις συγκινήσει
πνοής μεγάλης το γραπτό που έχεις αρχινήσει
σαν το τελειώσεις Νόσφυ μου κορνίζα θα του βάλω
την άδεια σου παίρνωντας , με πατατράκ μεγάλο
θα το αναρτήσω εδωδά για να το βλέπουν όλοι
έχει ακόμα ποιητές των μπουγατσών η πόλη… 😉
μα αφου δεν ολοκληρωσα καν την Μικρή Ουγκριτσα
– που την ζηλευουνε πολύ η Λιτσα κι η Κικιστα
και ζητησα βοηθεια και απο του Προπάπου
-προβοκαραν κι οι λεφτηδες κι ηρθαν τα πάνου κάτου
κ εχω να διηγηθώ πως τελικώς η Ούγκρα
τα εφταξε ερωτικώς με κεινη να την Λούγκρα
κι εγινε μεγα σκανδαλο ψηλά στη Βουδαπέστη
κι ως κι ο Ψινακης τομαθε και ως και κεινη ..η …Πέστη
την πως τη λένε …η δεξια ,,,,που βγαινει στις ειδήσεις
που ειναι με τον Σαμαρά και σου ρχεται να ..σεις
οταν την βλέπεις ξεκωλη να σου μιλά για ηθος
-= εν τελει ειν ‘ ΠολύΤρυπος της Δεξιας ο Πιθος ..
Γι αυτό σου λέω νόσφη μου όταν ολοκληρώσεις
της σπιναλόγκας το έπος σου και των ηθών τις πτώσεις
μα πριν μας βρεί ο Αλτζχάιμερ και του μυαλού η φθίση
τότε η ουγγρίτσα θα σου ρθεί στο γόνα σ’ να καθίσει 😉
Η ουγγρίτσα δεν θα πάει στο γονα τ΄να καθήσει
γιατί προγγάει τους Λέφτηδες που τ΄ς έχει συμπαθήσει
(Δεν είπαμε να ψάχνεις για αίματα μόνο στο λαιμό ευειδών κυριών;)
αφηνουμε προς το παρον την εμορφη Μαγυάρα
Γιατι ειναι κρισιμου καιροι κι η δαμαλογαιδάρα
που απο καιρο λυμαινεται την πολή της Μπουγάτσας
-με τροπους που θα ζηλευε και ο Αρτεμης Μάτσας
οταν παλια στο σινεμά εκανε τον προδότη
στων Γερμανων την κατοχή … ακουστε ρε ΓΑΜΟΤΙ
Φτανει με Ψωμαδηδες Φτανει και με Γκιουλέκες
φτανει και με τους Ανθμους , φτανει με Βεληγκέκες
φτανει και με τους ασχετους που κανουν τους καμπόσους
τους ΔΗΘΕΝ ταχα αριστερούς και με τους μυριους οσους
που απο την πολή ερχονται και στην κορφή κανέλα
και στη πιο κρισιμη στιγμή ασκουν το πηγαινέλα
-διοτι κρυφα βολευονται με τουτη την ΔΑΜΆΛΑ
-κι καποιοι κρυφοπινουνε απ την Δαμάλα γάλα …
Αν ήσουνα άλλο πτηνό
κοινό αποδημητικό
θα σου κουνούσα το μαντήλι
μ ένα χαμόγελο στα χείλη
Μα τώρα κράζεις από πάνω
βουίζεις σαν αεροπλάνο
κι απ το πρωί μέχρι το βράδυ
φωνάζεις για τον Ψωμιάδη
Ηρέμησε δεν είναι τρόπος
να βγεις στο φως από το σκότος.
Θα ρθει μια ωραία Κυριακή,
ίσως μια άλλη, ίσως αυτή
το μαύρο χρήμα να στερέψει
και ο Ζορό να ξεπεζέψει.
Ως τότε κάνε ησυχία
και μ έπιασε ταχυκαρδία.
τους εχω βαρεθει τους καριεριστες
που εμφανιζονται μόνο στις εκλογές
και υστερα μας κανουν τους τουριστες
στην Πόλη αυτοι
δεν θελουν αλλαγές
Τους εχω σιχαθει οππορτουνίστες
που παριστανουν τους …»αριστερους»
και κανουνε Ντεμέκ και τους Γκωσίστες
και τελει υποχωρους μπρος τους ΦΑΣΙΣΤΕΣ
Βαρεθηκα το κουτο – Πονηρο το στρίβειν
κι αυτοι που Δηθεν φωναζαν εχουν λουφάξει
– την πολη μου την εχουνε Ρημαξει
αυτή εναι η τελευταια ευκαιρία
για να τιμησετε δική σας Ιστορια
Σ αυτή την πόλη που της λειπει ο Αέρας
το χρεος μας ας βγαλουμε εις πέρας
αλλιως Δειλοι Βουβοι και αβουλοι αντάμα
Ματαιως θα προσμένουμε ενα Θάμα
Νόσφυ διψάς για αίματα και τρυφερά λαιμούδια
σε βλέπουν και τρομάζουνε της γής όλα τα ζούδια
καθώς μεταμορφώνεσαι σε μαύρη νυχτερίδα
και σαν το Βλάντ ορθώνεσαι να σώσεις τη πατρίδα
Μάζεψε ρε νόσφυ του βλαντ το παλούκι
δεν χρησιμεύει με τέτοιο τουρλουμπούκι.
Ούτε μπορεί να σώσει την πατρίδα
αν μπει σε βεληγκέκα τη λοκοτρυπίδα.
αναμεσα στον Κυνισμό και την υποκρισία
στο θΛιβερο μας βαλτωμα και στην απελπισια
– καλώς μας κοροιδευουνε οι ΔΑΜΑΛΟ ΓΑΙΔΑΡΟΙ
και την Κωνσταντινουπολη πολιορκουν Αβάροι
καθώς και Πρωτοβούλγαροι κι ο Μέγας Χανος Κρούμο
Βρεθηκαμε αναμεσα σε παλαιστες του Σούμο
κι ο Βασιλευς Λαδίσλαος πηδάει την Ουγγριτσα
κι η Παπαρήγα ταισε το Κου Κου Ε με πίτσα
κι ο Συμεών διεκδικει τον Θρόνο των Ρωμαίων
κι εικοναμαχος εγινε ο Αυτοκρατωρ Λέων
μεσα σαυτο τον Κουρνιαχτο και στην Αναμπουμπούλα
που χανει η μάνα το παιδι κι ο Περικλης τη Βούλα
-μόλις τα ξαναφτιαξανε που ειχανε χωρισει
ομως η Βουλα εδωσε στο γαμο τους τη Λύση
Λύση που ηταν τελική : στη μεση μπηκε ο Φωντας
που εγινε και εραστης απο κουμπαρος οντας –
τι ελεγα ; το ξεχασα Α!για Υποκρισια
που δειχνουνε οι Ρητορες (θυμαμαι τον Λυσία )
οταν μιλανε για πολλά και λένε αρες μαρες
στο δια ταυτα Τελικώς πετανε κουκουναρες
κι οταν προκυπτει διλημμα και λές : Τι να ψηφισω ;
εμπρος στον ημι- Φασισμό ποιά ψηφο μου ν’αφήσω;
αρχιζουν τα τεχνασματα , σαν ναταν η Αλέκα
στη Σαλονικη εχουμε αυτονα τον Γκιουλέκα
που κανει το καλό παιδι μα κατι μου μυριζει
μου φαινεται πως και αυτος να εθνολαικίζει
Αλίμονο ! μας ελαχε ακομα ο Ψωμιαδης
και την Θεσσαλονικη μας την καταπίνει ο ΑΔΗς …
Πριν μάθουμε το Κάπα κάπα,
μάθαμε το σκέτο Kάπα.
Και πριν το τι θα πει ‘κοπτάτσια’,
να ξεχωρίζουμε την ‘προβοκάτσια’!
μες της Ζωής τα μονοπάτια τα στριφνά
-που ο καθένας στο λαβυρινθο διαλέγει
σαυτη τη Χωρα που για παντα μας παιδεύει
τους πονηρους τους αρμαντίλλους συναντά
————————-
που ναι ντυμένοι με ενα θωρακά παχύ
στο κεφαλάκι εχουν περικεφαλαία
και γραφουν Ρωσικα και παντα ΚΕΦΑΛΑΙΑ
-και σαν τους δεις κανε το βημα σου Ταχύ..
(συνεχιζεται)
μαζί με καθε στιχο μας μια εκπνοή ξεφεύγει
κι ο χρόνος γινεται παιδι που παντα μας παιδεύει
-μεσ στην εντος την ταξη μας κανοντας αταξίες
ποιος θα συλλαβει αραγε τους χρόνο ταραξίες ;
που κανουν προβοκατσιες και ειναι καπα καπα
μες στο μπουκαλι βαλετε ,του χρόνου, μια τάπα ..
(δοκιμαστικοι στιχοι ..Παπουλη κατι δεν παει καλά ..εστειλα αλλα δυο σχ. και εξαφανιστηκαν .. τα στοιχεια ηταν τα ιδια ειμαι σιγουρος …)
Αν ψάχνεσαι βουρκόλακα γιατί σου τρώει τα σχόλια
το σύστημα κι ανησυχείς άν είν’ ενέργεια δόλια
κανόνισε κάθε φορά να βάζεις εις την Π(όρσε)
τα ΙΔΙΑ τα στοιχεία σου να μη σου λέει ΟΡΣΕ.
( γιατί όπως διαπίστωσα εκτός απ τ’ αϊ-πί σου
τα ρέστα δεν ταιριάζουνε , στο έχω πεί θυμήσου
πως έχω πλέον κουραστεί με τούτο το ταμάχι
να συμμαζεύω όλα τα σπαμ , μου έπεσαν τα πάχη )
…………………………………….
Βάμπιρα με κατέπληξες , η τελευταία σου ρίμα
μαρκονιστή επίτευγμα κι ας λείπουνε οι παύλες
τι άλλο μάτια μου να πείς και ποιό να γράψεις ποιήμα
είναι σαθρές οι εποχές κι οι μέρες είναι φαύλες
Αλλά νομίζω είναι καιρός γιατί σιμώνει η ώρα
της τελευταίας Κυριακής για τη θεσσαλονίκη
όπου θα πρέπει να τεθεί τέλος στη κατηφόρα
και να σταλούν για γδάρσιμο του Άνθιμου οι λύκοι
αυτή τη πόλη Νόσφη μου την έχουνε ξεσκίσει
οι βάρβαροι στριμώχνονται ποιός θα τη πρωτοπάρει
εδώ που φτάσαμε λοιπόν δεν έχει άλλη λύση
παρά να βγάλτε δήμαρχο το Γιάννη το Μπουτάρη
Bάμπιρα και παπούλη μου,θα ‘θελα για μια μέρα
να ήμουνα Σαλονικιά πάπου προς πάπου, βέρα,
να μπόραγα να ψήφιζα εκεί, κι όχι εδώ κάτου
(μα χαμουτζήδες είμαστε που λέει κι ο Νοσφεράτου!)
Αχ, να ‘χα το δικαίωμα στην κάλπη την ερίφω
του μπαρμπα-Γιάννη δαγκωτή να έριχνα την ψήφο!
Να φύγει η πανούκλα πια απ’ τη Μακεδονία
γιατί στη μπόχα πνίγηκε κι έγινε μπανανία
κι αυτή η κοσμοπολίτισσα, χιλιοτραγουδισμένη
αρχοντοπούλα του Βορρά, η λάγνα αγαπημένη,
κατάντησε σαν μέγαιρα με ρόμπα ξηλωμένη
παντόφλα βρόμικη καρώ και στραβοπατημένη.
Μα δυστυχώς και στο Νοτιά το πράγμα επίσης ζέχνει
η αδιαφορία σύννεφο κι η ρεμούλα τέχνη,
μαφίες να λυμαίνονται το Πρώτο το Λιμάνι
και στην Αθήνα να γαβριά εκειό το Κακλαμάνι
που μού ΄ρχεται στη μούρη του να ρίξω μια σφαλιάρα
γιατί μας έχει πήξει πια από τη μπαλαφάρα
και βγαίνει, κοκορεύεται, νομίζει πως θα πείσει
με παπαριές το πόπολο να τον ξαναψηφίσει.
Όξ’ αποδώ λεχρίταροι, Άνθιμοι και Πανίκοι
Θαρείτε πως μας γίνατε της γούνας μας μανίκι!
Κι εσείς οι Κακλαμάνηδες και οι σαπιοκιΚοίλιες
που πάτε να μας ρίξετε με σφούλες και καντρίλιες
Αέρα ρε! Μαζεύτε τα και γκρεμοτσακιστείτε
χαθείτε απ’ τα μάτια μας, άντε να ………..
μπας και αλλάξει κάτι πια σ’ αυτή την έρμη χώρα
μπουχτίσαμ’, απαυδίσαμε, να φύγετ’ όλοι ΤΩΡΑ!
Μπέρνυ μου όλα σου καλά μα μόνο σε ένα πράμα
ενίσταμαι , τι δεν μπορώ των πράσινων το κλάμα
που θέλουν έτσι και καλά στη κάλπη να εκλέξουν
και μερικούς λαμόγηδες , οι κώλοι τους να φέξουν
Καλός βρε Μπερναντίνα μου ο ήπιος Καμίνης
και ο κυρ Γιάννης συμπαθής αλλά μην επιμείνεις
να βάλουμε στο σβέρκο μας το κόμπο της αγχόνης
να εκλεγούνε δηλαδή Μίχας , Τεστοστερόνης 😉
Σαν ήμασταν μικροί
μας λέγαν οι μεγάλοι:
για ζέσταμα, απ’ το κερί
κάλλιο ειν’ το μαγκάλι!
Μα μην ξεγράψετε ποτές
απ’ το μυαλοτεφτέρι,
πως κι απ’ τα δυο καλύτερο
ειν’ το καλοριφέρι!
bernardina (και παπουλη ) μου επιτρεπεις(τε) να κλεψω το ποιημα σου και να το βαλω στη σπηλια μου πανω πανω να σκασουν (οι ξεφτιλες) οι Οχτροι μου(οι ..μπλογκο ντεμεκεπαναστατες );
απανω ‘κει που ενιωθα ως Βόας των ερημων
και βόαζα μοναχικά εν μεσω στιχων- ρίμων
σα βαλσαμο στη μοναξια μου ηρθες Μπερναντινα
και ταρακουνησες ξανά ελπιδας μου την ινα
αχ! ναρθει το Ξημερωμα ναρθει ξαν΄η αυγουλα
να φευγαν τα φασισταριά που φερνουν αναγουλα
να φευγε και ο Ανθιμος ναφευγε κιο Ψινάκης
– αλιμονο εμποδιο στεκεται πάντα ο Λακης *
————————————————-
συνεχιζεται
* Φανταστικο ονομα .. ο Λακης ο Τακης η Σουλα κλπ
Θα τραγουδούσα για τα μαύρα τα κοράκια
αυτά που είχανε τα νύχια τα γαμψά
μα είναι ύβρις στη φωλιά της καρακάξας
στίχους να γράφουμε για τ άλλα τα πουλιά.
Γι αυτό ιστορία θα σας πω για νυχτοπούλι,
Το συνηθίζω να μιλώ συχνά γι αυτό,
Ας είναι ένα μικρό και τοσοδούλι
Φωνάζει τόσο που σηκώνει κουρνιαχτό.
***
Φυσάει νοτιάς στην βορεινή την πόλη
είναι ένας άνεμος ανάποδος γι αυτήν
σηκώνει στέγες, δέντρα ξεριζώνει,
φτερό να ισιώσει η νυχτερίδα δεν μπορεί.
Έχει υψηλή αποστολή να εκτελέσει
σημαντική, ιστορική κι αιματηρή
Από σπασμένο παραθύρι να τρυπώσει
και σε λαιμό εχθρού να χώσει ένα καρφί
Όχι από σίδερο μα ούτε κι απ΄ ατσάλι
μόνο ένα όπλο πολύ σατανικό
σκυλόδοντο σκληρό σαν το οπάλι
που έκλεψε από τον οδοντογιατρό.
Μη με ρωτάς γιατί κλεμμένο δόντι
χρειάζεται η νυχτερίδα για να πιει
το αίμα του οχτρού και να χορτάσει
πριν σκάσει μύτη ο ήλιος την αυγή.
Μας έλαχε πουλάκι ναν’ καημένο
που από μικρό, από αταξία σοβαρή
έχει το δοντάκι του σπασμένο
και δεν μπορεί πια να το χρησιμοποιεί.
******
Η ιστορία είναι μακριά και πονεμένη
και παίρνει ώρα για να ειπωθεί
την ώρα που ο Τσίπρας στην οθόνη
βαρύγδουπα στον Τσίμα απαντεί:
«Μας έβαλε το όπλο στο τραπέζι
Και ήτανε στυγνός εκβιασμός
Δεν ξέρω πια από μας τι περιμένει
Μα ούτε και γουστάρω να σας πω.»
Πέτα λοιπόν, μικρό πουλάκι, πέτα
αγνόησε τον, τον τρελό νοτιά
φτάσ’ τον οχτρό και τράβα την κουβέρτα
και ριξ’ του στο λαιμό μια δαγκωνιά.
(Πάνικ ρουλς)
Συγνώμη παπούλη με δάγκωσε κι είναι μεταδοτικό.
προγιαγια το θελω κιαυτο μαζι με της Μπερναντινης
Τσου
ρε λακη;
ειμαστε ξανα στη Γερμανία
ζουμε μερες του τριαντατρια
είμαστε ξανά στη Βαιμάρη
-που ολοι τη χτυπουν σα το σαμάρι –
ειμαστε μια Χωρα πληγωμένη
την πληγή της τρωει και βυζαινει
την πληγη ποτιζει με αλάτι
κι οι ναζί τηςβγαζουνε το μάτι
ειμαστε ξανά στη Βαιμαρη
την ψυχή μας παιζουμε στο ζαρι
με σπασμενο πόδι που χωλενει
ειμαστε μια χωρα που πεθαινει
αχ ποσο αργει Ηλιος να φέξει
ζουμε μέρες του τριαντα εξι
ειμαστε ξανά στη Βαρκελώνη
κι ο εχτρος την τυχη μας ζυγώνει
κανουμε ξανά τα ιδια λάθη
Η ιστορια δεν μας εχει μάθει
ζησαμε ξανα τη βαιμαρη
τη ψυχη μας χασαμε στο ζάρι
«Είμαστε, μάγκες μου, πολλοί μα είμαστε… σκρόπιοι» συνήθιζε και έλεγε παλιά
ένας μικρός σοφός σαν άλλος Βούδας, σε βόρεια γραφική ντοπιολαλιά.
Κι αυτό είν’ το κακό: το σκορποχώρι -μα αν αλλιώς το πράγμα ιδωθεί
θα ‘ρθει η στιγμή π’ αυτό το μέγα πλήθος θα βρει τον τρόπο για να ενωθεί.
Γι’ αυτό ωρέ, μη σκιάζεστε στα σκότη -είν’ νομοτέλεια, είν’ νόμος φυσικός:
μετά απ’ το μεγάλο φαγοπότι γρήγορα να ‘ρχεται και ο λογαριασμός…
Κι εσύ κατακαημένε Νοσφεράτε, κάνε καρδιά, βρες λίγη ακόμα απαντοχή
κι αφού το θες, χαλάλι και το ποίημα… και πού θα πάει, θα λήξει η Κατοχή…
Όμως παπούλη μου καλέ κι αγαπημένε, μη μου χρεώνεις δα και όλο το ΠΑΣΟΚ!
Εγώ δυο άτομα καλά, συγκεκριμένα, εκθείασα. Μη μου παθαίνεις σοκ
και βλέπεις άλλα πράγματ’ αντί άλλων. Αφού το ξέρεις μάτια μου πως προτιμώ
ανάλογα τον βίο και την πολιτεία του τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά να εκτιμώ 😉
Δε σου χρεώνω Μπέρνυ μου προσωπικά εσένα
τους πράσινους του βάτραχους που κράζουν μανιασμένα
απλά νομίζω ο ταπεινός δε πρέπει να ξεχνάμε
πως άνθρωπο ψηφίζουμε στις κάλπες όταν πάμε
και επειδή οι στόχοι τους δεν είναι δα κι αθώοι
νομίζουν πως αν βγάλουνε δημάρχους απ το σόι
θα δικαιώσει ο λαός και τη πολιτική τους
και θα κρατήσουνε ψηλά τους βρωμερούς τους μύτους
ας το ξεκαθαρίσουμε , όλοι δεν είναι ίδιοι
για να μη μας δουλεύουνε λαμόγια , επιτήδειοι
Αυτή τη Κυριακή και πάλι
-κουρασμένοι ,απογοητευμένοι, θυμωμένοι
οπως και τοσα χρόνια αλωστε
παγιδευμένοι μεσ τις συμπληγάδες
και
τον καθε εσωτερικό μας πόνο,τα γεραματα και
τις μνημες των αγαπημένων και
ανησυχοι και για το μέλλον των παιδιων μας ,
– Κρατει χρόνια αυτή η Πολιορκια ,στην αρχή λέγαμε »Αντέχω »
Ομως λιγοψυχουμε »πόσο ακόμα θ’αντεξουμε;’
στην Προδοσία
στην ασθένεια
στη συναισθηματική μολυνση
στη μνησικακία
στην ανία
στην Τηλεόραση
στο Ιντερνετ
στην Απουσία –
Ομως
αντεχουμε ακόμα
-Δημοκρατια
-Θυμομαστε
-Τη Χουντα
-τα Νιατα μας που μας τα Ματωσαν
Την αγάπη
Ψηφιζουμε
Αγαπάμε ακομα
Σ’αυτή τηναγάπη που ξεφτιζει
και μας ρουφά σα Δίνη
Ομως
ακομα
δεν χασαμε την ικανοτητα μας
να κανουμε διακρισεις και να ξεχωριζουμε το Κακό.
Νόσφι, σε εγκατέλειψε, βλέπω, η πιστή σου ρίμα
και την ανάσα άλλαξες, κατάργησες το μέτρο
και στο blanc verse το γύρισες, όμως τον ίδιο πόνο
βγάζουν κι εδώ τα λόγια σου, και τον καημό τον ίδιο…
Νοσφεράτε
Ομως δεν χάσαμε το μυαλό μας
για να μπορεί ,να σκέφτεται, να θυμάται
και να ξεχωρίζει την ηρα απο το στάρι
Όταν οι κόμποι σφίγγουνε και το μυαλό θολώνει
οι ρίμες πλέον χάνωνται , αχ βρε Τεστοστερόνη
εσεις που δια της αποχής Ψηφιζετε Ψινακη
κι υστερα πατε βλέπετε Λαζόπουλο τον Λάκη
εσεις που ειστε αμολυντοι και βάλατε Χλωρίνη
Νομιζοντας πως το λευκό τον φασισμό τον σβηνει
Εσεις που βαφτιστηκατε μες τα μεγάλα λόγια
και που εξωραιζετε της δεξιας Λαμόγια
εσεις που στα πιο κρισιμα την κανετε κοπάνα
-και ειστε τοσο αριστεροι οσο και η Τατιάνα –
(συνεχιζεται αναλογως του αποτελεσματος )
πάλι ,μας γυριζουν στα παλιά
πάλι, με κομμένη τη λαλιά
παλι ,κανουν δηθεν ενα σάλτο
παλι ,μας βουλιαζουν με στο βάλτο
παλι μας γυρίσανε τη πλάτη
παλι καμουφλαρουντην απάτη
Ζησαμε ξανά τη Βαρκελώνη
Βουρκος ειν η πολη και Βουρκώνει
Παλι κάλπηδες μ’ωραία λόγια
πάλι θα μας ψαλλουν μοιρολόγια
Δεν τελειωνει το παιχνίδι αυτο .
Πάλι ΠΑΝΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΟΧΤΩ
[…]
εμάς μας φτάνουν μοναχά
του τάβαρις τα λόγια·
αυτά είναι η σκέπη μας
σα βγαίνουμε στ’ ανώγια!
Σα θέλει αυτός θα ‘ρχόμαστε
και ποίματα θα λέμε,
για το μακρύ και το κοντό·
και κάποτε θα κλαίμε…
ανέβαλα για αλλη φορά
το ΑΚΟΥ ΨΥΧΟΒΓΑΛΤΗ
Στη Σαλονικη βγαλαμε
Δήμαρχο εναν άλτη
που εκανε στα ξαφνικά
εν’ άλμα με κοντάρι
και τον Γκιουλέκα πήδηξε
βγαλαμε τον Μπουτάρη
παρολα τα προγνωστικά
τ’Ανθίμου τις κατάρες
εν τελει βγηκε ξαφνικά
-τωρα τρωνε παπάρες
οσοι δεν πιστευαν ποτέ
οτι θα βγει ο Μπουτάρης
-το ντερμπυ αυτο το τελικο
το κερδισε ο Αρης-
Ανθιμε αθυροστομε
και τρομερέ Γκιουλέκα
την καραμπόλα πετυχε
η του Μπουταρη στέκα
εσείς καλά εκάνατε,
είχατε κι ένα λόγο.
μα όλοι οι υπόλοιποι
βλέπουν το παραλόγο
να κυβερνάν δυό κόμματα
με είκοσι και κάτι
κι ασκήσεις με τα χρώματα
να κάνουν εις τον χάρτη.
δεν ειναι η πρώτη δα φορά
που βάζουν όλοι πλάτη
γιά να μπορέσει η πράσινη
να βολευτεί η πάρτη.
ούτε και τούτες οι κραυγές
που απαιτούν εμμόνως
«τρεχάτε ποδαράκια μου
να μη μας χέσει ο κώλος»
άλλες φορές με απειλές
άλλες διά δακρύων
υπάρχει η απαίτησις
να μπούμε στο ψυγείον
πότε εμφανώς και άηδώς
διά στόματος Παγκάλου
συμφάγοι οριστήκαμε
του αχόρταγου τσακάλου.
και πότε παρακαλετά
«μέμνησο τους γονείς σου»
να κλέψουν πάλι θέλουνε
την ψήφο τη δική σου.
άλλος δεν υπανδρεύτηκε
μόνο η Μαριώ το Γιάννο
και δημοκράται είμεθα
όνλυ μόνο επάνω
σε ψηφοδέλτιο πράσινο
βάλουμε το σημάδι ,
αλλιώς πεσκέσι είμαστε
στον βελζεβούλ και άδη.
πάλι προδόται είμεθα
και τέκνα του ιούδα.
σιγά μωρέ! σας σέρνετε
η μακρυά σας κούδα.
αυτήν εδώ την άποψην
την τόσο ελεφθέρα
πάρα πολλοί πολέμησαν
περ μαρε και περ τέρα
καπέλωμα τη λέγαμε-
στέρηση ελευθερίας-
αυτό ήταν πρίν να γίνετε
παιδιά της εξουσίας.
μα υπάρχει λύση δυνατή
και που την θέλουν όλοι
τη λένε αναλογική
απλή σαν το πιστόλι.
κιάν θέλετε ένα καλό
να σας θυμούνται αλήστως
βοηθήστε να τον βγάζουμε
τον δήμαρχο βελτίστως
από την πρώτη κυριακή .
Και ό,τι ο καθένας πάρει,
είναι το προτιμότερον
με του λαού τη χάρη.
δ
Δήμητρα μονομάχισσα και σημαιοβαστούσα,
που σαν μιλείς σωπαίνουν τρεις
και σαν φωνάζεις πέντε,
κι άμα εβγάλεις το σπαθί
τρέμουν σαρανταπέντε,
ότι καλώς εμίλησες
κι ότι καλώς τα είπες
τα δόλια τα λεφτόπουλα
δε φτάνουν να το πούνε.
Μον’ ας το πούνε τα πουλιά
κι η μαύρη Καρακάξα.
Πουρνό πουρνό να έρθουνε,
πουρνό πουρνό να φύγουν,
να πάνε πάνω στα βουνά,
ψηλά στα κορφοβούνια,
να το φωνάξουν από ‘κει
για να το μάθουν ούλοι:
τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε,
τα δάχτυλα όμως στέκουν!
Μπροστα στο Μαυρο μέτωπο μια μόνο ειν’η Λύση
το ειπε και η Λεφτουρια .. Δεν εννοουν ..μησι
δεν εννοουσαν βεβαια αυτο το σκορποχώρι
που εγινε η αριστερά λές κι ειχε κανα Ζόρι
κι αντι με ολη την καρδια να Ψηφιζε Μπουταρη
-εν τελει απεδειχθηκε ειχε μυαλό Μοσχάρι –
τι ελεγα ; το ξεχασα ..Α!!!! η αριστερα
μπροστα στο μαυρο μέτωπο αντι να γινει ουρά
να φερεται Μικροψυχα σαν ναναι κακιασμένη
σαν να της πηρανΠαρθενιά, σαν και καμμια καυμένη
επρεπε αντιφασιστικά , πρωτη να προχωρησει
και της Θεσσαλονικης μας τα Γορδια να λύσει
…αντι για αυτο αλιμονο .. !προτιμησαν ν’απέχουν
δεν ακουσαν τους Λεφτηδες. Τωρα μπροστα τους εχουν
την Σαλονικη ολοκληρη να τους περιφρονεί
Αριστερα! Δεν ακουσες των Λεφτηδων Φωνή!!!
νάστε καλά λεβέντες μου
κι ας είσαστε καμπόσοι
μ αυτόν το λόγο τον καλό
έγινα άλλη τόση.
αμ δεν θα πάρω τα βουνά
στο σπίτι μου θα κάτσω.
έχω παιδιά και φίλους τους
φωτιές νά βάλω μάτσο.
σιγά ορέ λεφτόπουλα
μη πάρουμε τις ράχες
κι αφήσουμε τις όμορφες
να ψάχνονται μονάχες
άστε αυτούς ν’ αρχίσουνε
τραγούδια και παράτες
και πάλι να νομίζουνε
πως γίναν βοναπάρτες
κι ακόμα δεν κατάλαβαν
πως τούτη η ιστορία
σε μας θα φέρει το καλό
σ αυτούς την υστερία.
γιατι τώρα χορεύουνε
αφού σταριστερά τους
διάφορα γκρουπούσκουλα
ξύνουνε τ αχαμνά τους.
μα να ,κι αυτοί που ξύνονται
παρόλο πούναι ανάρια
αν χρειαστεί , να μαζευτούν
θ’ αφήσουν τα πουρνάρια
όπως σας βλέπω και εσείς
βλέπετε τώρα εμένα,
την σκέτη αναλογική
θα θένε , τελειωμένα.
και τότε μη σας μολογώ
ού ψύλλος εν τω κόρφω
αυτοί θα πάρουν τα βουνά
και θα γεννούνε γκόλφω.
ίσως γιατί δεν σκέφτονται
πως πίσω της ακομα
έχει η αχλάδα την ουρά
και ο κοσμάκης στόμα..
δ
Στου Παπούλη την ταβέρνα βλέπεις πρόσωπα μοντέρνα
Πάνε όλοι ένας κι ένας οι αστέρες της ταβέρνας
Εκεί πάει ο Παπαρούνας, ο Βαρέλας κι ο Μουρούνας
Πάει ο Σκόρδος ο τεμπέλης και ο Λεφτης ο τσιγκέλης
Πάει κι η κυρά η Εvω με το μαύρο της το βέλο
Και η μερακλού η Φώτω που μεθάει με το πρώτο
Εκεί πάει κι η προγιαγιακα που μεθά και σπάζει πιάτα
Πάει και η bernardina για να πιει καμιά ρετσίνα
Εκεί πάει ο Νταμιτζάνας, Μαϊντανός κι ο Μελιτζάνας
Πάει ο Ρέγγας κι ο Προπαππος , Νεροχύτης κι ο Ταμπάκος
Εκεί πάει ο Νοσφερατος, ο Γαρδούμπας και ο Λάμιας
Πάει κι ο Χατζηραπάνης, Παστουρμάς και Πεχλιβάνης
Σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι ποιος μπορεί να μη μεθύσει
Άλλος τραγουδά, χορεύει κι άλλος έρωτα γυρεύει
Άλλος πίνει και πλερώνει κι άλλος ζούλα την καρφώνει
Βρε παπουλη ταβερνιάρη γράφ’ τα κάτω απ’ το σφουγγάρι»
Γειά σου νόσφυ μου ποέτα
σου το λέω νέτα – σκέτα
μάγκα μου το ραβα’ί’σι
έχει μόλις ξεκινήσει
το μπουζούκι παίζει γάτος
ο καλός ο Νοσφεράτος
και στο μπαγλαμά παπούλης
εις το πιάνο ο «προεδρούλης»
σίσσας , βάγγος στα σεγκόντα
όλο ρίχνουν καμμιά σπόντα
στη κιθάρα ο Αναγνώστης
πούναι μερακλής και χώστης
Μαυροπρόβατος ντραμίστας
των τυμπάνων τζαζμανίστας
και οι Λέφτηδες στο πόδι
φέρνουν ούζα και χταπόδι
μα ξεχνάω τα κορίτσα
που μας δέρνουν με τη βίτσα
και μας φτιάχνουνε ντολμάδες
για να φεύγουν οι νταλκάδες
Μπερναρντίνα , Κυρα Ένη
αχ μας πήρε το ντουζένι
Δήμητρα μα και γιαγιάκα
μας εβάλανε στη φάκα
και στο πάλκο μες τη σέντρα
η Κυρά μας και αφέντρα
με τσουκάλια , μαστραπάδες
ετοιμάζει τους σαρμάδες
Όπα ορέ …. 😉
η μόνη μας ελπίδα ειν’ η λήθη
ενα σαρακι στη κοιλια μας ειν’ οι μυθοι
Η μνημη ειναι πάντα απελπισία
σε τουτη την ατελειωτη φωτο χυσία
απελπισία ειναι
να θυμασαι
τις νυχτες τις ατελειωτες
που δεν κοιμασαι
Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα
Ήσουνα ξιπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους
Ήσουνα στην αγορά και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους
Ήσουνα ξιπόλητη και μάζευες κοσάρια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια
Ήσουνα στην αγορά και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια
Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε
κάποτε η Αριστερά καπνιζε ναργιλέδες
τωρα της την Πεφτουνε »αριστεροι» ΛΕΛΕΔΕΣ
Πενήντα χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο
να ‘σαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω
κάποτε Τηγανίζαμε κεφτέδες στα Τηγάνια
τωρα μας την πέφτουνε κατι παλιοτσογλάνια
Τωρα π’αργοπεθαινουμε στου κόσμου μας την ακρη
που βυθιζομαστε αργά στο ιδιο μας το Δάκρυ
τωρα που διχως εκρηξη μα ουτε και Λυγμό
παρατηρηρουμε αδιαφορα τον ιδιο μας Πνιγμό
Τωρα π’αργοβουλιαζουμε μες το δικο μας χρέος
κι οι ευρωπέη δειχνουνε ενα μεγάλο πέος
τωρα που πιά πληρωνουμε τα αμαρτηματα μας
και ηρθε ο λογαριασμός για τα ατοπήματα μας
Τωρα που το καραβιι μας μπατάρει πια και γέρνει
και μια Μαούνα γέρικη αργά αργά μας σερνει
Τωρα που της τα βγαλαμε τα μάτια της πατρίδας
και πεσαν στα χωράφια μας τα σμηνη της ακριδας
τωρα που δεν απεμεινε τιποτε να καεί
και εχει απομεινει ερημη η δολια μάνα – γή
τώρα που σακατέψαμε τα ιδια μας τα δάση
τιποτε δεν απεμεινε να μην εχουμε χασει
τωρα που Βουρλιζομαστε στο δασος με τα Βούρλα
τριγυρω μας επικρατει το χάος και η μούρλα
-και μόνοι μας πληγωσαμε το ιδιο το Κορμί μας
μαζί με την πατριδα μας, χασαμε τη τιμή μας …
τωρα π’αργοπεθαινουμε στου κοσμου αυτου την ακρη
και π’ απ’τα αδεια μάτια μας δεν βγαινει ουτε δακρυ …
στο βαλτο καθώς πλέουμε με Ινδική πιρόγα
Θα νοσταλγησουμε ξανά του Μανιτου τη Ρόγα
http://nosferatos.blogspot.com/2008/08/blog-post_7988.html
The Raven
[First published in 1845]
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary, Over many a quaint and curious volume of forgotten lore, While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping, As of some one gently rapping, rapping at my chamber door. `’Tis some visitor,’ I muttered, `tapping at my chamber door – Only this, and nothing more.’
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December, And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor. Eagerly I wished the morrow; – vainly I had sought to borrow From my books surcease of sorrow – sorrow for the lost Lenore – For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore – Nameless here for evermore.
And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain Thrilled me – filled me with fantastic terrors never felt before; So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating `’Tis some visitor entreating entrance at my chamber door – Some late visitor entreating entrance at my chamber door; – This it is, and nothing more,’
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer, `Sir,’ said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore; But the fact is I was napping, and so gently you came rapping, And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door, That I scarce was sure I heard you’ – here I opened wide the door; – Darkness there, and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing, Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before But the silence was unbroken, and the darkness gave no token, And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!’ This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!’ Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning, Soon again I heard a tapping somewhat louder than before. `Surely,’ said I, `surely that is something at my window lattice; Let me see then, what thereat is, and this mystery explore – Let my heart be still a moment and this mystery explore; – ‘Tis the wind and nothing more!’
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter, In there stepped a stately raven of the saintly days of yore. Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he; But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door – Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door – Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling, By the grave and stern decorum of the countenance it wore, `Though thy crest be shorn and shaven, thou,’ I said, `art sure no craven. Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore – Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!’ Quoth the raven, `Nevermore.’
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly, Though its answer little meaning – little relevancy bore; For we cannot help agreeing that no living human being Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door – Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door, With such name as `Nevermore.’
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only, That one word, as if his soul in that one word he did outpour. Nothing further then he uttered – not a feather then he fluttered – Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before – On the morrow will he leave me, as my hopes have flown before.’ Then the bird said, `Nevermore.’
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken, `Doubtless,’ said I, `what it utters is its only stock and store, Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster Followed fast and followed faster till his songs one burden bore – Till the dirges of his hope that melancholy burden bore Of «Never-nevermore.»‘
But the raven still beguiling all my sad soul into smiling, Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door; Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore – What this grim, ungainly, gaunt, and ominous bird of yore Meant in croaking `Nevermore.’
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core; This and more I sat divining, with my head at ease reclining On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er, But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o’er, She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor. `Wretch,’ I cried, `thy God hath lent thee – by these angels he has sent thee Respite – respite and nepenthe from thy memories of Lenore! Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!’ Quoth the raven, `Nevermore.’
`Prophet!’ said I, `thing of evil! – prophet still, if bird or devil! – Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore, Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted – On this home by horror haunted – tell me truly, I implore – Is there – is there balm in Gilead? – tell me – tell me, I implore!’ Quoth the raven, `Nevermore.’
`Prophet!’ said I, `thing of evil! – prophet still, if bird or devil! By that Heaven that bends above us – by that God we both adore – Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn, It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore – Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?’ Quoth the raven, `Nevermore.’
`Be that word our sign of parting, bird or fiend!’ I shrieked upstarting – `Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore! Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken! Leave my loneliness unbroken! – quit the bust above my door! Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!’ Quoth the raven, `Nevermore.’
And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting On the pallid bust of Pallas just above my chamber door; And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming, And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor; And my soul from out that shadow that lies floating on the floor Shall be lifted – nevermore!
σε χαιρετώ παπούλη μου
και σε καλημερίζω
μιάς και ο μόνος είσαι δω
που βλέπεις να βαδίζω
γιατί ενόμιζα καιρό
πως είμαι του αοράτου
αφού κανείς αξιότιμος
δε με θωρεί μπροστά του.
Δεν μπαίνω στα ενδότερα
τα σχόλια της μαγίσσης
και παραμένω εδωνά
στις καρακάξιες λύσεις.
και χαίρομαι μα τω θεώ
εδώ να τριγυρεύω
να λέω ότι σκέφτομαι
χωρίς να κινδυνεύω
από σαγράδα φάμιλυ
και άλλους οδοιπόρους
που έχουν το αλάθητο
στου δέρμα τους τους πόρους.
μόνο λιγάκι θλίβομαι
-μη δίνεις σημασία
χέστηκε ο πολύδωρος
δεν έχει και αξία-
απλώς δεν επερίμενα
και ‘δω να βρω τα ίδια
που έβλεπα και αλλαχού
πως διώχναν τα βαρίδια.
με κάνει εντύπωσιν πολλήν
η θέρμη και η ζάλη
όταν περιλαβαίνουνε
τον άτιμον ,που πάλι
την ίδιαν γνώμην με αυτούς
δεν έχει ο μαύρος τάλας
και δεν του επιτρέπεται
η εκφορά της μπάλας
μπλόγκζζζ εχωμεν πολλοί
μα αφήνομέν τους όλους
αυτό που έχουν να το πουν
διχως θαλαμηπόλους
θέλω να πω ,πως άσχετον
αμα δεν συμφωνούμεν
δεν κάνομεν τον δάσκαλον
δεν τον περιφρονούμε
δεν του ορμάμε όλοι μαζί
με ζήτω και με γιούρια
και ούτε με ειρωνικά
σχόλια και παλιούρια
δεν τον χαρακτηρίζομεν
σαν δήθεν ταραξία
μόνο και μόνο επειδή
έχει άλλη αξία.
είναι εξ ίσου πιθανον
να πάθω και τα ίδια
και της περιφρονήσεως
ν ακούσω τα τσακίδια
αλλά να ξέρεις πως κανείς
δεν έχει την πατέντα
της εξουσίας εσαεί
παρά μονάχα ρέντα.
δ
Κυρα Δήμητρα συγχώρα
το παπού τούτη την ώρα
ότι θέλεις κυρά πές μου
μα δεν είμαι στις καλές μου
κι αν εδώ συμβαίνουν τόσα
μήτε κάμα μήτε κόσα
ούτε και κανα πριόνι
το κακό το διορθώνει
Αν λοιπόν βλέπεις πως στέκω
είναι γιατί δεν αντέχω
το δραγάτη για να κάνω
και μυαλό για να τους βάνω 😉
’Παιδί μου κοιμάσαι; Δεν βλέπεις ότι Καίγομαι ;
———————————————————————–
Πλάι στο φέρετρο και στη νεκρή ,με μάτια κόκκινα
Την ξαγρυπνούσε….
Από την οροφή –κρεμόταν νυχτοπούλι και κοιτούσε ,
Η τηλεόραση ανοιχτή, και το κερί να καίει ,
και για λίγο
Ξεχάστηκε να βλέπει επισήμους ,να βγάζουν λόγους για τις εκλογές και υποσχέσεις , τα λαμπερά χαμόγελα των κυριών και τις παράτες ,
Υστέρα
για λίγο έκλεισε τα μάτια κι εκοιμηθη .
Στ’ όνειρο της
Είδε πως ήτανε μικρή ,ξανά μαζί της μες το Δάσος και εκείνη
Στοργικά χαμογελούσε..
Εν τω μεταξύ, έγειρε το κερί
Και άρπαξε Φωτιά η κάσα και η Μάνα
Αίφνης στ’ Όνειρο της μπήκε και της είπε::
‘’Παιδί μου κοιμάσαι; Δεν βλέπεις ότι Καίγομαι ;
καθε φορα που απο τη μνημη γαντζωνομαστε
σαν κρεμασμένοι σενα δεντρο του χειμώνα
στα νυχια αυτου του πλεον ασπαχνου αιωνα
μες την ενδοτερη μας ψυχα ,βυθιζομαστε…
και μες τα μυχια του νου και της καρδιας
στα παραμυθια του παπου και της γιαγιάς
στην αγκαλιά και το νανουρισμα της μανας
και στην αναμνηση ενος φιλιου της Αννας
στην θαλπωρη των παιδικών μας χρονων
στης εφηβειας των ερωτικώνμας πόνων
μεσ’τη ενδοτερη αγαπη βυθιζομαστε
καθε φορα
που απο τη μνημη
γατζωνομαστε
πλεον ασπαχνου=ασπλαχνου
————————–
τα παραπανω
στην αγαπημενη
προγιαγιά
στην ερημιά αυτου του Μιζερου αιώνα
ειμαστε μόνοι σαν κογιοτ στη Αριζονα
ειμαστε μες τη Στέπα αυτη οι Λύκοι
και αλυχτουμε περιμένοντας τη Νίκη
….
Ομως
τς Νυχτες μόνοι μες τη Μονάξιά μας
κουρνιαζουμε μεσα στα εντος τα σωθικά μας
ειμαστε μονοι μες τη Στεπα ειμαστε Λύκοι
σ’αυτή τη λιγοστη ζωή που μας
ανήκει ..
………………………
κιοταν θαρθεί η πολυποθητη η Νικη
σαυτή τη λιγοστη ζωή που μας ανήκει
θαμαστε ακομα μόνοι μες την Αριζόνα
απομεινάρια αυτού του μιζερου αιώνα
πως μπλεξαμεμε τα ευρά και με τις αρες μάρες
και καθε περισπουδαστος μας λεει χαζαμάρες
κι αυτου του εξωτερικου οι πολυσπουδαγμένοι
που εξωθεν την βγαζουνε κιεναι καλοβαλμένοι
μας λένε υπεροπτικώς »Γυριστε στη δραχμουλα»
-θεε ας μη μου πόναγαν τα των δοντιων μου ούλα
να ειχα τους κυνοδοντες που μου δωσε η φυση
να δινα μια διεξοδο σαυτην εδώ την κριση….
Σαν νιώσουνε το Τέλος τους ,λένε , οι Ινδιάνοι
-Αυτοί που με πνεύματα μιλούν κι είναι Σαμάνοι
Φορτώνουν τα υπάρχοντα σε μια παλιά Πιρόγα
Και προσπαθούν να φτάσουνε του Μανιτού τη Ρόγα …
Μες την Πιρόγα κάθονται και έτσι γλιστρούν στο Έλος
Το Νεκρικό σαν αισθανθούν ,το των Σαμάνων Τέλος
Και προχωράνε σιγανά μες του Θεού τον Βάλτο
Κι όταν φτάνουν στο κέντρο του , Κάνουν εκεί ένα Σάλτο
Κι εν τέλει ο Βάλτος τους Ρουφά στην Θεία αταραξία
Και οι Σαμάνοι σβήνουνε μες την Ανυπαρξία
Βυζαίνουνε το γάλα τους στου Μανιτού τη Ρόγα
Και άδεια πλέει απαλά η Νεκρική Πιρόγα
κουβέντες άκουσα πολλές
πολλές και μαλακίες
όταν ανοίγει ο στόμας του
επίσης και κακίες
μα τόσο παχυδερμικόν
και τόσο των ερώτων
ποτέ δεν τον φαντάστηκα
τον τρίτον εκ των πρώτων
άσχετον,
κάθε που βλέπω στην τιβί ,
τον πάγκαλον ακόμα
μιά αναγούλα μόρχεται
ευθύς μέσα στο στόμα
αφού εκείνος ήδη ζει
μέσα στην ευτυχία
και μένα εκ της αφραγγιάς
βουίζουν τα ηχεία
των άδειων μου των τσέπεων
εμού και των παιδίων
ενώ η παγκαλοκοιλιά
βαδίζει εκτός σχεδίων.
είναι κανείς να απορεί
που βρίσκει τόση αγάπη
στην αγκαλιά του δουνουτού
στης Μέρκελ το κρεββάτι.
με τόσον πόθον δυνατόν
και τόσην ευτυχίαν
νταλκάν ακατανόμαστον
να συντελεί μοιχείαν
τόσον που αναρωτήθηκα
μην είμαι εγώ η φταίχτρα
όπου δεν αντιλήφτηκα
του έρωτα τα μέτρα
αυτά που με περίσφιξαν
με αγάπη κι ευτυχία
κι απο το σφιχταγγάλισμα
μου έφυγ’ η τραχεία;
δ
ομού μετά παγκάλου
AKOY ΨΥΧΟΒΓΑΛΤΗ
προσεχως
AKOY ΨΥΧΟΒΓΑΛΤΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
μες στην στενή μπλογκοφαιρα και την στενοχωρία
που κάθε τόσο γίνεται το από δυο χωρία
μέσα σαυτον τον βόρβορο μέσα στον συρφετό
Που κάθε τόσο σουρχεται να κανεις εμετό
Όμως ακόμα προχώρας και σφίγγεις το στομάχι
Γιατι είναι ατέλειωτη αυτή εδώ η Μάχη
Δεν είναι μάχη μ’ ήρωες -είναι μάχη με κτήνη
και κάθε τόσο έρχονται και άλλα τόσα Κτήνη
και είναι ακατανίκητα με όπλο την Βλακεία
και κάθε τοσο αμολάν και μια μαλακια
– Και όταν μένεις άναυδος μπροστά στην Κτηνωδία
– Τα κτηνη όλα- εν χορώ -κάμνουνε χορωδία
–
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Νόσφη μου τα ματάκια σου
έχουνε κοκκινήσει
κι οι φοβεροί κυνόδοντες
σου έχουνε ξασπρίσει
Μα αντίς να πίνεις άλλωνε
σχολιαστών το αίμα
κατάλαβε το νόσφη μου
το νετ είν ένα ρέμα
και μόνο όταν κολυμπάς
άνετα σαν δελφίνι
μέσα στα μαύρα τα νερά
γλυτώνεις απ τη δίνη
Για αυτό λοιπόν ηρέμησε
κανείς δε θα σ’ αγγίξει
εδώ στου γιάκοβ το τσαρδί
μη σ’ ανεβεί η σφύξη 🙂
Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος
Μουσική: Μανώλης Χιώτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης & Μανώλης Χιώτης ( Ντουέτο )
Άλλες ερμηνείες: Στελλάκης Περπινιάδης & Ιωάννα Γεωργακοπούλου ( Ντουέτο )
Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ
Τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα
Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε
Ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα
Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πια πικρό
Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις
Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό(τροπος του λέγειν βεβαια) 😉
Γιατί γυρεύεις κόνξες σ’ άλλονε να κάνεις
Φύγε λοιπόν αφού το θες αλλού να πας
Κι άσ’ τες τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις γκρίνιες
Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα π’ αγαπάς
Να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες
στον παπουλη με την αγαπη μου…
βΡΗΚΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΧΕΛΙΔΩΝΑΣ ΣΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΝΑ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΑΨΩ για να μη το φανε τα σκοτάδια ..
———————————————————————————–
o καναρινογάτος
Ιούνιος 22, 2007 στο 9:33 π.μ.
Νοσφεράτος
Μεσα στα βαθειά μεσάνυχτα , κίτρινος και βαρβάτος
Μουρθε , παράξενο γατί: ο καναρινογάτος
Ήταν παχύς και με ουρά ,με κεφαλήν Τουιτη
Δεν ξέρω απου που τρύπωσε , μες το δικό μου σπίτι
Ηρθε και ξάπλωσε φαρδιά, απάνω στο γραφείο
Και χάιδευε με την ουρά την φωτο με τον Θειο
Με κοίταξε περίεργα ,κι είπε κάτι σαν, τσιαου!
Και βαθειά χασμουρήθηκε κι έκανε ένα μιαου !!
Κάτι με ανησύχησε η επίσκεψη αυτή
Το νοιωσα, το πουλόγατο είχε κάτι να πει
Και το ρωτώ τρεμαμενος ω! κίτρινο γατί…
Μη θέλεις κάτι να μου πεις ,ψιθυριστά σ΄αυτί ;
Το ρώτησα διστακτικά, ομού με μια φοβία-
φοβόμουν μη παράδοξη συμβεί μια ιστορία
Μ’ αυτό αφού τανήθηκε και έξυσε τα νύχια
Μου είπε-και με τάραξε ,βαθειά μέχρι τα μύχια
‘’ένα μονάχα θα σου πω! φιλάρα Νοσφερατε
Πως την Πιπίτσα .όλοι εσείς ,ποτέ δεν θα τη Φάτε
Δεν είναι καμιά σουρλουλού ,καμια τρελοκαμπέρω
Μα υψηλής περιωπής Γατόνι , απ’ όσο ξέρω
Και έχει τρίχωμα στιλπνό και όταν κανει Μιαου
Την τρέμουν όλα τα σκυλιά , Ιδίως τα Τσιουαου
Και καρδερινικα φτερά και όταν κελαιδεί
Είναι σαν να άκουσες ,σπανιότατο πουλί
Αμέσως εκατάλαβα τι ήθελε να πει
Ετούτο το παράδοξο καναρινογατι
Που η Πιπίτσα το στειλε για αγγελιοφόρο
το» Never more’’για να μου πει
Κι ένιωσα σαν τον Πόε
-Όταν κι εκείνος άκουγε απ’ το γνωστό κοράκι
Το» ποτε πιά ‘’που τουλεγε με σκοτεινό γελάκι
Κι ηταν η ωρα δώδεκα ,βαθειά στο μεσονύχτι
Κι ένοιωσα να τυλίγεται η καρδιά μου σ’ ένα δίχτυ……
και ενα από τη συλλογή ..
οι Μπεκαλτσούλες του Θείου Ισιδωρα
Σήμερις που σηκώθηκα αγουροξυπνημένος –
γιατί το βράδυ ως αργά ήμουν ξεδιπλωμένος
και έγραφα αλύπητα στους Ιντερνέτ τους μπλόκους
να λύσω τα μελλούμενα και της ψυχής τους κόμπους –
και πάνω εκεί που μάταια πάλευα με την κάλτσα
και αναλογιζόμουνα κι εκείνη την Μπεκαλτσα
Ηκουσθη εντός μου μια φωνή που ήταν μάλλον Φάλτσα :
‘’ Νοσφυ –μου λέει -πρόσεχε τι κάνεις στη Ζωή σου
Και με τα Μπλογκια που μπλεξες μη χάσεις την Ψυχή σου
Τες ηδονές σου μέτρησε και μη το παρακάνεις
Γιατί απ’ την απόλαυση μπορεί και ν αποκάμεις
Γιατί αυτό πούνε γλυκό , ύστερα σε πικραίνει
Και το λουλούδι της χαράς ύστερα σε Μαραίνει
Γιατί όλα τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος
Κι αν δεν το δεις, βυθίζεσαι μες στης ζωής το Έλος
Πρόσεχε την υγεία σου … Σταμάτα τους καφέδες
Και κόψε και το κάπνισμα κιολους τους ναργιλέδες
Γιατί από το κάπνισμα και το πολύ χαρμάνι
Καπνίζει όλη η φύση σου και γίνεσαι Ντουμάνι
Θυμήσου τον Επίκουρο και τα σοφά του λόγια
Και άσε τα μπερδέματα μ’ αυτά τα μισοφόρια
Για μέτρα και την πίεση ,πρόσεχε την κοιλίτσα
Πριχού να σου ρθει κουτσουλιά από την Μπεκαλτσιτσα
-Ήταν του Ισιδωρα η φωνή , του αγαπημένου Θείου
Και ήταν όλο διδαχή κι απόσταγμα του Βίου ….
Σχόλιο από Νοσφεράτος Μάιος 24, 2008
Mια μπεκαλτσα εκατσε απανω στην κρεμαστρα
-την κουστουμια ετοιμαζα και εψαχνα και για καλτσα-
Με συλλογη με κοιταξε και μου ρε Πι-Αρ,
σα να βαλες πολλα κιλα – τι τρως? …Κανα κριαρ?
…στην καθησια , η τοριξες παλι στις σοκολατες,
σαν χοιρινο εγινηκες και θα σε κλαιν οι γατες.
Τι 8ες? Σκληρα τη ρωτησα, δεν ειμαι πια Πι-Αρ,
με διωξανε οι δαιμονες, οικονομιες γαρ,
μα εκανα μοναχος μου μια ποιο ωραια μπαζα,
διαφημιστης του Τιποτα – αγορασα και βαζα,
για λελουδα να ευφραινεται της Σφηνας* η καρδια,
βλεπεις μου γλυκοκοιταζε ενα μαντραχαλα,
μονο πολυ επαχυνα – ολο μεστο γραφειο
ιδεες να γυρνοβολουν στο ερμο μου κρανιο,
-Ο Τιποτας θελει δουλεια, γιατι ειναι ενα αστειο.
Πολυ λοιπον καθιστικη γινηκε η ζωη μου
μονο με πιτσα προσφορα τρεφομαι πια παιδι μου
πληρωνεις μια, παιρνεις δυο – με σφιγει το βρακι μου…
………………………………………….
Που λες, σκονη γινηκανε ολα οσα θωρουσες
απ’του ΙΘΙ την οροφη με τις μορφες τις ρουσες,
στα ομορφα ακροκεραμα, απο οπου ξεκινουσες,
του Θειου τα θεληματα ταχια, ταχια να κανεις
και ευθυς για την αναφορα στη ντατσα του να φτανεις .
Αραχνιασε το κτηριο- και ολα τα πουλια
την κανανε στα γρηγορα για μερη μακρυνα.
………………………………….
Αλλα εδω τι σε’φερε, μεσα στο μπουντουαρ,
χαιρεκακα να μου χτυπας οτι ειναι πια μοσχαρ,
μηπως θελει ο Ισιδωρας τον Τιποτα για κατι?
Θελει μια καταχωρηση η κανα μπιλιετακι?
Εχεις σχεσεις ο Τιποτας – πολλες οι επαφες
με δημαρχο, με υπουργους και με ολες τις αρχες.
…………………………………
Παραρτημα εγινηκε? Ποιου ρε, της χελιδονας?
Αλλο μαυροασπρο πτηνο? Τι λες? Ποιας τσαπερδονας,
κατεβηκε στη γκλαβα της να κανει μαγαζι,
τα ποιηματακια να στρωθουν σε κοκκινο χαλι?
Ειν’ μια «μαγισσα κακια»? – Πως το πες, καρακαξα?
Με κοροιδευεις θεωρω κι αν δεν ησουν μπεκαλτσα,
που λογω του παλιου καιρου εχω μες στην καρδια,
θα σε μαγειρευα ευθυς να φανε τα παιδια.
Ααα, τα παιδια? Καλα ειν΄- καλα, ο ενας ολο παιζει,
ο αλλος επανασταση – ο κωλος του τα θελει,
προχτες μαλιστα τρεχαμε σαν βλακες στη ΓΑΔΆ
γιατι τον μπαγλαρωσανε κατι καλα παιδια.
Τουλαχιστο ο Τιποτας ακομα με πλερωνει
κι ο δικολαβος εφαγε καλα – γιατι ειναι και γατονι.
………………………………………..
Λοιποοον, δεν εχω «ποιηση» που λες μες στη ζωη μου,
στην καρακαξα θα κοιτω καμμια φορα μικρη μου,
ελπιζοντας μια συνδεση με ταλλο παρελθον
-δεν συζητω ποσο σκ..τα ειναι πια το παρον,
βλεπω αλλες ταυτοτητες αλλες μασκες στη μουρη,
μα το κουσουρι φαινεται – καμπουρα στον καμπουρη…
Ευθυς τους γνωρισα εγω, ειμαι γνωστο τομαρι,
ο Satanas με εμαθε και ταλλο το γομαρι,
ο Χαρος, του Αχεροντα ο ορεινος βαρκαρης
κι ο Τιποτας μ’εξασκησε στην τεχνη – οτι παρεις….
Πι-αρ η διαφημιστικο, παντα εγωπαρασιτω
αναγνωριζω μυρουδιες απο κρυφο σκ..το,
κι αναλογα το υλικο το χρησιμοποιω.
……………………………….
Στην ποιηση, ναι, η βρωμα της ζωης ειν’ υλικο μεγαλο
το αιμα ειναι η τροφη της τεχνης και το σπερμα,
τα παθη και παν’ στη κορφη του Τιποτα ο γιος
ενας πελωριος ασκημος εγωισμος χοντρος.
Καθρεφτες χρειαζομαστε – να βλεπουμε εμας,
ποσο καλα τα γραψαμε με μιας…
…………………………………..
Λοιποοον, καλα τα ειπαμε – οι χρονοι χαλεποι
αλλα μεσα μας ειμαστε ακομα δυνατοι,
παιδια οπως παλιοτερα μα με γκριζα μαλλια,
αλοιθωρα κοιταζοντας στου πιθου την κοιλια,
κλωτσαμε μπαλες ομορφες και χαρωποι αρλεκινοι
στην τρυπα ολο μας οδηγουν με τουμπες οι κρετινοι,
το χρεος και το ελλειμα μας αλλαξαν τη μερα
εφυγε πια η δεξια και ηρθε η χολερα.
Απόψε φίλοι θα χαρώ που θα καλωσορίσω
μες το φτωχό μου το τσαρδί τον φίλο Αλκιβιάδη.
( Το σχόλιο του άργησε έπρεπε να το αφήσω
ως πρώτο του «ελεύθερο» , σαν το πουλί να άδει )
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΑΓΑΠΗΤΕ 🙂
Καλως σας βρηκα μαγισσα με την λευκη μουστακα…
Μα τι νικνεημ ειναι αυτο? Τυρακι παν’ στη φακα?
Τεσπα – πολυ το χαρηκα και παλι θα ξαναρθω….
Πινω λοιπον ενα κρασι σε σενα – ασπρο πατο.
Και εγώ θα πιώ τη κούπα μου ορ’ Άλκη στην υγειά σου
χαρά μου που βρεθήκαμε , ελπίζω και δικιά σου 🙂 🙂 🙂 🙂
Νόσφη , Προπάπε , Προγιαγιά , Δόκτωρα , Πιδύε , Γιαγιάκα και όλη η παρέα , ΗΡΘΕ Ο ΑΛΚΗΣ )
ΥΓ Άλκη , αν μπαίνεις εδώ με διάφορα νικς θα υπάρχει στοπ από τη Πόρσε και θα με βάλεις να τρέχω … 😉
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_9113.html
Στην εποχή μας Αλκη μου , ως και τα χελιδόνια
Κρύβονται μες σε μυστικά , υπόγεια αλώνια
Κάνουν κρυφά πετάγματα, μπαίνουν στις καμινάδες
Και μοιάζουν με ασπρόμαυρες, μικρές Χιoνονιφάδες
……….
Γλιστρούν κρυφά μες τις ψυχές, όπως τα ουράνια Χιόνια
Και ξάφνου εμφανίζονται και μέσα στα Σαλόνια
Κάθονται τιτιβίζοντας πλάι , στον καναπέ
Την ώρα που μακάρια ,ρουφάς τον Ναργιλέ
Τα χελιδόνια σαν γλιστρούν στο εσωτερικό μας
Μοιάζουν ανάσες λευτεριάς που πνίγονται εντός μας
Ένα τραγούδι εσώτερο που βγαίνει σαν λυγμός
Και μοιάζει η αγάπη μας να’ ναι σα στεναγμός
Στον έξω κόσμο κείτονται Νεκρά τα χελιδόνια
Μα μέσα, τιτιβίσματα ,ακούγονται αιώνια
Ο έρωτας είναι μια πλάνη που μας γνέφει
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_5784.html
Ο Αλκης αριβαρισε αποψε απ’τα παλια
με τις αρθρωσεις δυσκαμπτες και ασπρα τα μαλια
Κι ελεγε για έναν Τιποτα κι ολο παραμιλουσε
ενω απ’ τη συγκινηση το δακρυ του κυλουσε
καθως θυμοταν το ΊΘΙ, ηθη και παραδοσεις
-τα ρέπος τοτε ειχανε τεραστιες αποδώσεις-
τον θειο τον Ισιδωρο γερό και κοτσονατο
με τις χοντρες τις ακριες σε Αμερικη και ΝΑΤΟ
κι ολων τις μασκες εβγαζε να βρει παλιους συντροφους
από του Γραμμου το βουνο κι από τους γυρω λοφους.
Παπουλη αναψε φωτια και σφαξε μια γιδα
γιατι αποψε χαρηκα που τονε ξαναειδα
παλι με χρόνους με καιρους παλι μ’αυτή την Κριση
-που δεν μπορει μανουλα μου ο Βηχας να μ’αφήσει
-εν μέσω ταβανόμυγων- μεσω καλικαντζαρων
Περσων , Μόγγόλων εισβολών και Σλάβων και Αβάρων
και τωρα που ωρύεται Αμερική και Νάτο
και η Ουγγριτσα η μικρή γυρευει Μαντολάτο
και που Υπονομεύεται και ολη Η Ευρώπη
και μας την βγαινει αλυπητα η καθε Παρθενόπη
τώρα που καταρρεουμε μεσα στα Βαλτοτόπια
και μας κλωστουν τ’αφεντικά και νιωθουμε σαν Τόπια
και που παγιδευτηκαμε σαν ποντικοι στη Φάκα
και θα μας κανουν μια χαψια ,ετσι ..στο τσακα τσακα
Τωρα που ολα χανονται και σειέται η γη απο κάτω
να που ανταμωσαμε ξάνά με τον παλιοο μας Γάτο
και να που ξαναειδαμε τον μέγα Αλκιβιάδη
-τα ματαια μας πριν κλεισουμε, πριν παμε για τον Αδη –
μια τελεταια αναλαμπή του ΙΘΙ, μεσ ‘στα ερέβη
-χρωστάω μια απάντηση και στη κυρια Evη………………….
Το χάρηκα ορέ satan μπροστά μου που σε βρήκα
να βάλει κάνα λαϊκό, θα πω και στη Μαρίκα.
Λίγο μου κακοφαίνεται που αντί για γουρνοπούλες
το ριξες σε σκληρούς καιρούς σε Domino πιτσούλες.
Όμως μη σεκλετίζεσαι, κι ο Τίποτας είναι κάτι
και θάρθουν πάλι οι καιροί μ ένα καλό πελάτη.
Τότε θα φύγουν περιττά κιλά κι ευρώπουλα θα δούμε
σώβρακα σμολ θα φοράς ξανά και στο salero θα βρεθούμε.
Τι γίνονται οι σκύλοι σου; Πως πάει το σφηνάκι;
σε σκέφτονταν οι φίλοι σου και βγήκε ποιηματάκι.
για τον ερχομο τΟυ σοφου Αλκιβιαδους
θυσιαζω την ΤΕΤΑ ΤΗΝ ΣΙΤΕΥΤΉ
http://nosfy-myblognosfy.blogspot.com/2008/07/blog-post_3922.html
Εδω δεν θελω αιματα, δεν είναι εδώ το Σουλι
Δεν είναι του Παπουλη εδώ, είναι του Προπαπουλη!
Εδώ πετουνε οι αετοι οπου τα πανθ’ορουνε
και όλα τα σκανάρουνε όταν ψηλα πετουνε
κι οταν δουνε αιματα μεσα σε παποιο ποστ
ζωνονται φετες με ψωμια και γινονται Αητόστ
σαν καμικαζηδες ορμουν τοτε και παπαριαζουν
γιατι γνωστο είναι τα αιματα με το κετσάπ πως μοιαζουν!
* * *
Μετεφερα το ποιημα από ένα άλλο ποστ
και το σουταρισα εδώ, σε τουτο το γκολποστ
Στο ποστ αυτο ο Αητοστ δεν ηρθε να γαμησει
ηρθε σκληρα να εργαστει και να σταδιοδρομησει
ηρθε να κανει ονομα και διεθνη καριερα
και όχι να καθεται αραχτος μεσα στη γκαρσονιερα
την καρακαξα ολημερις να τηνε απαυτώνει
ως που να γινει αλκολικος, αλητης και κλεφτρονι.
Κυριες μου και κυριοι κι εσεις μαλακιστηρια
που σας αρεσουν τα πουλια –κυριως τα μυστηρια-
υποδεχθειτε τον Αητόστ με θερμη και με αγαπη
κι αν δεν σας κανει ο Αητοστ θα φερω τον αραπη!
Τη γιδα αμοληστε τη να τρεχει στα βουνα
– δεν της αξιζει να τη φαει, κανενας και καμμια.
Μια πιτσα βετζετεριαν μπορει να μοιραστουμε
στον νοστο του ιδρυματος μαζι να βυθιστουμε.
Για λιγο – μονο το παρον εχει καποια αξια
το να κολλας στο παρελθον ειναι μια μαλακια…
…………………………………
Το παρελθον ειναι βαρυ σαυτο το εθνος -κρατος
ειναι βαριδι μόλυβδου που σερνουμε με παθος,
τα αιματα τα τοτινα οπλιζουν πια τις γλωσσες
και κακαριζουν νευρικα -κοπαδι απο κλωσσες…
…………………
Λοιπον Παπουλη ο Πι-Αρ ειναι ο Αλκιβιαδης
τον Χαρο και το Satana τους εφαγε ο Αδης
δεν δυναμαι να χειριστω πια διαφορες περσονες,
την Πορσε θα τανε καλα γεματη τσαπερδονες
να την παταγαμε γερα για καμμια παραλια
μα ειναι ο καιρος βαρυς και εχει και θηρια.
Λοιπον δαιμονικες δεν θαχω μαριονετες
κι η Πορσε η σαραβαλη δεν θα μας κανει φετες.
………………………………………….
Χαρηκα που τα ειπαμε, καλα ειναι η Σφηνα,
ΟΚ ειν’ και τα παιδια – παρα των ΜΑΤ την πεινα,
οι σκυλοι- καποιοι γερασαν και φτανουν στο πηγαδι
του Κερβερου το παιγνιο θα ειναι μεσ’τον Αδη.
………………………………………….
Λοιπον σας θελω ζωηρους, ναχω τι να διαβασω,
ξενυχτια πεφτουνε πολλα – ταχει του Τιποτα η δουλεια.
Σχολια πολλα δεν προκειται εγω να σας φορτωσω,
αλλα αν με τσιτωσετε θα μπω και θα τα χωσω.
Δεν ειν’ το μπλογκιν για εμε, να γραφω μου ‘ναι βαρος,
μου ειναι δυσκολο πολυ, μπερδευομαι ο μαυρος.
Μα κανα ποιμα απαυτα που λεν σατιρικα
μπορει να σκασει τη μουριτσα του εδω πα.
(Νοσφυ !!!!)
….Η γιδα τη σκαπουλαρε, αλλα αυτη την Τετα,
την παιρνω για ενα γρηγορο – να φυγουν τα κλαπετα…
Που ηταν αυτουνος ο τσολιας τοσο καιρο βρε Νοσφυ?
Θα κανω μια ερευνα μην εχει παγοκοφτη
κι ευθυς σπονδη 8α κανουμε στους Ερωτα και Βακχο
δεχομαι τη θυσια της – πιανω τον κορφο βραχο!
Καληνυχτες βρε!
ειναι Ρευστός, ειναι Υγρος παντα ο Χρόνος
και μεις ,στη οχθη αυτού του ανυδρου αιώνος
ειμαστε μονοι, και στην ακρη, Διψασμένοι
κι ολα ο Χρόνος,ποταμός τα παρασέρνει..
Ειναι Υγρος, σαν τη Ζωή παντα ο Χρόνος
και μεσ τα βάθη του πνιγμένος ενας Φόνος
καποιος που βουλιαξε ,τον πηρε το ποτάμι
ειναι σκληρό ,παντα ,του χρόνου το πλοκάμι
Φευγει αδυσσωπητα του ποταμου ο Χρόνος
κι ειμαστε μόνοι μας στις οχθες του Αιώνος
τους δαιδαλώδεις του μαιάνδρους ,κυνηγάμε
Μεχρι το τελος μας ,το άπιαστο ζητάμε
…
αναρωτηθηκες ποτέ τι ναναι ο χρόνος ;
αυτο φευγει, ενώ μενεις πάντα μόνος
ειναι ενας χειμμαρος που ρεει μανιασμένα
και συ βαστιεσαι απο κλαδι απεγνωσμένα…
Μην ανατιστεκεσαι στον χρόνο οταν ρεει
εισαι σταγονα ΄σε ρυακια π’απορρεει
δεν εχει τελος ουτε αρχή αυτος ο Χρόνος
και συ μια σταλα στο ποταμι του Αιώνος.
και συ διαβάτης
Καλώς τονα καλώς τονα τον άξιο Ιθιστή
Κι αν λίγο βάρος έβαλε αυτό δεν μας λυπεί
Είναι τερτίπι επίκαιρο να βάζουμε κιλά
Για να προσγειωνόμαστε σε μόρια μαλακά.
Γιατί είναι δύσκολοι οι καιροί και όπως κι αν τα στρώσεις
Σε κυνηγούν οι ανατροπές κι είν΄ εύκολες οι πτώσεις.
Μας είπες για τον Τίποτα, είπες για τα παιδιά
Πώς την εσκαπουλάρανε και πώς ειν’ η κυρά.
Χαρά πολύ μας έδωσες κι έφερες αναμνήσεις
Απ’ όταν για τα ομόλογα μιλούσαν οι ειδήσεις.
Τότε που ήταν άνοιξη κι ούτε κι ο Νοσφεράτος
Δεν φανταζόταν, πού μπορεί, να φτάσει αυτό το κράτος.
Εδώ λοιπόν θα κράζουμε με μέτρο και με ρίμα
Και κοίτα μην ξαναχαθείς θα ναι μεγάλο κρίμα.
Έμπνευση εγώ σου εύχομαι στης ποίησης τ’ αμόνι
Μόνο που από ανεψιός έγινες δισεγγόνι.*
*τουλάχιστον για τις προσφωνήσεις
( Άσε που πρέπει να βάλεις ένα χεράκι για την ανάταξη του ηθικού του Νοσφεράτου που είναι πολύ δύσκολη, μέχρι και την Τέτα εξαφάνισε).
πηγα να ψησω αητοστ σε αητοτοστιερα
μα ο αητοστ μου ξεφυγε γυρευοντας Αερα
κι ολημερις φτεροκοπά αναμεσα στους τοιχους
κι απελπισμένα με κοιτα βκαι βγαζει αητοΗχους..
να τον καλμαρω δεν μπορω και πως θα τονε Ψησω ;
μου φαινεται στον ουρανο παλι θα τον αφησω………….
Τούτη τη μέρα την ψυχρή που πάγωσε τους τοίχους
ένα μονάχα θα σου πω: Είσαι αετός στους στίχους.
Ένας αητόστ καθότανε
στον ήλιο και ψηνότανε
κι ήτανε θέρος -εποχή
της θερινής ραστώνης
μα ήταν βαρβάτος αητόστ
αητοστεστοστερόνης
Ω !αητε αητητε κι αητοστερόνη
-προσεξε οταν την τραβάς εκεινη την περόνη
δεν ειν’αετισιο αυγό , ειναι χειροβομβιδα
φοβαμ’ αητε πως σουστριψε και πάλι εκεινη η βιδα ……
άγριος ο αητόστ
άγριος κι ηχηρός
άγριος σα θάνατος
αλώνισε κι εμάς
(διακρίνω μια προϊούσα κατάπτωση της στιχοπλοκίας. Περαστικά μας)
μπερνι σου χαριζω
μιας κιερχονται και Χριστουγεννα
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_109.html
Φεγγάρι , μισοφέγγαρο….
———————————
Φεγγάρι , μισοφέγγαρο, σα φέτα από καρπούζι
Και σα χαμόγελο μικράς που βγαίνει από τζακούζι
Και κρέμεσαι στον ουρανό εν μέσω της νυκτός
Σαν λάμπα σ’ οίκο ανοχής που μένει ανοιχτός.
Και μέσα στ άστρα βρίσκονται οι ουράνιες πουτάνες
Αστραφτερές σα γκέισες ή σαν Αγγέλων μάνες
Κι εμείς της νύκτας βροχερής, μοναχικοί διαβάτες
Μες το μπουρδέλο μπαίνουμε , του ουρανού πελάτες
Κι εσύ φεγγάρι που κοιτάς και είσαι Φαναράκι
Ετούτων των Χριστούγεννων τ’ ερωτικό Βραδάκι
Και λαμπυρίζεις σιωπηλό, νυχτερινός λωτός
Φεγγάρι που χαμογελάς σα μια σχισμή φωτός
Σελήνη , Καρπουζόφλουδα σ’ ουράνιο μποστάνι
Δείξε και λίγο στους αμνούς που μένουμε στη στάνη
Και όλο κοντοστεκόμαστε στο χείλος της απάτης
Μια δόση απ’ τα μελλούμενα ,μια γεύση της αγάπης…
και στην πολυαγαπημένη προγιαγιακα
αυτο:
Δεκτό!!!!!!
το ηξερα οτι θα σου αρεζε 🙂
Στο καταφύγιο τούτο εδώ , στη ποίησης τη ντάτσα
προσφεύγουν όσοι τραγουδούν χωρίς να κάνουν φάλτσα
και όσοι δε γουστάρουνε να τρώνε τ’ άντερα τους
με άλλους να μαλώνουνε για τους μικρούς θανάτους
που ζούμε τώρα όλοι μας καθώς ολόγυρά μας
πυκνώνουνε τα σύγνεφα και καίγεται η ουρά μας.
Κι όταν κάθε ποιητής είναι βαθειά χωσμένος
στου βίου μέσα τα σκατά ως το λαιμό θαμμένος
ή σαν δεν έχει έμπνευση νιό πόστ για ν’ ανεβάσει
στη καρακάξα έρχεται , στη ζέστη να κουρνιάσει
να βλέπει φίλους γκαρδιακούς αητούς να αμολάνε
και στιχουργίνες εκλεκτές με χάρη να μιλάνε 🙂
Θενκς Νόσφι!
ΥΓ. Κι εμένα μ’ αρέζει ο Ταρκόφσκης
Στο καταφύγιο τούτο εδώ , στη ποίησης τη ντάτσα
προσφεύγουν όσοι μπούχτισαν να τρώνε όλο χλαπάτσα
γιατί όση υπομονή κι αν κάνει η ψυχή του
μαύρισε πια το σκώτι του κι εκάη το… σκουτί του
Κι όταν κάθε ποιητής είναι βαθειά χωσμένος
στης βιοπάλης τα σκατά, πατόκορφα χεσμένος,
να ξαποστάσει έρχετ΄εδώ και έμπνευση να πάρει
όσο της πόρνης της δουλειάς κρατάει το φανάρι.
Την έμπνευση αναζητά και την καλή παρέα,
τον προπαπού, τον βάμπιρα, την κοτσωνάτη γραία,
-την προγιαγιά λέω καλέ, μην παρεξηγηθούμε
νομίζοντας πως εννοώ άλλον, και φαγωθούμε!-
Και τώρα, πολύ πρόσφατα, ήρθε κι ο Αλκιβιάδης
και γέμισ’ από λούλουδα της ντάτσας ο λιβάδης.
Φέρε παπούλη το κρασί και στρώσε το τραπέζι
και τα φαρμάκια θα γενούν μέλι και πετιμέζι!
Σ αυτό το καταφυγιο , σε τουτο το Κονάκι
οσοι διψουν για ποιηση πινουνλίγο νεράκι
και οσοι δενζαλιζονται στου Βίου παραζάλη
οσοι τη φαντασια τους εχουν για προσκεφάλι
οσοι δεν περνουν σοβαρά πολύ τον εαυτό τους
οσοι μες τη μιζερια μας σηκώνουν τον σταυρο τους
οσοι κοιμουνται μ’ανοιχτα τα ματια της ψυχής τους
κι ακουλουθουνε σιωπηλά ταξιδια μιας ευχής τους
αυτοι που ονειρευονται ακομα μεσ τα Μύχια
και κολυμπούν στα Ονειρα απ’τη κορφή ως τα Νύχια
οσοι δεν χανοναι ποτέ στην ιδια τους τη Λήθη
και ξεδιψουν με το νερό π’ αφηνουνε οι Μύθοι
ολοι αυτοι κουρνιαζουνε σε τουτοτο κονάκι
που μοιαζει μ’αποτσιγαρο που σβήνει στο τασακι ..
στους παπούλη προπαπουλη γιαγιακα προγιαγακα
————————————————————
Πολλές φορές σκεφτόμαστε ,όταν τελειώνει ο Χρόνος….
Πολλές φορές σκεφτόμαστε ,όταν τελειώνει ο Χρόνος
Και βγαίνει απ’ τα βάθη του ο Γνώριμος μας Πόνος
Όταν συλλογιζόμαστε ξανά παλιά συμβαντα
– όταν πια τα περάσαμε –τα χρονιά τα σαράντα .
(ηντα)
Όταν τελειώνει ο χρόνος μας και μπαίνει ο Νέος χρόνος
Γκαρίζοντας…..Σαν Γάιδαρος .
Σαν ναναι Χρόνος- όνος
Και φεύγουν οι ελπίδες μας και δεν μένει καμία
και μένει αμανάτι μας Μόνο η Αστυνομία
Και νιώθουμε τη σήψη μας ,τα λέπια στο κορμί μας
Κι εξαφανισθη για καλά της νιοτης η ορμή μας
Κιο Χρόνος από διπλά μας κοάζει σαν βατράχι
Και όλοι γύρω μαίνονται κι αδημονούν για Μάχη
Κι ανοιγοκλείνουν αι Οπαι σαν νατανε Αιδοία
Και σφάζει τα παιδάκια της κι η Τρομερή Μηδεία
Κι ο Έκτορας σαν σέρνεται στο Άρμα Αχιλλέως
Κι ο Κρόνος μπαίνει στη Σκηνή και είναι Πειναλέος
Σαβαρακατρανέμια του λέμε του Αιώνα
Γεννιούνται τα’εγγονακια του-σαν Βατραχάκια : Μόνα
Κι ένα χρονακι στεκεται στο κέντρο σαν Χαμίνι
Και γυρω του τ’ακολουθούν Χρόνια πολλά : Γυρίνοι
Και μεις αναρωτιόμαστε : Που να μας παει ο Χρόνος ;
Και σαν τον σφάχτη απαντά ο Γνώριμος μας Πόνος .
αφιερωμένο στον αλκιβιαδη με τον οποιο καποτε καναμε μια ωραια συζητηση για τις Μαριονέτες του Κλάιστ και τις περσονες στα Μπλογκια
—————————————————
Στη Καρακάξα πλήθυναν περσόνες- μαριονέτες
κι ολες το ρίξαν στον χορό, και κάνουν πιρουέτες
Σ’αυτό το κουκλοθέατρο, η Αλήθεια ανασαίνει
Κι η μύτη του Πινόκιο ολο και πιο μακραίνει
.Ποιό ειν’ αραγε το σύνορο Αλήθειας και Ψεμμάτων;’
Και ποια στ αλήθεια η διαφορά περσόνων ή σωμάτων;
Που πρίν ανοιγοκλείσουμε τα ματια δυο φορές
Ολα τριγύρω αλλάζουνε , το Τωρα ειναι Χθές …”
Καποιες φορές οι άγγελοι
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_1675.html
στην προγιαγια
To whom it may concern
Μην ξαφνιαστείς αν αισθανθείς
φωνή να ρθει κοντά σου
χρόνια πολλά ήρθε να σου πει
για τα γενέθλια σου
Ποτές μου δεν καταλάβα τι λένε αι Γυναικαι
φταιει που και απο μικρος φλερταρα με το ΕΚΚΕ
οι ΕΚΚΕτζουδες ειχανε πολύ μακρυ ποδαρι
και στις πορειες πηγαιναν ολο δροσια και χαρη ..
Μα δυστυχώς δεν προλαβα να ενταχθω στο ΕΚΚΕ
κιετσι και μου Διεφυγε τι ειναι αι Γυναικαι..
Κι υστερα κλωθογυρναγα σε πιο μικρουλες Γκρουπες
Οπου Γυναικαι Λιγοσται κιολες στο Σουπα Μουπες
Κι ετσι εχαθην Δυστυχώς η Τοτε Ευκαιρια
Να συνδεθώ στα νιατα μου με Εκκετζου ΜΑΡΙΑ
και απο τοτε Ροδον μου μόλις μου δειχνουν Πόδι
αισθανομαι αλλοκοτα ..σουπα Γινομαι Βόδι ..
( αχ ! Τωρα που Θυμηθηκα Γουσταρα και μια ΟΠΑ
Ομως μπουκαλα μαφησε και καπνισα μια Γόπα
και απο τοτε καπνιζα χρονια τριαντα πέντε
Τωρα μουντζωνων εαυτόν του λέγω: Παρε Πέντε .
τωρα που ολοι μπηκαμε στη σκοτεινή πλευρά σου
Φεγγαρι που ονειρευεσαι εμάς στα Ονειρά σου
κι ειμαστε εμεις μικρές σκιές και οντα φαντασιας
Αγνωστων κοσμων Φεγγαριων ,μιας μυστικής Ουσίας
που ξεπερνά τον κοσμο μας και καθε αλλο Κόσμο
και αναδυει μυρωδια απο Φεγγαρο Δυόσμο
ειμαστε εμεις τα Ονειρα που βλέπει η Σελήνη
Γιαυτό οταν την βλεπουμε νιωθουμε μια Γαλήνη
Απο την Φεγγαροσκονη πλαθονται τ’ονειρά μας
κτυπα μεσα απ’τα στηθη μας η Φεγγαροκαρδιά μας ..
ο κόσμος μας ειν’ ελικόπτερο που πεφτει
σαν πεφταστερι
σε αγνωστα μερη
σε αρχαιους τοπους , στην ερημος
εκει κοντα στις Πυραμίδες
ειναι ο κοσμος ενα αρχαιο Αποτυπωμα
που η Χρονομηχανή τοφερε απο τα μέρη μας
το Μεθυσμένο καραβι
της Ιστοριας
της πιο αρχαιας Αποριας …
Και μεις οι αρχαιοι
ακομα ερωτευμενοι με την Νεφερτιτη
κομματια παγου σε Μετεωρίτη
ταξιδευουμε αναμεσα στους αστεροιδεις
στον Χρόνο ,
κατατρακυλαμε στιςτρυπες του συμπαντος ,σε μια ατερμονη εκρηξη
σα Σουπερ νοβα αστερια που εκρηγνυται , σταχτη ηφαιστειου της Πομπήιας,αγκυλωμένοι μεσ’την οδυνη της αιωνιοτητας ,θνητοι αναμεσα στους αθανατους
παγιδευμένοι
σαυτο το ασανσερ της ιστορίας……….
http://nosferatos.blogspot.com/2010/12/blog-post_3663.html
http://nosferatos.blogspot.com/2010/01/blog-post_6408.html
Αυτος ο Χειμώνας
αντιθετα μ’αυτόν που πέρασε
(που ηταν ο χειμώντας της φωτιάς που εκαιγε )
ειναι σαν πετρωμένη λάβα
(σαν εκεινη που σκεπασε τα σωματα κατω απ’τον Βεζουβιο: ενα παιδί που παίζει,ενας δουλος που κοιμαται ,μια γυναικα που μόλις εχει κανει ερωτα , ενας σκυλος που πασκιζει να ξεφυγει δεμένος …”
μας προλαβε ολους η λάβα … και τωρα
ειμαστε εμεις οι πέτρες που σιωπηλά
μεσα στη φυλακή της κρυας λάβας πια ακουμε την καρδιά μας να κτυπά
κι ειμαστε ολομοναχοι σ’αυτήν την πόλη που δεν υπάρχει πια .
Ισως δεν υπήρξε ποτέ. Ισως την φανταστηκαμε -οπως την υπαρξη μας –
εκεινην αιφνης τη στιγμή που νιωσαμε να μας τυλίγει η λάβα .
παπούλη μου νάσαι καλά
καθώς κι η οικογένεια
θα ήτο δε παράληψις
ομοίως και αγένεια
χρόνια πολλά να μη σου πω
και γιά καλά κουράγια
αφού τα χρόνια πούρχονται
θα χρειαστούν τρισάγια
να ξορκιστούν ετούταδώ
τα κέρατα τα τράγια.
ευχή σου δίνω φίλτατε
κράτα γερά και πάλι
γιά να γεμίσουμε ξανά
το έρμο το τσουκάλι
αφού ετούτοι βάλθηκαν
άλλους να τραπεζώσουν
και μας τα δόλια και πτωχά
στα όρνια να μας δώσουν.
Κράτα γερά και έτοιμος
έσο ποικιλοτρόπως
διότι εκείνο που μετρά
είναι μόνον ο ΤΡΟΠΟΣ
——————————-
καλή χρονιά και υγεία προπαντός.
🙂
δ
http://www.youtube.com/v/SFaEY92jGHI?version=3
Αι μπεκάλται και αι Καλτσαι
Θειος Ισίδωρας
———————————–
(από τη συλλογή ..οι Μπεκαλτσούλες του Θείου Ισιδωρα
κεφαλαιον IV
(Αι μπεκάλτσαι και αι Καλτσαι )
Πρέπει να πω πως ολοι εμεις που εχουμε κοιλίτσα
Ασθμαίνοντας παλευουμε να βαλουμε Καλτσίτσα
Γιατί Αι κάλτσαι δύσκολα μπαινουνε στο Ποδάρι
Με μια κοιλίτσα φουσκωτή σαν ενα μαξιλάρι
Λυσσομανάς, ιδρωκοπάς να βάνεις μια Κάλτσα
και στη κοιλιά σου σούρχεται να ρίξεις Αυτο -μπάτσα
σε πιανουνε οι ενοχές* για όσα εχεις φάει
και το φαί βγαινει ξινό κι ας ειναι και σπετσοφάι..
(……………………………….)
Αυτό λοιπόν τ’ οδυνηρό το πρόβλημα της Κάλτσας
ελύθη μέσω Θει(ι)κής – Ισίδωρου – Μπεκάλτσας
* βλ σχετικά: Ντροπή και Ενοχή
¨Οταν κάποιος θέλει νανασάνει
πάει μια βόλτα στο λιμάνι
εκεί οι γλάροι όμορφα πετούν
στο κύμα κάθονται και συζητούν
λένε νέα κι αστειάκια
σαν τους φίλους στα σοκάκια
όμορφα λάμπει η θάλασσα γαλάζια και πλανεύτρα
με τίποτε δεν φαίνεται πως μπορεί νάναι ψεύτρα
άγρια κιαδυσώπητη σαν πιάνει το μπουρίνι
ποτέ να μη μας ξεγελά η τόση της γαλήνη
σαν τη ζωή είναι σκληρή όμως και ξελογιάστρα
γιαυτούς που δεν κοιτούν με προσοχή τα άστρα
ούτε κιαυτό όμως είν αρκετό ψηλά μόνο να βλέπεις
τριγύρω σου και χαμηλά το βλέμμα να το στρέφεις
στην ρίζα από τα βράχια της ακτής εκεί που σκάει το κύμα
κάτι ψιλοακούγεται, λες ειν ανθρώπου βήμα;
καθώς ο ήλιος πλάγιασε οι ακτίνες του εις την σκιά περνούσαν
και τα καβούρια φάνηκαν εκεί που κρυφοσυζητούσαν
αλαφιασμένα έτρεξαν στα βράχια να χαθούνε
σαν συνωμότες έκαναν που θέλουν να κρυφτούνε
πολύ αστείοι ήτανε πως τρέχαν με τις πάντες
ωσάν να ήταν βρώμικοι και παλιοσυκοφάντες
γιατί ο συκοφάντης φίλοι μου πάντα πλαγίως τρέχει
την χάρη ναι του καβουριού φαίνεται να την έχει
γιατί μωρε συ κάβουρα δεν περπατάς στα ίσια
καθόλου δεν εζήλεψες τα ντούρα κυπαρίσια;
εμέ έτσι με εφτιαξε ο άρχοντας στην πλάση
και των ανθρώπων οι βρωμιές δεν μέχουνε χαλάσει
στο πλάι πάντα περπατώ και πάω με τις μπάντες
αλλά μη με μπερδεύετε μάθλιους συκοφάντες
ετούτη η βρωμοδουλειά είναι δική σας χάρη
κιμένανε ποτέ δεν μέχει συνεπάρει
των ανθρώπων τα καμώματα τα βλέπω και γελάω
γιαυτό κιεγώ στα στέκια τους ποτέ μου δεν πατάω
μόνο στο κύμα τραγουδώ, στην θάλασσα χορεύω
στη ησυχία μου άστε με, μόνο αυτό γυρεύω
έτσι ο κάβουρας απάντησε κιέφυγε με το πλάι
στο βράχο πήγε κιάραξε κιακόμη θα γελάει
με των ανθρώπων την ροπή προς την συνωμοσία
γιατί πάντα είναι αστείρευτη η ανθρώπινη βλακεία
ο ήλιος τώρα χάθηκε στο σκιερό παλάτι
οι γλάροι εκοιμήθηκαν εις το υγρό κρεβάτι
το δρόμο της επιστροφής κιεγώ ο δόλιος παίρνω
με την αποκοτιά που έκανα εγώ εδώ να σπέρνω
στων ποιητών το λαμπερό κιευωδιαστό κονάκι
που δεν ειμάξιος να περνώ ούτε απέξω στο σοκάκι
παρόλα αυτά σας εύχομαι καλή χρονιά κιυγεία
όλοι να κατακτήσουμε και κάποια ευτυχία
όχι δεν εννοώ την διπλανή νταρντάνα
ίσως όμως να γίνεται και δυο φορές το θάμα
Νικάλφα μην ανησυχείς και μη στεναχωριέσαι
πως για ελάσσων ποιητής τάχα μου εσύ περνιέσαι
γιατί αυτή του κάβουρα πούγραψες ιστορία
είναι σταθμός κι ορόσημο εις τη λογοτεχνία
Στα βράχια και τα κύματα της ποίησης να παίζεις
τους κριτικούς πατόκορφα συνέχισε να χέζεις
το σκώμμα κράτα οδηγό , τον αυτοσαρκασμό σου
στη ρίμα σου την εύστοχη αγαπητέ μου δώσου
Με γλάρους και με κάβουρες, θάματα και νταρντάνες,
φίλε Νικάλφα εσώριασες τους στίχους σου σε ντάνες.
Αποκοτιά μην ξαναπείς που ‘ρθες εδώ και σπέρνεις,
του ποιητή τα εύσημα με το σπαθί σου παίρνεις.
Κι είναι μεγάλη η χαρά για μας τους στιχοπλόκους
νέα σκαριά να δένουνε στης ποίησης τους ντόκους
Γιατί, όταν μοιράζεται, αμέσως αυγαταίνει
της ποίησης η ηδονή, κι αυξαίνει και πληθαίνει.
Τα όσα είπε ο παπούς εγκρίνω κι επαυξάνω:
τους κριτικούς τούς γράφουμε με κεφαλαία πάνω
στων παλαιών μας παπουτσιών τις τρυπημένες σόλες
και στίχους εκτοξεύουμε στη μούρη τους σαν φόλες
γιατί στους δύσκολους καιρούς που έλαχε να ζούμε
λίγα είν’ αυτά που βοηθούν μην αποτρελαθούμε
μα και για να μην πάθουμε καμιά αποπληξία
ρίχνουμε πυρ κατα ριπάς μ’ ομοιοκαταληξία!
ως κάτω
Παπούλη μου σευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
πάντα σου ήσουν λαρτζ το τραγουδούν τα πιο μεγάλα σόγια
άλλωστε είσαι γνώστης ,πιο καλά απόλους εσύ ξέρεις
γιατί σαν ποιητής πολλά ,στα σίγουρα ,μπορεί να υποφέρεις
η ποίηση είναι έξοδος στα πιο μεγάλα ζόρια
όταν τα στήθη μας βαριά πλακώνει η στενοχώρια
«ως κάτω»
απομεινάρι… αποκηρυγμένου στίχου. Παρακαλώ να μη ληφθεί υπόψη 😆 😆 😆
Μα είχα σήμερα τόσο μεγάλη τύχη φίλη μου Μπερναρντίνα
τόση φορα που μούδωσες θα φτάσω στην Αθήνα
γιατί είναι τρομερό σου δίνει ευτυχία
το να σου δώσει έπαινο μια τόσο ωραία κυρία
της ποίησης εργάτρια άξια προκομένη
σόλο τον κόσμο ξακουστή και χιλιοπαινεμένη
κιεγώ γιαυτό υπόσχομαι πως φυλακτό θα κάνω
τωραίο δώρο ποίημα αυτό το αποπάνω
θα τόχω στην καρδούλα μου και όλο θα θυμάμαι
πως πρέπει πάντα άξιος της προσοχής σου νάμαι
ακολουθουν οι ποιητες τον ρουν του Ιχνηλατου
η ποιησις αναπτυξις στιβοντος ποδηλάτου
σε σκοτεινές διαδρομές και μες τους Λαβυρινθους
– πως χτισαμε τα μελλοντα με λασπερους τους Πλινθους;-
στις κατακομβες τις βαθιες , της Ρωμης μας , κρυμμένοι
μας τριγυρνουν Μιτωταυροι και ειναι πεινασμένοι
μεσα απ’τα εγκατα της Γης, βγαινει ιδρωτας- Λάβα
το τελευταιο γευμα μας : Της ποιησης η Φάβα .
Προσεχώς : Η Κοπριτοπουλίτσα και ο Κακός Παγκαλύκος.
αλληγορικόν
———————-
εψές εις το εστιατοριο που πηγα
ειδα μεσα στη σουπα μια μύγα
που κολυμπουσε με αξιοπρεπεια και χάρι
κι ενιωσα μια κλωτσιά εις το παπάρι
Γκαρσόν -φωναζω -μες το πιατο εχει μυγα
και με κοιτάει μενα υφος Πομφολύγα
λές και του εθιξα τα πιο τα Ιερά του
ετσι αποφασισα να πάω με τα Νερά του
Ομολογώ πως δεν την εφαγα τη Σούπα
Γυρισα σπιτι , μόνος, Ασος Κούπα
και μέ ενοχές γιατι του προσβαλα την Μύγα
του Γκαρσονιου ,που ειχε υφος Πομφολύγα
παναθεμα σε ατιμη Μικρή Κοπριτοπούλα
που μπηκες στο δημόσιο με μέσον και στη ζούλα
κι αντι να μας υπηρετεις ,να σεχουμε για δουλα
στο μουχαμπετι τοριξες μ’εκεινηνα την Κούλα
και πηγες και παντρεφτηκες με κεινον τον Κοπριτη
– που επιασε ο Παγκαλος μια μέρα – τον Αλήτη-
να βγαινει με τα τεσσερα μεσα απο μια Τρυπα
Καλά του ειπε ο Υπουργός » Ρε συ δεν εχεις Τσιπα;»
……….
και πηγες και μας εκλεψες κεινα τα κουταλάκια
απ’το σερβιτσιο το καλό μαζι και φλυτζανάκια…
και σε επιασε ο Παγκαλος μικρό μου Κοπριτακι
καισουπε:» ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ!! ..Τι θες το κουταλάκι ..;»
===================
χορος:
Τό κουταλάκι τι το θες, το πιατο ,το Ποτήρι
εδώ ειναι Δημόσιο δεν ειν΄κανά Τσαντήρι !!!
γιατί εισαι ατιθαση μιρκή Κοπριτοπουλα
δεν βλεπεις που οι αγορές μας λένε » Πούλα!! Πούλα !!
γιατί μωρη κοπριτισσα το σκάς απο τις τρυπες;
δεν θαπρεπε να καθεσαι και να μας κανεις ….ες;
που ησουνα ξυπολυτη και μαζευες ραδικια
και μπηκες στο δημοσιο και κανεις φικι φικια !
Κιεκεί που κορδωνοτανε ο Πάγκαλος βρε Πόπη
πως έκοψε σε όλους τους το άγριο σορολόπι
μία πορδή του ξέφυγε εις της τιβι το σπίτι
έσπασε τα μικρόφωνα ξύπνησε κιο Τουήτι
πέτεξε γρήγορα ψηλά έφτασε στο ταβάνι
κιαπτόν Σιλβέστερ γλύτωσε στο στόμα δεν τον βάνει
είδατε που ο Πάγκαλος έκανε καλοσύνη
δεν είναι μόνο άξιος τη (μύτη ) του να ξύνει
γιαυτό βρε να του δώσετε μεγάλο το βραβείο
να γίνει επίτιμος καθηγητής στο πιο καλό ωδείο
καθώς στα νιάτα του ήτανε τραγουδιστής μεγάλος
ο Παβαρότι μόνο τούμοιαζε αυτός και κανείς άλλος
ποτέ να μη ξεχάσετε πως είναι παληκάρι
από το ομορφότερο το πιο λαμπρό νταμάρι
και τώρα που εχύθηκε τωραίο του σουλούπι
έσπασαν οι ζηλιάρηδες το φοβερό καλούπι
είναι ανεπανάληπτος και τίμιος ιππότης
γιαυτό και τον τιμά όλη η ανθρωπότης
που πάνω της θρονιάστηκε δεν λέει να κουνήσει
με τις βρισιές του αύξησε δραματικά τα μίση
των κοπριτών δημιουργός και των συνδαιτυμόνων
πανάξιος υπαρχηγός ψευτών και όλων των δαιμόνων
οπα.
Γιατί στεναζεις και βογγάς Μικρή Κοπριτοπούλα
και φουσκωσε ο Παγκαλος κι ειναι σαν Γαλοπουλα ;
γιατί δεν καθεσαι στα αυγά σαν νασουν καμμια Κλωσσα
να μη σε επιανε ποτέ του Παγκαλου η Γλωσσα ;
κι ολο λουφαρεις, κρυβεσαι και βγαινεις απ τις Τρυπες
και περπατας στα τεσσερα και δεν μας κανεις …ς;
αχ τι τραβά ο άνθρωπος πολιτικός αν γίνει
του κατεβάζει ο καθείς κιαπό ένα καντήλι
μα τα ζητά ο κώλος τους τους τρώει η καμπούρα
όπως την μουτσουνάρα τους στολίζουνε τα πούρα
καθώς μας καταντήσανε και την δημοκρατία
μία κοντή κωλόγρια σαν την ολιγαρχία
γιατί το λαουτζίκο μας κανένας δεν ρωτάει
άλλος τους λέει αποδώ και όπου θέλει τους πάει
κιολοι τους εξεχάσανε πως τρώγαν μακαρόνια
μονάχα τώρα θέλουνε μεταξωτά σεντόνια
ωσαν να είναι φίλοι μου σόι του Λουδοβίκου
ευλογημένοι όλοι τους απτη μονή του Κύκου
θέλουνε να τους κάνουμε μεγάλους τεμενάδες
όπως αγκαλιαστήκανε και με τους ταυραμπάδες
ελέω λαού την πήρανε την όμορφη εξουσία
μα τώρα το ξεχάσανε και προσκυνούν τα θεία
μα όχι τον Χριστούλη μας ούτε την εκκλησία
όλοι τους τώρα πάσχουνε κάργα από μυωπία
και προσκυνούνε του Τρισέ την τραπεζοαγία
Νοσφεράτε σούφεξε μας λέει η Κοπριτοπούλα
την άδεια σου όμως ζητά και την δικιά σου βούλα
γιατί πρέπει να τάχουμε όλα κανονισμένα
τα μάτια σου να μη τα δουν όλοι κοκκινισμένα
ειμαστε οχλος σε τρελο λεωφορειο
σαν τους αμνους οταν τους πανε στο σφαγείο
παγιδευμένοι μες το δασος με τις Λέξεις
ουτε τα ονειρα πια δεν μπορεις να αντεξεις .
μες τον χειμωνα αυτον που δερνετ’ απο το κρυο
ειμαστε μόνοι σα σφαχταρια στο ψυγειο
κοπριτη μ’είπες μια βραδιά
χωρίς καμιάν αιτία,
μα του κοπριτη ή καρδιά
δε σου κρατάει κακία.
Θα ‘ρθει καιρός όμως, μικρέ (Παγκαλάκο-τοσοδουλη)
να το μετανοήσεις,
για τουκοπριτη την καρδιά
θα κλάψεις, θα δακρίσεις.
Αλήτη μ’είπες, μα κι εγώ
χώρίς να σε μισήσω,
|: γελώ, ακόμα κι αν πονώ,
για να μη σε λυπήσω. 😐
Νίκο μου το καντήλι σου
μετά χαράς μεγάλης
το βλέπω ανάβον εκτενώς
εν μέσω της αιθάλης
που μας γεμίσαν οι ατμοί
του κλάνοντος Παγκάλου
οπου εβγήκε παγανιά
προς εύρεσιν σκανδάλου
Μα βρήκε μόνο μοναχή
μικρή κοπριτοπούλα
που γύρναγε στα τέσσερα
χωρίς αιδώ η τσούλα
είχε φακιόλι στο μαλλιέ
και ρίμελ εις τον μάτη
κι απ’ το πολύ το τέσσερα
της βγήκε η ωμοπλάτη
διότι ετούτη η μικρά
παιδί του λαουτζίκου
ευρών την πόρταν ανοιχτήν
εισήλθεν εντός οίκου.
Που από μακρυά εφαίνετο
μιάς άλλης εποχής
ωστόσο αποδείχτηκε
είς οίκος ανοχής.
δ
Νόσφη θα δώσεις άδεια να στείλω εδώ (της Κοπριτοπούλας) το ποιμα
ή να το θάψω τώρα εγώ στο σκοτεινό το μνήμα;
Γιατί εμέ καλό μου φάνηκε την άδεια του ποιητή πρώτα να την ζητήσω
πριν την απάντηση της κοπελιάς εδώ να αμολήσω
Δήμητρα γλυκομίλητη της Κοπριτούλας φίλη
που τσάκωσε ο Πάγκαλος να τρώει το σταφύλι
το μυστικό της έκανε τούμπανο για καμάρι
πως είναι τούτος τάχα μου άξιο παλικάρι
τους λουφαδόρους έπιασε στα τέσσερα τους πάει
κιαπό την δίκη γλύτωσε δήθεν τους αγαπάει
έτσι λοιπόν φανέρωσε στον κόσμο πλαστή μούρη
γιατί εκείνος ήξερε πως όλοι τον λέν καμπούρη
με τούτα τα καμώματα και τις παρασπονδίες
εις τα σαλόνια τριγυρνά με όμορφες κυρίες
στα ραδιόφωνα και σόλα τα κανάλια
νόμισε έτσι έκρυψε τα μαύρα του τα χάλια
μα ποιό είν αυτό το ράδιο
και ποιά εκείνη η σάλα
οπού χωρούν τον Πάγκαλον
και όλη του τη σπάλα;
διότι άλλο να κρυφτεί
η τσούλα κοπριτούλα
που και στο κάτω της γραφής
του πάγκαλου ήτο δούλα
κι άλλο αυτό τ’ αρσενικό (σικ)
με τη μεγάλη ανδρεία
και την ισχύ που κουβαλά
η αντιπροεδρία
δ
Aπό Έκθεση για τη Ρωσία μαθητή του Γυμνασίου Καρδίτσας
Η μάνα του Ρασπούτιν ήταν η Ρασπουτάνα, τεραστίων διαστάσεων Ρωσίδα της Σιβηρίας
ασπουτάνα
Aπό Έκθεση για τη Ρωσία μαθητή του Γυμνασίου Καρδίτσας
Η μάνα του Ρασπούτιν ήταν η Ρασπουτάνα, τεραστίων διαστάσεων Ρωσίδα της Σιβηρίας
Η χιλιετηρίδα είναι ερπετό και αυτό, αλλά με χιλιάδες πόδια, και κατά πολύ μεγαλύτερο από την κατσαρίδα.
…………………………………………………
Τα Χερουβίμ και τα Σεραβίμ ήταν μικρά αγγελάκια που πετούσαν δεξιά-αριστερά στο πλάι των μεγάλων αγγέλων. Τα χερουβίμ χερούβιζαν(δεξί πέταγμα) και τα Σεραβίμ σερούβιζαν (πέταγμα αριστερό). Στην ανάγκη υπήρχαν και τα Πτερουβίμ, για πέταγμα κατευθείαν στη μέση
Η αναφορά που ακολουθεί ανήκει στον Ιωάννη Πετράκη, υπαστυνόμο του Κιλκίς, ο οποίος στις 7 Απριλίου 1923 αναφέρει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα εγγράφως:
«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά λίμνην Δοϊράνης εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε «σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας» και απαντησάντων «κλάστε μας τ΄αρχίδια», απέδρασαν»
Είναι και αυτοί που αναχωρούν δια χειραψίας
και αφήνουν τεθλιμμένας τας κυρίας.
Η ποίηση είναι βαθύ, εντός μας, ορυχείο
Κι αυτό που εξορύσσεται είναι στιλπνό και λείο
είναι του βιού μας Λάφυρο,πολύτιμο πετράδι
μοιάζει περίβλημα Αυγού ,μοιάζει ματιού ασπράδι
μοιάζει μ’ ένα κατάλευκο ,στο πέτο μας μαντήλι
η ,στο καντήλι, που η μαμά , άναβε, το φιτίλι
μοιάζει με τον πλακούντα (μας) και τον ομφάλιο λώρο
που η Φύση ,αν και άστοργη ,μας έδωσε για δώρο…
Που όμως το πετάξανε από την γέννηση μας
-ενώ κουκούλι θάτανε για αναγέννηση μας-
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_6175.html
ΜΗ ΕΜΜΕΤΡΗ ΑΛΛΑ ΑΝΓΚΑΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Να δηλώσω εδώ ότι μη ποιητικά σχόλια ανήκουν αλλού 🙂
Η Καρακάξα υπάρχει μόνο για ποιητές ( αυτούς τους εκ του προχείρου ) 😉
Μη με αναγκάσετε να αρχίσω να διαγράφω μη έμμετρα σχόλια 🙂
Για όσους επιχειρήσουν να δικαιολογηθούν ισχυριζόμενοι ότι συγγράφουν μοντέρνα ποίηση χωρίς μέτρο και ρίμα , τους παραπέμπω να τα στείλουν στα λογοτεχνικά περιοδικά , το Δέντρο , το Πλανόδιον , στο κο Γαραντούδη , στο κο Βεντούρα ή τον πολύ κο Χάρη Βλαβιανό. Εδώ οι άμετροι και άριμοι δεν έχουν θέση
δεν εχουννε οι αμετροι στην Καρακάξα Θεση
– αλλέως ο παπουλης μας θαρθει για να ξεχεσει
οποιους παραβιαζουνε την ποιηματων ταξη
-ανευ του μετρου η ποιηση στο κλαμα θα πλανταξει
θα καταλήξει ανευρη, της Μουσας παραπαιδι
θα κυλιστει στα απονερα ,θα γινει αποπαιδι
θα τριγυρνά στις κοπριες στην Κοπρο του Αυγειου
θα κολυμπα σ’ υπονομους ρευματος υπογειου
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ομως παπουλη σουλεγα, πως εχασα την ριμα
σε μια σχισμή π’ανοιχτηκε ,σε χαραμάδας Ποιημα
σε μια πλαγια ποιησεως, σενα βουνό αχυρων
την εχασα στα απονερα , γευμα παμφαγων Χοιρων
Την εχασα την ριμα μου σαν μια κλωστη βελονας
σαν μια καρφιτσας κεφαλή ,σαν εν’αυγο χελώνας
την εχασα την ριμα μου στα χιονια του αιώνα
πηγε και παγιδευτηκε μες σενα Παγετώνα
την εχασα τηνΡιμα μου σε ενα Σπιτι – αχουρι
μου ξεφυγε :ενα Πρωι τοριξα στο Χουζουρι
Ηταν πρωι της Κυριακής και βγηκα για Τσιγάρα
κι η Ριμα μου Μουλαρωσε και εγινε Μουλάρα
Που θα την εύρω. πεστε μου , τηνε Μουλαρο ρίμα
Ανευ της Ριμας δενμπορω να γραψω πλεον Ποιημα .
ανευ της ριμας δεν μπορει ποιησις να υπάρξει
γι αυτο καλειται παραυτα ο ποιητης ν’αδράξει
τα φλογερα φλαούτα του, τη ριμας του τις κάλτσες
να κυνηγησει στα βουνά ποιησεως μπεκάλτσες
Σε τουτο το Βουστασιο, στο δάσος με τις λεξεις
της αγελαδας τον μαστο καλεισαι να Αρμέξεις
την Ρογα της ποιησεως γλυκα να γαραγαλήσεις
και στην καρδάρα ,την λευκη ,την ριμα της ,να χυσεις
ειναι πολύ παχυρευστη η ριμα της γελάδας
-μονο προσεξτε ποιηται και τεκνα της Ελλάδας
να μην το παρακάνετε αρμέγοντας την Ρίμα
κι αντι για γάλα βγαλετε ,καφε με γάλα, Χυμα
ζουλωνντας, πασπατευοντας μαστους του Τερεσια
οι ποιηται ζαλιζονται , βλεπουν μια οπτασια
βεπουν την ριμα ζωντανή , σαν μια γυμνη γυναικα
– και ειναι ομορφη πολύ και ειναι και μπεμπεκα-
πανε να την αγγιξουνε,πανε να την φιλήσουν
– κι ακομα οι τολμηροτεροι ,ελπίζουν να ..αμίσουν
Μα η οπτασια ,δυστυχώς , αυτή η γυναικα -ποιημα
ολοταχώς μαραινεται και μενει μόν’ η Ρίμα
κι η ριμα μας που φανταζε φανταχτερό παγώνι
μενει φτερό στον ανεμο, στο κρυο και παγώνει
Ένα μικρό παράπτωμα κάναμε οι καημένοι
έν΄τόσο δα παράπτωμα, οι παραστρατημένοι:
απ΄ το ρυθμό ξεφύγαμε, ξεχάσαμε τη ρίμα
και βάλαμ΄ αθυρόστομο και ιοβόλο ρήμα
κι έπεσε και μας έφαγε ο αυστηρός παπούλης,
με διαγραφή μας απειλεί σαν να ΄ναι… «Πατερούλης»
και μ΄ εξορία σ’ αλλότρια και του blanc verse κονάκια
λες και λοξοκοιτάξαμε συμμαθητή σκονάκια!
(Είναι που με παρέσυρε ο άτακτος ο Νόσφις
σαν της παλιάς διαθήκεως κατηραμένος όφις
και το ραπόρτο έβαλα λιγάκι να γελάσει
το έρμο το χειλάκι μας που έχει μαραγκιάσει)
Εντάξει βρε παπούλη μου, αμάν, μην κάνεις κι έτσι,
ευθύς θα το διορθώσουμε, θα μπούμε στο κοτέτσι,
θα γράφουμε πια μοναχά ποιήματα με ρίμα
για να μην έχουμε βαρύ κι αβάσταχτο το κρίμα
κι η καρακάξα η καλή μαζί μας μη θυμώσει
κι η έμπνευση των ποιητών στερέψει και στομώσει
γιατί αν μέχρι και αυτή την πλάτη μας γυρίσει
χαιρέτα μας τον πλάτανο που ΄χει την κρύα βρύση
Ο Παππούς στο Όνειρο μου
———————————————
Εψές σ ’ένα ταξίδι με τον Νου μου
Είδα στο όνειρο μου τον Παππού μου
Ήταν στο σπίτι το παλιό με την Τουλούμπα
-Πως ταφερε όλα η ζωή μας : Τούμπα-
Στεκόταν πλάι στο ξερό ,παλιό πηγάδι
Πουταν βαθύ , κι είχε στο βάθος του Σκοτάδι
-Κι εκεί στον πάτο είχε κρυμμένο ένα πετράδι-
Βαστούσε ένα Καρπούζι στη μασχάλη
Οταν τον είδα μου ρθε κάτι σαν μια Ζάλη
Και με κοιτουσε κι ακατάληπτο είπε κάτι
Κι ύστερα σαν να μου ’έκλεισε το μάτι
Κι έκανε κρυο όπως και τώρα ,καλή ώρα
Κι ένοιωσα πως μου είπε ένα :’’Προχώρα’’
Κι ύστερα σα να μου γύρισε τη πλάτη
Κι έσβησε καβαλλώντας ενα Άτι ‘’
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/16/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%80%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF-%CE%BC%CE%BF%CF%85/
μπερδευεις της Αριστερά με μια Μονομαχία
κι εν τελει αναλωνεσαι σε καθε αψιμαχία
Μου φαινεται σε κουρασε το μεσα και το εξω
μου θελεις επανασταση, μα θελω να διαλέξω
κιετσι ορμάς στα συννεφα φωναζοντας Αερα
κι ‘επικαλεισαι στα κρυφα το Ονομα του Πατέρα
——————————————————
πλαι σε καθε αληθεια μας υπάρχει ενα Ισως
μα μα που εσύ διαλεξες της αμυνας το Μίσος
Κι ετσι Μισός πορευεσαι μεσα την Ου-τοπία
και μαλλον σου προχωρησε πολύ κι’η Μυωπία…..
Αυτά τα δώρα που μας έδωσες-τον Φθόνο
Εγωισμό , τη ζήλια και τα σχετικά
Σε ευχαριστούμε !!!–θες να κάνουμε και Φόνο;
Παιδιά του Κάιν με φωτιά στα σωθικά
Η μοχθηρία μας ,ο φθόνος κι η κακία
-ως το μεδούλι αυτού του κόσμου διαπερνά
Στα κόκαλα μας – χαραγμένη η αμαρτία
Σα μια ρουφήχτρα που το αίμα μας ρουφά
Κι εσύ Αφέντη που μας παίρνεις στάλα στάλα
Το μερτικό σου από τον Πόνο τον κρυφό
Εσύ φωλιάζεις μες την Πιο παλιά Κουφάλα
Μέσα στο Δάσος των ψυχών το σκοτεινό..
http://nosferatos.blogspot.com/2008/07/blog-post_8548.html
Τον Πόντιο μου τον παππού τον σκότωσαν στο ξύλο
Κι απ’ τη ζωή δεν πρόλαβε να δρέψει ούτε μήλο
Από’ τα βουνά της Λαζικής τον φεραν εδώ πέρα
Τον ρίξαν σ’ άνυνδρη γωνιά μα με βουνίσιο αέρα
Και στους καιρούς του Μεταξά του είπαν : ‘’Βγαλτα πέρα’’
Κι ύστερα ηρθε η κατοχή κι ’έψαχνε τα παιδιά του
Που πήγαν στο αντάρτικο και ράγισε η καρδιά του
Όταν τον γυιο του τον μικρό πήραν στην Γερμανία
Τον έριξαν στην κόλαση να σκάβει στ’ ορυχεία
Και η μεγάλη κόρη του πήγε στους Ελασιτες
Και τον Παππού τον σκότωσαν ματοβαμμένοι Χιτες
http://nosferatos.blogspot.com/2008/08/blog-post_5925.html
Ν α είσαι σαν τον Ιπποπόταμο
Που πηδάει χαρούμενα την
ιπποποταμινα του μέσα στη λάσπη
μουγκρίζοντας
Χωρίς να τον Νοιάζει αν –πάνω στα
δέντρα- οι γατζωμένοι Πίθηκοι τον
κοροϊδεύουν και του πετάνε Διάφορα
πράγματα
Ν α είσαι σαν τον Ιπποπόταμο
Που όταν βγαίνει από το έλος, περπατά καμαρωτός και γυαλίζοντας και με μουσούδα όλο χάρη και μ’ένα πονηρo γελάκι
Ενώ κολλάνε πάνω του διάφορα έντομα και βδέλλες και παράσιτα
Ν α είσαι σαν τον Ιπποπόταμο
Που όταν ανοίγει την στοματάρα του,ρουφάει τον ουρανό ολόκληρο , σφυρίζοντας(κι αστράφτουν διαμαντένια τα δυο μπροστινά μοναχικά του δόντια)
Και όταν Πλατσουρίζει ευτυχισμένος στον βάλτο του ευγνωμονεί τη θεά Ιπποποταμίνα για τα καλούδια του,
Γιατί δεν είναι αχάριστος
Και είναι και φτερωτός …
Κι όταν δίνει ένα σάλτο και πηδά από τον Βάλτο ,απογειώνεται Μαζί με τα ιπτάμενα γαϊδούρια που τα λένε Πηγάσσους , και τους ρινόκερους, τιςνεράιδες, τις μπεκάλτσες ,τους καναρινόγατους και τους Μηρμυγκολέοντες
-Και τα καρχαρίνια με τα φτερά νυχτερίδας και τα χελιδονόψαρα
Και στήνουμε ουράνια πάρτι για πάρτη τους και γελάνε μέχρι δακρύων , -και μετά κλαίνε-κι ύστερα ξαναγυρνούν όλοι στο βάλτο και κάνουν λασπόλουτρο και κοιμούνται –άπαντες- μακάριοι ….
ευτυχισμένοι
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/15/%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CE%BD%CF%86%CF%84%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C-%CE%B9%CF%80%CF%80%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF/
αυτό που λεγεται ζωή, είναι καμένο ξύλο
που κάποτε στην άκρη του υπήρχε ενα μήλο
και ηταν στον Παράδεισο και ητανε της Γνώσης
κι ο Οφις μας προέτρεπε : Ελα να το Δαγκώσεις…
κι ηταν πικρή η γεύση του και ηταν σαν φαρμάκι
και ολο το ξυλο τόφαγε της Μοίρας το σαράκι
και ο Θεός -Δημιουργός που εφτιασε το Ξύλο
-εχει στη θεση της καρδιας φαρμακωμένο μηλο..
Καθε λεξη που γράφουμε ειναι βουτιά στη μνήμη
-και μοιάζει ναναι βατραχος που κατοικεί σε λίμνη-
ή σαν Αστρι του Δειλινού και σαν Αποσπερίτης
και σαν σκυλί που αλυχτά -εντόσθιος Κοπρίτης –
Κθε λέξη που γράφουμε ειναι προγόνων αίμα
-ειν’ η αλήθεια μέσα μας πλεγμένη με το ψέμα –
ειν΄ολα τα μελουμενα που λάμπουνε σα Θάμα
Ειν’ η Γιαγια μας πούκανε -από το Μνήμα -τάμα
–
Ειναι οι λέξεις της Ψυχής ,αναλαμπές της νιότης
ειν’οι ψυχάλες της δροσιας , ειν΄ολη η ανθρωπότης
Το Λαμπερό το υφασμα της Χαμερπους ζωής μας
η πιο βαθιά μας ‘πεθυμιά,μια στάλα της Ψυχής μας.
Ακόμα και στη Ποίηση η ομορφια τελειώνει
σαν Ζωγραφιά που σβηνεται , Ως Παγετών που λυώνει
σαν το νερό που Χύνεται απο ‘ναν Καταρράχτη
Η σαν σφαχτάρι που θρηνεί στα Χερια ενός Σφάχτη
Ακομα και στην Ποίηση οπως και στην Αγάπη
ολα πέρνουν το τελος τους , στην Ωρα του Χασάπη
και τοτε αποκαλύπτεται ξανά, ωμή Αλήθεια
να σπαρταρά στα στήθεια μας ,σαν ψάρι μες τα διχτυα…
Νάσαι καλά βρε Βάμπιρα κι όσο μπορείς να γράφεις
των στίχων νάσαι η πηγή , των άστρων ο ελάφης
μα κειός ο ιπποπόταμος , ειν’ εύρημα μεγάλο
κι ας μη ριμάρει , φίλε μου αξίζει ένα ρεγάλο
γι αυτό και σήμερα ευθύς ως ποστ θα τ’ ανεβάσω
να τον διαβάζουμ’ οι φτωχοί που μείναμε στον άσσο
γιατί απ’ το Ρινόκερο αυτό του Ιονέσκο
το θκο σ’ είναι καλύτερο ( και είναι και πιό φρέσκο )
Τα παπάγια πα στα πλάγια
χλαπακιάζανε οι Μάγια.
Κι ένα μικρό ναυτόπουλο
ένα μικρό ναυτάκι,
και μάλλον Ισπανάκι,
εζήλεψε ,και φώναξε και άλλους
το σκατάκι.
Και πλάκωσαν οι Ισπανοί ,
τους έσφαξαν τους Μάγια,
κιέτσι μονάχα απόμειναν
στά πλάγια τα παπάγια.
Αυτά παθαίνει ο καθείς
αγνός Αταχουάλπα ,
όταν δεν παίρνει εξ αρχής
τα μέτρα του ο μαλάκα.
Αντί στα πλάγια να γυρνά
του Πίτσου και του Μάτσου
κατάντησε σφαγειασθείς
κατόπιν του στραπάτσου.
Μετά βεβαίως έγινε
και άγαλμα του δρόμου
αιώνια να δέχεται
τις κλάψες του ατόμου
που χυλοπίττες έφαγε
άνευ μεγάλης χάρης
εξ ου και πάγαινε καρσι
αυτός και ο φεγγάρης.
Ενώ ο τσάτσος Ισπανεύς
εντός της κατσαρόλος
οπού φορούσε γιά στολή
-γιαυτό βρωμούσε όλος- ,
στις παπαγιές ανέβηκε
με όλους του τους μούτσους
διό οι Μάγια εκ χαμηλού
ετρώγαν μόνο π@@ς.
Εξεπεσαν εις μαρασμόν
κατόπιν τα παπάγια
γιατί μονάχα ήθελαν
να τρώγονται από Μάγια.
και όχι νάναι έρμαια
στου καθενός το στόμα
που δε ρουπώνει εύκολα
και που μασάει ακόμα
δ
Απορώ κυρά ντομάτα
μας τη πέφτεις στα γεμάτα; 🙂
τι σου φταίξαν τα παπάγια
που τα τρώγανε οι Μάγια ;;;
Έγινε μεγάλος ντόρος
όταν ο κονκισταδόρος
πίψας κάτω από το άτι
απ’ των μάγια το γινάτι
με τα σίδερα του όλα
τα σκουτιά , τη κατσαρόλα
και το κράνος του καπέλλο
ο καημένος κωλονέλο…
ενδιαφερον φαινεται
το ποιημα με τους Μάγια
που γραφτηκε στα ξαφνικά
σαυτην εδώ την Κάργια
γιατί χουάϊ και πορκέ
γίνομαι πιπτομένη
ενώ έν φρούτον ξωτικόν
ξεχώρισα η καημένη;
είδα πως έχουν πέραση
τα τρόπικαλ τα είδη
κι εκτός τον ιπποπόταμον
τον μεσοδαχτυλίδην
είπα να δοκιμάσωμεν
το εύγεστον παπάγια
που φύεται στων άνδεων
τα έμορφα τα πλάγια
εξ άλλου , έτσι έρχονται
στην κάργιαν οι εμπνέυσεις.
Αίφνης και μεσοβδόμαδα
και πως να τις αντέξεις;
δ
Για να μη Ξεχναμε και το Κυριο εργο μας
– Μια ναμνηση απο την Χρυση εποχή των Χελιδωνων
ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΞΕΓΥΜΝΩΜΕΝΟ ΚΩΛΑΡΑΚΙ
http://nosferatos.blogspot.com/2008/08/k.html
Γνωμικο 137
Στη συναναστροφή με λόγιους και καλλιτέχνες μπορεί κανείς να πέσει έξω από την αντίθετη πλευρά : βρίσκει πίσω απο έναν αξιόλογο λόγιο οχι σπάνια έναν μέτριο άνθρωπο , και πίσω από έναν μέτριο καλλιτέχνη συχνά – έναν αξιόλογο άνθρωπο
(Νιτσε περα απο το καλό και το κακό ,μτφ Ζησης Σαρικας εκδ Βανιας 2008,)
ΕΤΣΙ που βυθιζομαστε βαθια μεσα στη Κριση
και δεν υπαρχει πουθενα μη Φως και Μηδε λύση
κι ετσι που μουλαρωνουμε και ετσι που πονάμε
ειναι τα ποδια μας βαρεια και ουτε που τα κουνάμε ..
Αλιμονο δεν βλεπω φως σ αυτο το Τουνελ μέσα
και βλέπω πως κι η Τροικα δεν εχει καμια Μπέσα
και ετσι βυθιζομαστε βαθεια στη Κριση μέσα
– και σβυνει κι η αναμνηση εκείνου του ΜΠΟΥΧΕΣΑ .
πεταξαμε στον Ουρανό με Κέρινα φτερά
και τωρα μας απεμεινε του χρεους η Ουρά
κι ‘αν καποτε αγγιξαμε τον Βασιλέα Ηλιο
Λυωσαν και τσακιστηκαμε σε εναν κοσμο ανήλιο
η Ισις και ο Οσιρις και ο Θεός ο Ρά
μας ριξαν σαν τον Ικαρο στου χρεους την Πυρά …
τι κιαν αναστησουμε νεκρους απο τους ταφοι
και ψαξουμε τα δοντια του να βγαλουμε Χρυσάφι
Τι κιαν πουλήσουμε νεφρά ,και σκωτια και ΠΑΠΑΔΕΣ
μαλλον δεν θα μαζεψουμε τοσους πολλους Παραδες
Τι κιαν Βογγάνε οι Θεοι κι οδυρονται Μαινάδες
Τι κιαν στη Μαυρη Τροικα κανουμε Τεμενάδες
και κλαιμε κι οδυρομαστε χυνοντας μαυρο δάκρυ
σ’αυτο το τέλμα τ’απατο δεν θα βρεθει η Ακρη ..
Σιγά σιγά γεμισαμε με αίμα το πηγάδι
κι υστερα κατεβηκαμε βαθια μεσα στον Αδη
παρέα με τον Γκιλγκαμές και μέ τον Οδυσσέα
και μένα Μάτι Μεδουσσας σ’ασπιδα του Περσέα
στη Λίμνη συναντήσαμε του Ηρακλη τα Πάθη
και αναμετρηθήκαμε με τα δικά μας Λάθη
κι αντις να κλάψουμε πικρά καναμε τον Σταυρό μας
στη Βάρκα ανεβηκαμε να πάμε στον Χαμό μας
στα πιο Βαθιά πνιγήκαμε στην Αχερούσια Λίμνη
κι ακουγονταν υποκωφα , θανατεροί οι Υμνοι…
εσκαψες μες την ερημο μια μεγαλη τρυπα
και εκει μεσα εθαψες τα λογια που σου ειπα
και υστερα τα σκεπασες με της ερήμου αμμο
τα λογια μου ξεχαστηκαν στην τρυπα εκει χαμω…
και υστερα ταξιδεψες ταξιδι με καμήλα
και βρηκες μες την ερημο το δεντρο με τα μήλα
καθως το μηλο δαγκωνες και του κανες μια τρυπα
αξαφνου αναδυθηκαν τα λόγια που σου ειπα
και τωρα πια τα γευτηκες σα ψυχα απο μήλο
ειναι τα λόγια σα δροσια που υγραινει ενα φυλλο
Εδώ προφανώς και παρά τις προτροπές του Νόσφη ΔΕΝ προκειται να σβηστεί οτιδήποτε. Τελεία και πάπαλα 🙂
ε ηρθες στα λόγια μου παρολο που τα πριονισες
Νοσφερατος says:
02/18/2011 στις 6:18 μμ
εσκαψες μες την ερημο μια μεγαλη τρυπα
και εκει μεσα εθαψες τα λογια που σου ειπα
και υστερα τα σκεπασες με της ερήμου αμμο
τα λογια μου ξεχαστηκαν στην τρυπα εκει χαμω…
και να που μας επέστρεψε η Νεωτερικο(φ)της
με μια σκουπα Μαγισσας σαν ενας Νυχοκόφτης
κιαντις για την ανοιχτωσια μας εφερε Πριονι
ειν’ ο Χειμώνας μας Βαρύς και ολους μας Παγώνει….
στη …Σώτη
——————————————————————
για μια φουχτα αλάτι, για ενα
παρτυ,μια κουκλα Μπαρμπυ
για μια ψευδαισθηση,για μια τουαλέτα,για ενα μπιφτεκι,
για ενα αμαξι
για μια φαντασιωση , ταξιδια στο εξωτερικο και πιστωτικές καρτες
τσιχλοφουσκες
και μπιχλιμπιδια ,καθρεφτακια ,για ενα σκαφος, ενα
εξοχικό, για λιγο Life style,για να δουμε τ’όνομα μας τυπωμένο στα εξωφυλλα
ριξαμε τη καρδια μας στο πηγαδι
και τωρα μαζευουμε τα συντιμμια της, συντετριμμένοι δηθεν
αλλά και παλι ετοιμοι να το ξανακανουμε στο κατω κατω
τι μας χρειαζεται;
για
μια φουχτα αλάτι,
για ενα
παρτυ,
μια κουκλα Μπαρμπυ
για μια ψευδαισθηση,
για μια τουαλέτα,
για ενα μπιφτεκι,
για το χαμογελο που παγωσε στο προσωπειο που μας απεμεινε
αντι για προσωπο
δεν διάβασα τους στίχους σας, δεν πρόλαβα καθόλου
μα μ’ έπιασε κάτι τρελό, θέλω να στιχουργήσω,
μόλις το ανακάλυψα το κάλεσμα ετούτο
της καρακάξας, ένιωσα πως βρήκα για σκορβούτο
(που προκαλεί των στίχων, που δεν βγαίνουν, το ψυγείο)
το φάρμακο το δυνατό – της νιότης εκμαγείο
ιδού λοιπόν στιχοειδές το πόνημα διαόλου
δεν ημπορώ να κρατηθώ για θα λιγοθυμήσω
όσο για το ναυτόπουλο το μάλλον Ισπανάκι
που όλως τυχαίως συνάντησα λίγο (ή πολύ;) πιο πάνω
καλόν θα ήτο στο φαΐ να τού ‘χετε σπανάκι
σαν τον ποπάυ δυνατό να ‘ναι, μην το βασκάνω
πράγματι και στην ποίηση όπως και στην αγάπη
πολλά κοινά συνάντησα, μα ένα μ’ έχει γδάρει
που η προδοσία καρτερεί κρυμμένη στο ντουλάπι
των αισθημάτων που ένιωσε η Ελένη για τον Πάρι
γι’ αυτό δεν γράφω ποιήματα μα ούτε σταυρούς καρφώνω
να μην προδώσω την ψυχή του καθενός που ψάχνει
και μόνο όταν το ούτι μου καμιά φορά γραπώνω
νιώθω παιδί του μηδενός ιστού που υφαίνει-η-αράχνη
της ποίησης της πεθυμιάς του άτοπου του τόπου
του χρόνου του ανυπόφορου και του παλιού του τρόπου
την έγκριση το σχόλιο περιμένει
σάμπως πελάτης που στο τέλος μπαίνει
στην κάμαρη της πόρνης που υπομένει
του σχόλιου τη στύση τη φρυγμένη
καλή μου καρακάξα μην αργήσεις
το σχόλιο ετούτο να τ’ αφήσεις
να βγει απ’ του καθηκιού τις γκρι εκκρίσεις
εν ώρα ευθύνης τρομερής, εν ώρα κρίσης
αχ καλή μου καρακάξα (και συγγνώμη για την κλάψα)
παρ’ την αιμοβόρα σμίλη κι ό,τι βγαίνει από τα χείλη
σε γραπτή μορφή βεβαίως σχόλιον ειπείν ευθέως
χάιδεψέ το μοναχά μην το εξαφανίσεις – χα
χε-χε-χε…
Ταμίστα καλωσόρισες σε τούτο το κονάκι
συχώραμε που έπρεπε να καρτερείς λιγάκι
γιατί σαν λείπει ο παπούς τα σχόλια εκκρεμούσι
απ΄ το ταμάχι το πολύ μου έπεσε το μούσι 😉
για το ταμάχι ευχαριστώ (δεν ήξερα τη λέξη)
μα ταμαχιάρης είμαι εγώ και γλίστρησα όταν φέξει
γι’ αυτό πολύ σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία
το μόνο που δεν ημπορώ είναι η στιχοπενία
καποιες φορές που φτανουμε βαθια μεχρι τον Πάτο
και ενδομύχως νιωθουμε πως πιά δεν εχει κατω
και νιωθουμε καταθλιψη και δεν μας βγαινει Ηχος
που πιά στην Κσρακάξα μας δεν στιχουργει ο στιχος
και νιωθουμε συντριμματα σαν τηνν πεσμένη Ρωμη
που απο μεγαλουπολη εμεινε απλώς μια κώμη
( και μεσα στα ερειπια βόσκαγαν κατι Γιδαι
ο Αυγουστινος τογραψε που πηγε και τις ειδε
και εγραψε την Θλιψη του στις Εξομολογησεις
και πια δεν μας απεμειναν Μεγαλαι Αφηγησεις
-τωρα τι θα απογινωμεν χωρις την Κρακάξα
και μαλλον ειναι ματαιον να αρχισουμε την Κλάψα
κι ελεγα παει χαθηκε κι αυτο το αποκουμπι
η καρακαξα ητανε για με σαν Ημισκουμπρι *
* δε ξερω τι σημαινει αυτο , δε μουβγαινε η Ρίμα
για αυτο και το παρεθεσα σε τουτο εδώ το ποιημα
και να που εκπλησσομαι ξανά στην δόλια Μπλογκοσφαίρα
σαν νανοιξε παραθυρο ν’ανεπνευσα αερα
θελω να πω με εξεπληξε ετουτος ο Ταμιστας
που μοιαζει στα ποιηματα ναναι ΧελιδΩνιστας …..
ο στίχος είναι βάλσαμο κι η ρίμα είναι λυχνάρι
το ‘να γλυκαίνει τη ζωή το άλλο φωτάει τ’ αχνάρι
που, έτσι κι αλλιώς, θε να σβηστεί κι από τις αναμνήσεις
αν κύριε Νοσφεράτε μου δεν το ξαναπατήσεις
χαίρομαι που σας πέτυχα στου ιστού το μαύρο χάος
δεν είμαι τίποτα τρελός κι είμαι, συνήθως, πράος
έτσι είναι, βλέπεις, ο καιρός, γυρνούν σε κύκλο οι στίχοι
κι ο έρωτας δεν κρύβεται, ούτε κι αυτός που βήχει
οι στιχοι ειναι φαρμακο μα ειναι και φαρμάκι
κι αν ολοι καταντησαμε να’μαστε ανθρώποι Ράκη
οι στιχοι ειναι μπαλωμα στα αθλια Κουρέλια
σαν το σουσαμι π’ανοιξε τα ανθρωπινα παστελια
σαν θησαυρός του Αλη μπαμπα με τους σαραντα κλέφτες
– αλιμονο : Οι στιχοι μας ειναι κι ολιγον ψευτες
ποτε κανεις δεν θα την βρει την τελεια την Ρίμα
δεν ξερω πώς θα κλεισω εδώ το ατελές μου ποιημα
ισως να ειναι αδυνατον ζωή να συμπυκνωσεις
σε στιχους και ποιηματα’ ….πως αραγε να χωσεις
στων ποιηματων την οπή τον Ζωτικόν Φαλλό σου
σαν τον τσιγγουνη καταντας : ριχνεις τον οβολο σου
σε ενα παγκάρι ποιησης , μες τη στενή σχισμή του
αχ νατανε να διανοιγε ο Πόθος την οπη του
Να ανοιγαν τα ποιηματα σαν νατανε αιδοία
να γινονταν πανωρια αγαλματα Φειδία
ναταν να ζωντανευανε ετουτα τα στιχακια
να χορευαν ζειμπεκικο χτυπώντας παλαμάκια
ναταν οι στιχοι μας πανιά σε μια Καραβέλλα
-μες τη ζωή τη μιζερη οι στιχοι ειν’ η Τρελα ,
το Δωρο του Διονυσου και Γυναικών Μαινάδων
μα χαθηκαν οι στιχοι μας εν μέσω των Παπάδων
σε ψααλμουδιες στην εκκλησια , σε λίβανο και σμυρνα
Ελα πουλι της Ποιησης ,Ξανά κοντα μας Γύρνα . ……
παπούλη μου δεν ξέρω πως
μα, βρες εσύ τον τρόπον
να μην αργουμε είσοδον
εις καρακάξας τόπον
ακόμα και αν θέλωμεν
να πίψωμεν τιμίως
είναι αργός ο θάνατος
κι είσοδος ομοίως
μήπως , εν βού παράρτημα
ν’ ανοίξεις εσπευσμένως
να μην δυσκολευόμεθα
να γράφωμεν ασμένως;
όταν τελέψεις τας δουλειάς
και του μεροκαμάτου
έλα και φτιάξε γρήγορα
τα σέα του αυτομάτου.
παρόλο που μετά χαράς
διέκρινα ταμίστας
ομοίως και βουρδούλακες
να τρέχουν ως ραλίστας.
το νέον αίμα εισελθόν
εντός της καρακάξας
της δίνει ώθησιν τινά
ομοίαν της αμάξας
αλλά τι ποίμα να γραφτεί
και ποία μαντινάδα
αν πρέπει μοντερέισον
να υποστεί η αρμάδα;
δ
Χιονίζει. Κρύο. Πα σ’ ένα κλαδί.
Στης Καρακάξας έξω απ’ το τσαρδί
ξεροσταλιάζω.
Πυκνό το χιόνι. Ορατότης λιγοστή.
Τέντα του βλέμματός μου η κλωστή,
γύρω κοιτάζω.
Ξάφνου σαλεύει. Μια σκιά τρεμάμενη.
Πώς να το νιώσει η κίσσα η λεγάμενη.
Γι’ άλλα τυρβάζει.
Η Demetrat θα ’χει ώρα που κατέφθασε.
Κρατάει τους στίχους που από χθες τους έπλασε,
μα ξεπαγιάζει.
Όμως, φοβάμαι πως αυτό είναι δευτερεύον.
Οι στίχοι, ένα αλλόφρον τάγμα εκστρατεύον,
ράβουν μπαλώματα.
Όπως τα λέει ο Νοσφεράτος, στα κουρέλια
γραφίδες κάνουν βελονιές, προσθέτουν ρέλια,
χαϊδεύουν πτώματα.
Που ζωντανεύουν απ’ τα στιχοχρώματα.
Είσαι ποέτας φοβερός αγαπητέ Ταμίστα
τη ρίμα έχεις εύκαιρη το στίχο a prima vista 🙂
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΛΕΦΤΗΔΩΝ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος – Λέφτηδες
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Λέφτηδες
Άλλες ερμηνείες: —
Εκεί που φύτρωνε ο λόγος ο αβέρτα
κι η οθόνη άνθιζε σα να ’τανε κυκλάμινο
τώρα τα πλήκτρα γίνανέ σαν τα τσιμέντα
κι ουδέ φωτιά ουδέ καπνός στην υψικάμινο.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
σαν γίνεις πάλι Άρης
δίπλα σου θα μας βρεις.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι Λέφτες
κι ακόνιζαν τις λέξεις για να κόβουνε
οι νουνεχείς διοργανώνουν φιέστες
στη σιωπή εκείνοι βασιλεύουνε.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
σαν γίνεις πάλι Άρης
δίπλα σου θα μας βρεις.
Εκεί που η αντίθεση γινόταν ευλογία
το στάρι από την ήρα ως ξεχώριζε
τώρα νεκρών λέξεων τα εκμαγεία
χρώματα που ο καιρός ξεθώριασε.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
να γίνεις πάλι Άρης
πριν να καεί η γης.
παπούλη μου σ’ ευχαριστώ δια τα κοπλιμάν σου
το περιβάλλον που έφτιαξες ειν’ όλο το αρζάν σου
κι οι λέφτηδες κοπιάσανε, όπως το είδες πρώτος,
πήραν του γκάτσου την ορμή κι ακούστη μέγας κρότος
της καρακάξας η μεριά την ποίηση εμπνέει
το ξέρανε οι πιο παλιοί, το μάθανε κι οι νέοι
οι λέφτηδες ανέκαμψαν που είχαν απ’ το νοέμβρη
και άλλοι βλέπω να ‘ρχονται, γι’ αυτό ας πούμε αλεύρι
μεγαλεξανδρινό όνειρο στην παραλία της Θεσαλονίκης
Και τωρα θα σας διηγηθω το Ονειρο που είδα
Στην Παραλια ήμουνα με καποιον Πελοπίδα
και περπατάγαμε μαζί και ηταν Αυγούλα
( κι απο την Μπόχα ειχαμε κι οι Δυο μας Αναγούλα
-δεν καθαριζουνε ποτές κι η θαλασσα Βρωμάει-
και να ! που ξάφνου είδαμε μια Παπια να πετάει-
Θαυμάσια!- ανεφωνησε ο Φίλος Πελοπίδας
-πρεπει να πω στα νιάτα του πως ήτανε ατσίδας
μα τωρα στα γεράματα αρχισε να τά χάνει….
ολοι το ξερουνε αυτο ως και οι επτά Νανοι-
στο Ονειρον μου ερχονται κι αυτοι και η Χιονάτη
και μια Μικρουλα ζουμπουρλή, χαιδαρα και αφράτη
κι ολοι μαζί χορευούνε το Γύρω Γύρω Ολοι
και Ελληνες και Σκοπιανοι ακομα και Διαβόλοι
ετσι λοιπόν Ξαναγυρνω : Ημασταν Παραλία
και κριτικαραμε σφοδρά Κεινον τον Μητραλοία
τον Μητσοτακη εννοώ που εμφιλοχωρούσε
μέσ’ εις το Ονειρον κι αυτός και αερολογούσε..
Τι έλεγα; το ξεχασα ..Α ναι για τ’ονειρο μου
ε ! πανω που περπαταγα κι εκανα το σταυρό μου
κι ελεγα Δόξα τω Θεώ που εχω την Υγειά μου
Βλεπω κατι το Τρομερόν και λεω : Παναγιά μου !!!!
Να μη σας τα πολυλογώ Βλεπω τον Ψωμιάδη
Αργά να αναδύεται σαν μέσα απο τον Αδη
Απο την μαυρη θάλασσα ,ναναι σαν Ποσειδώνας
– του επεφτε μαλλον Κοντός ο Αρχαιος του Χιτώνας
και φαινονταν τα μπουτια του και φαινονταν κι οι Γάμπες
και καπου κάπου εσκουζε λές και τον πιάναν Κράμπες
Κρατουσε μια Τριαινα στο ενα του το Χέρι
Ενω με τάλλο Χέρι του , κρατουσε Χερι Χερι
το Αλλο του το Ταιρι του , τονε Καρατζαφερη….
και εταραχτηκα πολύ , μ’επιασε Πανικός
Φουρτουνιασμένος ητανε και ο Θερμαικός
Ψυχρός Βαρδαρης Φύσαγε και ητανε Αυγούλα
και μενανε μου ρχοτανε κατι σαν Αναγούλα
Και ειδα να αναδύεται Σώος κι Αρτιμελής
Ως Γιγας απ’ την Θάλασσα ..Ο Παπαθεμελής!!
Φοραγε αρχαιο Θωρακα και περικεφαλαία
και κραταγε κιενα σπαθί , στρατιωτική σκελέα
και μας αγριοκοίταζε και ηταν σα Θηρίο
και ο Βαρδαρης Φύσαγε! και εκανε και Κρύο
-και με την ακρη του Ματιου , ειδα τον Πελοπίδα
που φόραγε στο πόδι του μια Περισκελίδα
”Τί πας να κανεις , -τον ρωτώ – Ω Φιλε Πελοπίδα;
Το Νόημα του Βίου μου – μου απαντάει – είδα …”
δεν προφτασα να του το πώ ”Μη Πελοπίδα , Μή ”
και βουτηξε στη θαλασσα εκεινη τη στιγμή!
ολογυρα τριγύρω μου δεν ακουγες Ψυχή
Στη Παραλία το πρωί υπάρχει σιωπή ….
και ανοιξαν οι Ουρανοί και άρχισε να βρέχει
και η καρδια μου αρχισε-στο Ονειρο- να τρέχει
και φθανει μεχρι τ’ αγαλμα του Μέγα Βουκεφάλα
πισω απ’ τα καπούλια του που ειναι και Μεγάλα
(που ολοι τα θαυμάζουνε τ’ αλογου τα Καπούλια
κουρνιαζουνε και στη κογχη τους και τα θαλασσοπούλια)
και οταν έφτασα εκει , κατω απ’ τον Βουκεφάλα
βλεπω εναν φιλο μου παλιο(τον λέγαμε ”κεφάλα ”
γιατί τανε λαμπρο μυαλό και ηταν διαβασμένος
και πηγε στην Αμερική γυρισε σπουδαγμένος
και τωρα ασχολιότανε με την Φιλοσοφία
Ομως βαθιά πληγώθηκε απο καποια Σοφία
την ειχε -λένε- Γκόμενα – μ’αυτή τουκανε Νάζια
και κάπου μπλοκαραν πολύ του Φιλου τα Γρανάζια
-κι αρχισε να παραμιλά να λεει αρες μάρες
και η Μαρίδα γελαγε ,πετωντας κουκουνάρες –
ταβαλε με τον Εγελο ο Φίλος μου ο Κεφάλας
– τι τραγωδία ομως κιαυτή ..μες τη ζωή μας ..΄Αλας!
ποτε κανεις δεν προβλεψε πως θα τα φερει η Μοιρα!
η μόνη η προβλέψιμη ειναι η Καλομοίρα!
ειδα λοιπόν περιδεή τον φίλο τον Κεφάλα
να καθεται ανακουρκουδα κατω α΄τον Βουκεφάλα
και να διαβάζει τ’ Εγελου Φαινομενολογία ”
-πρεπει να πω πως σπουδασε και Κοινωνιολογια
και ηταν και καθηγητης εις την Σχολήν Παντείου
κι οι Φοιτηται τον Φωναζαν ”Κεφάλα αααίοοουυυ”
”εκει πουναι τα δόρατα πλαι στον Βουκεφάλα
με τις αιχμές τις μυτερές τα ακοντια τα μεγάλα
που υψωνονονται στον ουρανό,θαρρεις θε να τον σκίσουν
και πάνω στο Γαλάζιο του, σημαδι να αφήσουν
στα Υψωμένα ακοντια απάνω εις τις λόγχες
-το ειδα και μου βγήκανε τα μάτια απο τις κογχες-
καθοντουσαν μακάριοι καπου επτά Στυλίτες
φοραγαν ρασα κοκκινα και μοιάζουν Αγιορίτες
– Κρυφά αναρωτηθηκα : αραγε δεν τσιμπιούνται
στων σαρισσων τις μυτερές τις ακρες , Πως κοιμουνται;
Ειν’ αραγε φακιρηδες; ή ειναι Ρασόφοροι;
Βρε μπάς και εινα αναρχικοι ; Πρωην Κουκουλοφόροι;
που τωρα μετανοιωνουνε για τα αμαρτηματα τους
και καθονται στις σάρισσες να πουν τ’αιτηματα τους;
μη κανανε καταληψη ;Βρε μπάς και απεργουνε ;
αραγε τι τα μάτια μας ακομα θε να δουνε;
Αυτα αναρωτιομουνα μα εκεινοι σιωπηλοι
στις λογχες πάνω καθονταν και ησαν σφριγηλοι
Κιεγώ βουβος παραμεινα και μαλλον απορουσα
”ητο πραγματικότητα ή σ’ονειρο πια ζουσα
πως γινεται κι ανεγγιχτοι μενουν απ τα παλούκια
μου φαινονταν μυστηρια ολα αυτά τα λούκια”
……………………………………………..
επανω κει που θαυμαζα τους επτά ερημιτες
που καθονταν στα Δόρατα και ηταν στηλίτες
Αξάφνου εμφανίσθηκε και η Θεά Αθηνά
ρίχνει μια με το Δορυ της , Γυρνά και λέει ; Να!
γυρνώ εκει και τι να Δω! παει ο Βουκεφάλας
κι’ εξαφανισθηκε μαζι κι ο φίλος μου ο κεφάλας
στη θέση του αγαλματος είχε κορμό ελιάς
κι ανεβασμένος στα Κλαδιά και ο ..Καραμπελιάς
Με κοταξε παραξενα , και καπνιζε μια Γόπα
τον είδα και αναφώνησα -στην εκπληξη μου: ΟΠΑ!*
Με κοιταξε παραξενα οταν του είπα :
ΟΠΑ”
μου θυμισες τα νειατα μου,γιαυτό”- μου λεει- :”ΣΩΠΑ!!””
και ξεχνα πιά το Παρελθόν και τις μεγάλες ΡΗΞΕΙΣ
Απομεινάρια μεινανε μόνο κι Αφίξεις – ήξεις”
(κι αστραπιαια έστρεψα τα μάτια στο Ρεμέτζο
και έκπληκτος αντίκρυσα να στεκει εκει τον….Μέρτζο
με Μύστακα πελώριο να κανει Πιρουέτες
ντυμένος Μακεδονικα , κι ακουγονταν Τρομπέτες ”
Συνεχιζεται …
http://nosferatos.blogspot.com/2009/02/blog-post_6908.html
Товариш Яков Федотович Павлов,
Έστω κι αν είναι κλεψιμαίικο, το τελευταίο πόνημά μας μάς αρέσει και θέλουμε να είναι κατά το δυνατόν αξεγάδιαστο. Κάποιος φίλος μάς υπέδειξε ένα λάθος. Στην τρίτη στροφή το ‘βασιλεύουνε’ παίζει μπουνιές με το ‘κόβουνε’. Πρέπει να αντικατασταθεί από το ‘ξεσαλώνουνε’ για να ‘ρθει το πράγμα στα ίσα του. Θερμή παράκληση να παρέμβεις για τα σχετικά. Επειδή δεν ξέρουμε τα κόλπα της Πόρσε σού το ξαναστέλνουμε όλο και διορθωμένο με επόμενο σχόλιο, μήπως αυτό διευκολύνει και σε απαλλάσσει από μπελά.
Увидимся
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΛΕΦΤΗΔΩΝ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος – Λέφτηδες
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Λέφτηδες
Άλλες ερμηνείες: —
Εκεί που φύτρωνε ο λόγος ο αβέρτα
κι η οθόνη άνθιζε σα να ’τανε κυκλάμινο
τώρα τα πλήκτρα γίνανέ σαν τα τσιμέντα
κι ουδέ φωτιά ουδέ καπνός στην υψικάμινο.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
σαν γίνεις πάλι Άρης
δίπλα σου θα μας βρεις.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι Λέφτες
κι ακόνιζαν τις λέξεις για να κόβουνε
οι νουνεχείς διοργανώνουν φιέστες
στη σιωπή εκείνοι ξεσαλώνουνε.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
σαν γίνεις πάλι Άρης
δίπλα σου θα μας βρεις.
Εκεί που η αντίθεση γινόταν ευλογία
το στάρι από την ήρα ως ξεχώριζε
τώρα νεκρών λέξεων τα εκμαγεία
χρώματα που ο καιρός ξεθώριασε.
Κοιμήσου ορέ товариш
για να ξεκουραστείς
να γίνεις πάλι Άρης
πριν να καεί η γης.
Λέφτηδες
λέω να αφήσω και τις δύο εκδοχές για τους φιλόλογους του μέλλοντος 🙂
Товариш Яков, ό,τι πεις·
χατίρι δε χαλάμε σου.
Κι αν κάπου στο χαλάσαμε
ρίχτο στης λήθης τ’ άβυσσου
λέφτηδες μες τις φλέβες μας τρέχει το ίδιο αίμα
και για το ποιήμα σας αυτό σας λέω νιέτ προμπλέμα 🙂
αφήστε τον τον άνθρωπα
να βγάλει το ψωμί του
και μη τον κατατρώγετε
αυτόν και τη δομή του.
μία δουλίτσα τούκατσε
του τάλα γιά να κάνει
να θρέψει τη γυναίκα του
κι όλο το παιδομάνι
έτσι που μας κατάντησαν
δουλειές να ντουφεκάμε
εγίναμε όλοι κυνηγοί
και τύχη προσδοκάμε.
αλλά κι αυτή εχέστηκε
να δώσει στους χαμένους
γιατι λέει δεν κάθεται
ποτέ στους πηδημένους
δ
απίθανο, απίστευτο και λογικόν διόλου
το βλέπω, μάγκες μου, κι εγώ, πάμε κατά διαόλου
ανάθεμα την ώρα τους, κατάρα τη στιγμή τους
και την καταραμένη τους κι αδίστακτη πυγμή τους
ανάθεμα για τη ζωή, σκατά και του θανάτου
τουτέστιν ό,τι κι αν συμβεί θα είναι του αποπάτου
διότι ο καπιταλισμός δεν ξέρει από ξόρκια
κι οι καπιτάλες έχουνε πρωθυπουργάκια ζόρικα
μόνον ετούτο θα σας πω για τη γλυκιά πατρίδα
σα δόλωμα μου φαίνεται – το μάτι σας γαρίδα
να το ‘χετε, ρε μάγκες μου, κότσους να μη μας πιάσουν
και νέες δόξες τάζουνε, μην πω τι να μας κλάσουν,
διότι η ανάπτυξις είναι του κεφαλαίου
που μας σερβίρει σκορδαλιά μα άνευ του γαλέου
..γιατί γαλέο κι αστακό τον έχουν κρατημένο
για τα δικά του γεύματα κι εμένα το καημένο
μ’ αφήσανε τη σκορδαλιά , αυτή μόνο μου μένει
ματζούνι για τη πίεση που όλο ανεβαίνει 😉
παπς άσ’ τα περίεργα και κόπιασε και πέρνα
να πά’ να κατεβάσουμε καρτούτσα σε ταβέρνα
κανόνισε τα το λοιπόν σαν εύρης ευκαιρία
να ‘ρθεις εδώ να στήσουμε μεγάλη ‘φασαρία’ ..
μη μου μιλάς για πίεση μη μου μιλάς για ζορια
Για λίγο μιλα μου ξανά για αυτά τα μισοφορια
ετσι κι αλλιως ανέκαθεν την ανδρική την μποτα
παντα την εκουμάντερνε η θηλυκια κιλοτα
μη μου μιλάς για πισεη μη μου μιλάς για κριση
τωρα που μπηκε η Ανοιξη αρχιστε το …
http://nosferatos.blogspot.com/2010/03/70-malizia.html
οι στίχοι είναι νήματα και πιάνονται απ’ την άκρη
τα ποιήματα κοινότητες της κοινοκτημοσύνης
κι η καρακάξα του αδραχτιού είναι η συντονίστρια
μην πέσει δολιότητα, να δράσει εξαπίνης
οι στίχοι που συνέχισε ο φίλτατος παπούλης
βρήκαν ό,τι τους έλειπε για να σωθούν ως πρέπει
omnia sunt communia εδώ κι όλοι ας στιχιθούμε
γιατί ίσως να συνθέσουμε της εποχής τα έπη
μα έτσι κι αλλιώς της ποίησης αν είμαστε οι μύστες
εμείς θα διασκεδάσουμε κι ας φέρνουν τα έπη νύστες
Ταμίστα μου και Νόσφη μου και Δόκτωρα μου Σούη
το βλέπω , είναι δύσκολο , σαν έχεις τέτοιο χούι
όπως αυτό της ποίησης , να βρείτε θεραπεία.
Η νόσος είναι φοβερή δεν έχει σωτηρία 😉
ο Σουιγένερης να πιει, ο Νόσφης ν’ αγαπήσει
κι ο Ταμιστάς, αλίμονο, αμ’ έπος κι επιτόπου
ο παπς αδύνατον ποτέ στη θεραπειά να ελπίσει
η ίασις ασθενούς ψυχής είναι αδίκου κόπου
δι ο ας χαλαρώσωμεν, τα χούγια να χαρούμε
αφού το να γλιτώσουμε ποσώς το ημπορούμε
είναι η ζωή του θάνατου προθάλαμος ρε μάγκες
κι η Γιαπωνία τη χώνεται για νέες ματσαράγκες
γι’ αυτό μη χάνουμε καιρό, που έλεγε ο Σεξπήρος
με χάι και χο και τριαλαρό, καρτούτσα και κιλότες
ό,τι έχουμε ευχαρίστηση, αυτό μας δίνει κύρος
διότι το κύρος, κύριοι, αλλιώς το τρώνε οι κότες
ο ποιητής φόρεσε τη ρόμπα
κάθισε μπροστά στο τζάκι
κοίταξε με ληγμένο πάθος την ιουλίτα
φαινόταν να ’χει πρησμένα πόδια
κάποιος τον αποκάλεσε τεμπέλη
έπειτα από χρόνια πολλά στην ποίηση που γιορτάζει την παγκόσμια μέρα της
και θαρρείς όλοι αφήνουν στίχους στις οθόνες δεν έχουν πια λευκώματα
και τι να πεις εσύ ο νεκρός με τόσα χώματα
στο στόμα
θα παρατηρούσε ο κ. τάκης
Ζήτω η 21η Μαρτίου!
η ποίηση έχει πείρα
και μέρα του μαρτιού
μας μίσεψε κι η φύρα
πορφύρα του ματιού
ελύτης και ελίτσες
σεφέρης και σφυριά
δρεπάνια στις κοιλίτσες
για όλη τη γκλαμουριά
αλί και τρισαλί μου
η ποίηση γιορτά
ζει κάτω απ’ το χαλί μου
κι η αγάπη ομερτά
όσο για των ποιητών το γήρας…
αυτος ο Ταμιστας
που εισεβαλε στα Μπλογκια ολο Ποιηση
χειροποιητος
σαν αχυρενιος Δονκιχωτης
περνωντας μεσα απο τις σχισμές των κλειστων παραθυροφυλλων
αερικό μιας αλλης εποχής
-σαυτο το Ολο ξηρασια μελλον που ζουμε τωρα
και δινει πνοή σεμας τους ξεπνοους
-λιγο αερα ρα γμτ ,κλεισαμε τα παραθυρα , κατεβασαμε τιςγριλιες , χασαμε τις σκιες μας
σε αυτη την μονοτονη επαναληψη
στη ματαη αναζητηση της αναπνοής ,κουρνιασαμε
στη νεκρική φωλια εντος μας , ο Ταμιστας
ειναι το τζινι που χασαμε… ανοιξαμε γρηγορα το μπουκαλι και εφυγε
μα τωρα επιστρεφει
σαν την πληγή που απωθησαμε
σαν την αγαπη που αρνηθηκαμε
σαν το πουλι της νιοτης, σαν το ψαρι
που κυνηγουσε ο Γερος της θαλασσας ..ολη μερα ,ολη νυχτα
κι εν τελει τοπιασε..ειχε απομεινει ενα αδειο ψαροκοκκαλο… κιαυτος μαζι.
what?
am I an empty herring bone?
am I an empty shirt?
ε αμα παει ετσι
http://nosferatos.blogspot.com/2009/12/blog-post_5457.html
παντως η Καρακάξα χρειαζεται ποιηματακιαπου να γραφονται πρωτα ΕΔΏ.
Νομιζω ..
να κιενα παλιο
————————-
απο τη συλογή : οι Μπεκαλ τσουλες του ΘΕΙΟΥ
Σήμερις που σηκώθηκα αγουροξυπνημένος –
γιατί το βράδυ ως αργά ήμουν ξεδιπλωμένος
και έγραφα αλύπητα στους Ιντερνέτ τους μπλόκους
να λύσω τα μελλούμενα και της ψυχής τους κόμπους –
και πάνω εκεί που μάταια πάλευα με την κάλτσα
και αναλογιζόμουνα κι εκείνη την Μπεκαλτσα
Ηκουσθη εντός μου μια φωνή που ήταν μάλλον Φάλτσα :
‘’ Νοσφυ –μου λέει -πρόσεχε τι κάνεις στη Ζωή σου
Και με τα Μπλογκια που μπλεξες μη χάσεις την Ψυχή σου
Τες ηδονές σου μέτρησε και μη το παρακάνεις
Γιατί απ’ την απόλαυση μπορεί και ν αποκάμεις
Γιατί αυτό πούνε γλυκό , ύστερα σε πικραίνει
Και το λουλούδι της χαράς ύστερα σε Μαραίνει
Γιατί όλα τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος
Κι αν δεν το δεις, βυθίζεσαι μες στης ζωής το Έλος
Πρόσεχε την υγεία σου … Σταμάτα τους καφέδες
Και κόψε και το κάπνισμα κιολους τους ναργιλέδες
Γιατί από το κάπνισμα και το πολύ χαρμάνι
Καπνίζει όλη η φύση σου και γίνεσαι Ντουμάνι
Θυμήσου τον Επίκουρο και τα σοφά του λόγια
Και άσε τα μπερδέματα μ’ αυτά τα μισοφόρια
Για μέτρα και την πίεση ,πρόσεχε την κοιλίτσα
Πριχού να σου ρθει κουτσουλιά από την Μπεκαλτσιτσα
-Ήταν του Ισιδωρα η φωνή , του αγαπημένου Θείου
Και ήταν όλο διδαχή κι απόσταγμα του Βίου ….
η Καρακάξα είναι τόπος χλοερός
και ανατάσεως τόπος εν τη γη
θυμών πηγή
του θυμικού, του ομόθυμου, του θου
τω στόματί μου τι
τι ψυχοντιντιτί
κι αν τα παιδιά ψεκάζουν σα να ρίχνουν ντιντιτί
κι αν με τη μπότα λιώνουν κάθε απρέ μιντί
την κάθε αντίσταση στου μέλλοντος τη μπότα
θα ‘ρθει καιρός να τους αλλάξουμε τα φώτα
κι εδώ, απ’ της Καρακάξας το ηλεμετερίζι
σα να ‘ταν γάμος και να ρίχναμε το ρύζι
λέξεις καυτές σαν τις μολότοφ θα πετάμε
σαν σκοπευτές ελεύθεροι γελάμε
μα μη μπερδεύουμε το πού, ούτε το πότε
οι στίχοι σαν στοιχειά στοιχειώνουνε κι η Λότε
η Λένια που του Μπρεχτ τους στίχους τραγουδούσε
κι αυτή νομίζω πως σ’ αυτό θα συμφωνούσε
αλόνζανφάν και χάστα σιέμπρε και αβάντι
το ψαροκόκκαλο πετάω στην κόλαση του Δάντη
αβάντι πόπολο, αβάντι Νόσφη Ερνέστο
ή καραγκιοζικώς αβάντι, ας πω, μαέστρο
μ’ αυτά τα λίνκια που ‘χα βάλει τις προάλλες
απλώς ρωτούσα περί τις ψαροκοκκάλες
ας είναι, αφήνω πίσω διευκρινίσεις κι άλλες κρίσεις
τα ποιήματά μας είν’ η αντίσταση της κρίσης
πρώτα εδώ, λοιπόν, οι στίχοι, εννοείται
δεν χρειαζόταν καν αυτό να μου το πείτε
τα λίνκια εκτάκτως επιστράτευσα και τώρα
ιδού, η Καρακάξα βάζει πάλι πρώρα
αβαντι μαεστρο Ταμιστα .. ..Η καρακάξα μαζι σου ξανά προς τη δοξα Τραβά ..
(στο Γερος καιη Θαλασσα τελικώς εκεινο που ψαρευει ο Γερος -η λιμπιντο του- ειναι ενα τεραστιο Ψαροκοκκαλο .. Αυτο σημανει.. Ολη η παλη με το Ψαρι ηταν για ενα ψαροκοκκαλο .Αλλά μαλλον και παρολαυατά αξιζε τον Κοπο…)
Η ποίηση εναι κέρι που-πάντα -εντος μας -λυωνει
ειναι σαν το ηφαιστειο,σα λάβα που πετρωνει
σαν αστρο του Αυγερινού και σαν αποσπερίτης
η σαν -που ειπε ο Πάγκαλος – ενας Παλιο κοπριτης
—-
Η ποιηση ειναι αχρηστη ..σαν το κερί που καίει
και π’οταν καει καιγεται,σαν το μωρο που κλαίει
Πεθαινοντας ανήμπορο μεσα σε μια Πιρόγα
κι απελπισμένα αποζητά την Θεική τη Ρώγα
http://nosferatos.blogspot.com/2008/08/blog-post_7988.html
ο μπακαλιάρος έκατσε καλά μες στη στομάχα
κι η σκορδαλιά φιγούραρε σαν μια παντόφλα να ‘χα
μέσα στο στόμα κι ευτυχώς που έκοψα το τσιγάρο
τους ναργιλέδες κλπ κι έτσι δεν φιγουράρω
σαν σκορδαλιά παντοφλοειδής και αγενής συνάμα
με εκπομπές σκορδοτσιγάρου – μπόχα και αντάμα
κι η δόλι-α η πίεση είναι πεσμένη απ’ ώρα
σήμερα την κουλέντρισα με σκορδαλιά μαγκιόρα
απ’ αύριο πάλι χαπακέν, δεν γίνεται αλλέως
ούτε φαΐ θα ‘ναι διαρκώς μπακαλιαρογαλέος
όσο για την απόλαυση δεν χάνεται, μ’ αλλάζει
θα πρέπει βέβαια ο καθείς να μην την κάνει χάζι
τη φευγαλέα νεότητα γιατί είναι σκέτη τρέλλα
γι’ αυτό κι ο φούντας ξέκανε νωρίς νωρίς τη στέλλα
καλά, το τελευταίο αυτό μάλλον δεν το εννοούσα
για ομοιοκατάληξη και μόνο προσπαθούσα
λοιπόν, μεσιέδες και μεντάμ, εις στην ψυχή νεανίζω
κατά τα άλλα στωικώς την άνοιξη μυρίζω
ναι, τη μυρίζω που έρχεται λουλουδιαστή, ναζιάρα
και όσο ακόμα θα βαστώ, πάντα χωρίς τσιγάρα,
θα μούρχεται να τρελλαθώ, που λέει και το άσμα
κι ας βλέπω ανάμεσα σε με και στη νεότη χάσμα
το δίδαγμα, λοιπόν παιδιά, αυτής της φλυαρίας
είναι πως τα σαγόνια του ακονίζει ο καρχαρίας
ο χρόνος ο ελεεινός, ο άτεγκτος, ο μόνος
αλήτης που δεν φαίνεται να τον γεράζει ο χρόνος
Γιναμε δοντια αχρηστα σε ρολογιου γρανάζια
ποτε θα αγανακτησουμε με του Χρονός τα νάζια;
Πότε θα πει ο Πάγκαλος του Χρόνου του Αλήτη
-ουστ απο δω παλιογερε,εξω απο δω κοπρίτη;
o χρόνος ειναι φαρμακο μα ειναι και φαρμάκι
ειναι το μέσα τραυμα μας,τρεχουμενο νερακι
ειν ο εντος μας ποταμός ,αυτο που μεσα ρέει
κι αν εκ-σωτερικευεται ο κόσμος καταρρεει .
πολύ της μόδας έγινε η προγονοπληξία
μέχρι σημείου να παθαίνω, σύντροφοι, ασφυξία
25 του μαρτιού, η αγιασοφιά δακρύζει
μα η αγιαλαύρα δεμοδέ – ουδείς τηνε στηρίζει
αν είναι το κρυφό σχολειό του γκύζη ακουαρέλα
και όλα τάλλα ψέματα σε μία πασαρέλα
στρατιωτών και μαθητών ενδόξου εθνοφανφάρας,
το 21 νάτανε που ‘λεγε κι ο νταλάρας,
ας είναι, τούτο μοναχά θέλω να επαναλάβω
της ιστορίας τον ειρμό βαριέμαι να συλλάβω:
ότι το μόνο που μπορώ με πλέρια βεβαιότη
είναι για το μενού να πω της παλιγγενεσίας
με μπακαλιάρο σκορδαλιά και μπόλικο κρασάκι
θωρώ τη γαλανόλευκη που τύλαε τον κεντέρη
και λέω πατρίδα μου είναι κει ψηλάενα πεφταστέρι
αρκούντως εμφωλεύσαμε στην ποίηση στοιχεία
που ήσαν της ψυχούλας μας και μόνον τα ψιχία
δι’ ο η εκ-σωτερίκευσις συνομιλεί με τ’ άστρα
κι η Καρακάξα εγίνηκε του Χρόνου η ξελογιάστρα
εδώ σ’ αυτόν τον τόπο
χωρίς καθόλου κόπο
η ποίηση εντίθεται
ο ποιητής εκτίθεται
ο ιστός μας καταπίνει
η ηώς με κατακρίνει
και μου ’ρχεται σα φλας
στίχων παλιών ταμπλάς:
χάνομαι, ξαναελπίζω, δεν ελπίζω πουθενά
τη σημαία κυματίζω που αντέχει και πονά
ήτανε τότε που αισθανόμουν σαν ιστός
μία σημαία να την ανέμιζα κι “αέρα”
τώρα ιστός είναι το γουέμπ κι εγώ πιστός
μουρμουρητών ριμών που απλώνει η δακτυλιέρα*
κι είναι τα μάτια σου ο δικός μου ο μισθός
*η δακτυλιέρα μόλις μου βγήκε
– εννοώ το πληκτρολόγιο
μια καλησπέρα
τη νυχτιά να τηρήσω
κι ύστερα φεύγω
εδώ στον τόπο
που ξανά σας εβρήκα
για να μισεύγω
από τα λόγια
που ανοχή πια δεν δείχνουν
στις αγωνίες
κι ενώ, όπως πάντα,
ραδιενέργεια πέμπουν
οι Ιαπωνίες
πομπές και φρίκη:
πώς να χάψω τους νόμους
της κονομίας
της βουβαμάρας
στο κοτέτσι της πλήξης
της ανομίας
ξαναρωτάω
ποιος μπορεί ν’ απαντήσει
αυτό το βράδυ
χωρίς να θέλει
να τη βγάλει όπως λένε
και πάλι λάδι
και πώς δεν πήρα είδηση ετούτο δω το στέκι
πού’χει παρλάτες τρομερές και καρακάξας έπη;
Παπούλη, ετοιμάζομαι δια να επανορθώσω
να γράψω στίχους άπιαστους, τους πάντες να ρουμπώσω!
μόνο με πιάνει ξαφνικά ο τρόμος.. μια δειλία…
διστάζω να εκτίθεμαι εις την πολυκοσμία…
Θα πάρω θάρρος και θα’ρθώ μια μέρα, ένα δείλι,
αφού προτίστως ποτιστώ ολίγον χαμομήλι…
Είναι κανείς εδώ;
Τις τελευταίες νύχτες, σχεδόν παραμιλώ.
Χτυπώ. Σιωπή.
Αφήνω απέξω σαν τον γαλατά τους στίχους.
Κάποιοι θα με περάσουν για τρελό.
Πλέω με μια σχεδία από φελλό.
Είμαι το ψαροκόκκαλο επάνω στη σχεδία.
Ο γέρος, καθώς πνίγεται, απειλεί να με βυθίσει.
Το έργο, θάλεγε κανείς, μελό.
Άσε το βράχο τώρα να κυλίσει.
A-wop bop-a loo-mop, a-lop bam-boom!
Την δε τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς
Θα τα πούμε ευθέως, τετατέτ κι ανφάς.
Φτου και βγαίνω.
Μπουμ.
Ροδιά μου εσύ τετράκλωνη αυτό το μαυροπούλι
είναι της ρίμας οπαδός μέχρι και το μεδούλι
όποτε θέλεις να περνάς , τους στίχους σου ν’ αφήνεις
να δούμε τέλος ποιός θα βγεί πρώτος στο φωτοφίνις
Ταμίστα με τους στίχους σου μένω ενεός και χάσκω
γιατί μου φέρνεις στο μυαλό το ποιητή το Λάσκο
που και ταινίες έκανε , μα έγραφε και στίχο
όπως εκείνο το «Ταμ Τάμ» , σε κάθε τυμβωρύχο
της ποίησης ερευνητή , φιλόλογο και ρέκτη
αγαπητό στιχούργημα , εύρημα για συλλέκτη.
Συνέχισε Ταμίστα μου το τύμπανο να κρούεις
είσαι εσύ της ποίησης ο ένδοξος ο Λούης….
( Χο…. που λέει και ο καλός μου ο Sissa )
σε τουτες τις κρυφές γωνιες , σε τουτα τα Λημέρια
Βοσκουν το βραδυ ποιητές , πάνω βροχή τ’αστέρια
κιενα αστρι το πιο λαμπρό της λεφτεριας αστέρι
σχιζει τον θόλο τ’ουρανου ,γινεται πεφταστέρι
και σβηνει ως διατοντας ,που πήγε ; που εχάθη
σε ποιο πηγαδι βουτηξε στου ουρανου τα βάθη;
(αχ ναχαν καπου τελειωμό των ποιητων τα πάθη )
τι ελεγα; το ξεχασα ..Α… για τους ποιηταδες
ολοβραδύς που χυνουνε ποιηματα- κουβάδες
σε τουτη τη δεξαμενή , σε τουτη δω την Στέρνα
που Κολυμπα αλύπητα μια Αφροδιτη η Σμέρνα
(που εχει ακγαθια κοφτερά και κοβει σαν Ξυράφι)
των ποιητων τα ποιηματα αστραφτουν σαν χρυσαφι –
αυτά ειναι το αγαλμα του μύχιου εαυτου μας
Που ομως τ’απωθησαμε .. Σαν τι να είπω; Φτού μας …
ευχαριστώ παπούλη μου, καλώς το νέο αίμα
όμως δεν είναι ο καιρός για εύγε και για μπράβο
ροδιά στο χαμομήλι σου βάλε περίσσια δόση
διότι-οι καιροί ου μενετοί, πέφτουμε και σε κάβο
του λάσκου με συγκίνησε εκείνο εκεί το ποίημα
που το επέγραφε νινόν, το έχει ο σαραντάκος,
και που τραγούδι τόκανε στο χάπι-ντέι ο νιόνιος
μιλώ για άλλες εποχές, που ζούσε κι ο φαράκος
τώρα τα χρόνια άλλαξαν, η ποίηση μονάχα
μας έμεινε-όπλο άσφαιρο κι όμως κεραυνοβόλο
όμως θα φύγω βιαστικά, σήμερα δε με παίρνει
και σύντομα επανέρχομαι για φροντισμένο σόλο
λοιπόν, όλοι μαζί εδώ υμνούν την καρακάξαν
και κλάσαν μέντες οι οχτροί, που πάει να πει τρομάξαν
Στη θάλασσα της Φουκουσίμα
η ραδιενέργεια τσίμα τσίμα
στον κόλπον δε του Μεξικού
με το νερό τίγκα πετρόλ
πρέπει να κάνουμε βουντού
να κανονίσουμε τα τρολ
Μέσ’ στης Λιβύης τας ερήμους τρέχουν σωλήνες σαν τα φίδια
και αποπάνω αεροπλάνα κάνουν τον άνθρωπο κοψίδια
Στη θάλασσα της Φουκουσίμα
-για να μη φεύγω από το θέμα-
ιώδιο, καίσιο και χρήμα
πνίγουνε τους λαούς στο αίμα
και στου Αιγαίου τα θαλάμια
στήνουν χορό νέα πλοκάμια
Μέσ’ στων νησιών μας τα βραχάκια καινούργιες φτάνουν κατακτήσεις
πετρελαιάδες και λεφτάδες μ’ αεροπλάνων υπερπτήσεις
Στη θάλασσα της Φουκουσίμα
όρτσα πανιά κι αγέρι πρίμα
φίλοι και σύντροφοι αράξτε,
μη σας τρομάζουν καρακάξαι!
καλως σας βρίσκω 🙂
Μη το λες εύκολα ροδιά ότι ‘καλώς σας βρίσκω»
της ποίησης το εγχείρημα έχει μεγάλο ρίσκο 😉
δες το Παπούλη , βρίσκεται μέσα σε παραζάλη
σε φτώχεια και κατατρεγμό , μονάχα ένα στραγάλι
για δείπνο εψές κατέπια , να στυλωθώ λιγάκι
γιατί τη τσέπη μου άδειασε ένα σαχλό Παπάκι.
Είναι θητεία η ποίηση στη φτώχεια και τα πάθη
γιατί εδώ πληρώνονται του βίου μας τα λάθη.
καθώς γερνουν και πέφτουνε τα λέπιααπ’το κορμί μας
καθώς εγκαταλείπουμε τα Πρεπει και τα Μή μας
-σαν του ψαριου τα κοκαλα σαν τα μεγαάλ αγκάθια
μένουν να γδερνουν τον λαιμό τα Λάθια και τα πάθια
ΜΕΤΑΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ
τρία πουλάκια κάθουνταν ποίματα ν’ απαγγείλουν
το ’να διαλέγει σολωμό, το δεύτερο σεφέρη
το τρίτο με τον κόκκινο λαιμό διαλέγει ρίτσο
αρχίζουν την απαγγελιά, με στόμφο και τριγύρω
αδιάφορα περνούσανε τ’ άλλα πουλιά τους δάσους
και ξάφνου από μακριά, χάχανα και ξεκάρδια
μια καρακάξα την κοιλιά κρατούσε από τα γέλια
γιατί ’χε κείνη ποιητές που ζουν και στιχουργούνε
και δεν κοιτούν το παρελθόν μόνο το μέλλον χτίζουν
όπως του κάμπου τα παιδιά τους πρόγονους κρεμούσαν
και πετσοκόβαν τους λαιμούς εχθρών μα και πιστώνε
έτσι και το ποιηταριό τούτης της καρακάξας
Εχθές επείνασα πολύ κι έβγαλα αγάλι αγάλι
από την τσέπην την ζερβήν ένα μικρό στραγάλι,
στραγάλι που εφύλαττα ως κόρην οφθαλμού,
δια να μασήσω η έρημη εν μέσω του λιμού.
Το πρόβλημα ήρξατο ευθύς όταν απεκαλύφθη
ότι το στράγαλον σκληρόν, όθεν και δεν ελήφθη…
Διότι καλόν είναι η τροφή που τρώγει ο πεινώντας
να μη του πέφτει ως πέλεκυς και θραύει τους οδόντας.
Τι είν’ αυτό που σέρνεται
στης νύχτας τα σκοτάδια
και λαχταράει τα έρημα
που τριγυρνάν τα βράδυα;
Κοπέλλες τρέχτε ωϊμέ
καινούργιος μακελλάρης
ενεφανίσθη στη γωνιά ,
πως να τη σκαπουλάρεις;
Ποιός είναι άραγε αυτός,
που απ’ τα κορμιά μας θέλει
να πάρει όλα τα όργανα,
-και τη ζωή εν τέλει;
Είναι Λοβέρδος που γυρνά
και ψάχνει στο μεϊντάνι
αυτόν που επιβίωσε
της πείνας, να ξεκάνει.
Ίσα ρε κουραδόμαγκα
μωρή παλιονυφίτσα
που επιθυμείς του έλληνος
τα όργανα, μουχρίτσα.
Αν πεθυμήσω μόνο εγώ,
εμού, και της ιδίας ,
θα δώσω το κορμάκι μου
άνευ αισχροκερδείας .
Παλιοφασίστα , ντενεκέ
που θα μας αφαιρέσεις
μέσα εκ της ψυχούλας μας
τας αυτοδιαθέσεις .
Της αυτοδιαθέσεως
παλαίψαμε πολλάκις
και μάθαμε χλιμήτζουρα
να είμαστε αυτάρκεις.
Δεν ξέρω ποίον όργανον
σου λείπει και το ψάχνεις.
Αυτό που ξέρω, είναι βαρύ
άνευ ζαχάρου άχνης.
Τι θέλεις απ τα νιάτα μας,
απο την ομορφιά μας
πρώτα μας πήρες τη χαρά,
κι ύστερα τη δουλειά μας
και τώρα πάλι βάλθηκες
εντός των μαύρων πλάνων
να αφαιρέσεις εξ ημών
των ίδιων οργάνων.
Κοίτα να δεις ρε Μένγκελε
δεν ξέρω τι θα κάνεις
κανόνισε και μάζεψε
τα χέρια εκ τοις οργάνοις
ειδάλλως έχω μερικά
να στείλλω άνευ τόκου
ώστε να μάθεις τι εστί
ώριμου βερυκόκκου.
δ
Αγαπητοί μου ποιηταί, δοξάστε την Ελλάδα:
ήρξατο έπος μέγιστον, με τίτλον Στραγαλιάδα!
Οθεν, λοιπον, σας προσκαλώ να το αναμασήσωμεν,
με οίστρον στραγαλόστιχους καινούργιους να γεννήσωμεν…
σαν την μπουκια που σταθηκε , σαν πόνος στο κεφαλι
η μνημη , κομπος στο λαιμο , αμασητο στραγαλι
με τον απρίλη τον ξανθό, το μάη το μυρωδάτο
που θα ‘ρθει εν καιρώ κι αυτός, ο κόκκινος ο μάης,
μετά πενθήμερον, θαρρώ, επιστρέφω στην κοιτίδα
στης καρακάξας το τσαρδί, της θλίψης την ασπίδα
που έγινε λες θεόρατη για πιο πολλούς ακόμα
μέσα στην κρίση τούτη εδώ που έκανε την κονόμα
να φαίνεται φρούδα ελπίς, όπως και ήταν πάντα,
κι ας έγινε το πρότυπο μυριάδων στο ελλάντα
στης καρακάξας, το λοιπόν, πάλι θα ξαποστάσω
που είναι φιλόξενο τσαρδί, ποίηση να χορτάσω
επήγα και εις της ροδιάς για τη στραγαλιάδα
μα πάντα επιστρέφω εδώ, σ΄αυτή τη νοστιμάδα
κι ελπίζω, βέβαια, κι η ροδιά που πέρασε για λίγο
μην πει για λίγο πέρασα και τώρα πα να φύγω
εδώ έχουμε ξηρούς καρπούς απ’ όλα τ’ άλλα είδη
φουντούκι, αμύγδαλο πολύ, φυστίκι και καρύδι
μονάχα εκτός του στραγαλιού που στης ροδιάς φυτρώνει
κι είναι ρεβύθι αρχικώς κι έπειτα αφυδατώνει
το είναι του και γίνεται στραγάλι στραγαλένιο
στραγάλι νοστιμότατο, στραγάλι πάντα σένιο
Καρακαξίστας και Στραγαλίστας
των υπερστίχων μπασκετμπολίστας
θ’ αναστενάξουν όλας τας πίστας
τύφλα να έχουν οι Ατενίστας!
τούτο εδώ το μετερίζι το καρακαξικάρδιο
όποιος θέλει να το βρίζει θάχει περικάρδιο
μοναχά και ουχί καρδίαν, ήτοι θάναι άκαρδος
θα φοράει και τον μανδύαν που θα γράφει «άνανδρος»
(φεμινίστριες συγγνώμη, ήθελα «απάνθρωπος»
να γραφτεί σαν παρανόμι, μα καιγώ είμαι άνθρωπος)
μην αλλάζω την κουβέντα, μην παρενθετολογώ
ούτε βέβαια την ατζένταλλάζω και τομολογώ:
μία είναι η αιτία του παρόντος στιχηρού
τέρμα πια στην επαιτεία στραγαλίου αλμυρού
και βερμούτ μένα παγάκι και με δύο πουκαιπού
θα το πίωμεν βραδάκι πριν ναρθούμε στου παππού
όμως , κύριοι, αρκούντως με την εσωστρέφεια
στραγαλίστας και βερμούντος μούφτιαξαν τα κέφι-α
πρέπει τώραυτονομία εις την ποίησιν να δοθεί
διότι η οικονομία της ζωής μάς εξωθεί
σεπιτεύγματα μεγάλα- της ποιήσεως φτερά
να τα φάμε με κουτάλα και πηρούνια κοφτερά
να λοιπόν, τώρα μου βγαίνει, θα το γράψω τώρα ευθύς
στίχο – στίχο ξαποσταίνει ο τη ζήση ερωτευθείς:
τώρα ρούφα τη μπαρούφα, ρούφα το μελάτο αυγό
κι αν οι στίχοι μου είναι μούφα, τα φυλάω για να βγω
μέτρησα ως το πενήντα, φτου και βγαίνω το λοιπόν
δένειναι μακριά τα -ήντα, μετά κρότων και ριπών
ξφενδονίζεταιν ο χρόνος, η εξουσία του στυγνή
μέφαγιο μπαμπάς ο κρόνος, μια μπουκιά κι αυτή στεγνή
κιακαρτέρει κιακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά,
τόνα χτύπαε τάλλο χέρι σένα δώμα μια σταλιά
μια σταλιά η καμαρούλα μα δεν φτάνουν τα λεφτά
τροϊκανούλα πονηρούλα να’ν’οι μέρες σου εφτά
μα δε βλέπω για να πιάνει τούτ-η θεάρεστη ευχή
όλοι τώρα μέσ’ στη στάνη, χωρίς τύψη κι ενοχή
σαυτή την ερημιά μία φωνή βοά
κάποιοι από μακριά λένε σιγά τα ωά
όμως θαμμένοι ζουν στην πιο βαθιά στοά
τους τρέφει η κυβερνίνη που εμέ δεν μαφορά
κι αν δίπλα σου περάσουν μυρίζουν καμφορά
για να σε προσελκύσουν σου κάνουν προσφορά
μα πώς να τη βαστάξεις τέτοιαν αποφορά;
που είσαι βρε παπούλη μου;
που στρώνεις ; που κοιμάσαι;
και τα πτωχά τα πετεινά
διόλου δεν θυμάσαι;
χρώματος μαύρου τα φτερά
του εδώδιμου πουλίου
μαύρα και τα ματάκια μας
άνευ φωτός ηλίου.
έλα λοιπόν γιά είσελθε
γιά να μας χαιρετήσεις
κατόπιν πάλι στη δουλειά
γύρνα διά να ζήσεις.
έτσι που μας κατάντησαν
αυτοί οι παπαρίστες
ακόμα και γιά ζητιανιά
θα βγαίνουμε με λίστες.
άλλο λοιπόν δεν έχουμε
πρέπει ν αντισταθούμε
να μετρηθούμε εξ αρχής
και όχι να χαθούμε.
δ
Πουλιά μου διαβατάρικα και σύ Σουλιωτοπούλα
στο γέροντα συγχώρεση , που απεδείχθη νούλα
και δεν εμπόρεσε ο φτωχός τους στίχους ν’ αναρτήσει
γιατί μια κωλο-ίωση τον είχε αφανίσει
Αλλά απόψε , βλέπετε , στυλώθηκα λιγάκι
πάλε τον καύκον έπια , ολίγο τσιπουράκι
το άντερό μου ίσιωσε και το μυαλό δουλεύει
δε παρατώ τη Κάργια μου στη λήθη και τη χλεύη 🙂
[προς ταμίστας]
Κυβερνίνη είν’ η ορμόνη των μεγάλων των ανδρών
την παράγουν με τους τόνους απ΄τις ρίζες των μαλλιών
κι όταν αύτη ξεχειλίζει, στο λαό κατρακυλά
και αφήνει τα κεφάλια ολονών τους καραφλά!
και καραφλιάζει κι ο λαός με τούτα που του κάν’
και δε μας σώζει τίποτα, ούτ’ένα σαμπουάν
[αλλαγή τέμπου]
Μια βουτιά στην παραλία της Ομόνοιας
τί κι αν βγάλανε την άμμο, τις ομπρέλες,
μια βουτιά στην παραλία της Ομόνοιας
-η παράνοια μου χτύπησε τις μπιέλες-
μια βουτιά στην παραλία της Ομόνοιας
θα ισιώσει τα μυαλά που γράφουν τρέλες
μια βουτιά στην παραλία της Ομόνοιας
-το τσιμέντινο ταψί είναι στον πάτο-
μια βουτιά στην παραλία της Ομόνοιας
με το τρένο να περνάει αποκάτω…
[προς παπούλη]
Πάππο εσύ νά’σαι καλά, εμάς για να φροντίζεις…
τόπο στα διαβατάρικα να δίνεις τα πουλάκια,
μία φωλίτσα τόση δα ψίχουλα να γεμίζεις
για ν’ απαγκιάζουν τ’άμοιρα μικρά καρακαξάκια…
έμαθα για ένα σαμπουάν, το κυβερνοσαμ-πού
δεν έχει εδώ – μα τρε λουάν (δεν φτάνει ως του παπού) – (λη)
μ’ αν καραφλιάσει κι η ψυχή, τότε άσε τα να πάν
μηδενικούρα απηχεί κι αυτό το σαμπουάν
ψαχνω βαθεια, στον παγετό που σκεπασε το εντος μου
και βρισκω παλι τον ρυθμό παναρχαιο του κοσμου
τον χρόνο να χαμογελά μεσα απ τα ονειρα μας
σαν φιδι να ελισσεται μεσα στα σωθικά μας
σαν μυελός μες τα οστα που μεσα μας γελαει
ειν’ ο ρυθμος του κοσμου μας σαν αιμα που κυλάει
σαν ναναι ο χτυπος της καρδιάς η σαν ζωή που σφυζει
ο χρόνος ειναι ενα παιδί που παιζει και σφυρίζει
σαν τα παλιων των ρολογιων που πια, τικ τακ ,δεν κανουν
σβηνουν του κόσμου οι ρυθμοι,κοντευουν να αποκαμουν
Πως να τον κρυψω αραγε μεσα σε αυτό το Ποιημα
Τον Χρονο, ραδιενεργό πτωμα ,στη Φουκουσίμα ;
(συνεχιζεται )
ωραία τότε, ηρέμησα,
αφού σ’ έρριξε κάτω
μόνο μιά ίωσις μικρά
και όχι το μαντάτο
πως ότι μας απέμεινε
στα ενδότερα της τσέπης
θα το αρπάξουν γρήγορα
μ’ εσένανε να βλέπεις.
έτσι που απομείναμε
ανάρια εκει στα πλάγια
πρέπει να τα τρομάξομε
ετούτα τα γομάργια
είμεθα όλοι έτοιμοι
όταν θα τους ιδούμε ,
με μία άγρια φωνή
ευθύς να τους δεχτούμε
μαύρον χειμώνα ζήσαμε
μα μείναμ’ ενωμένοι
εις τας αγκάλας του πτηνού
σφιχτά διχτυωμένοι
εκ τούτου, συμπεράσματος
βγαίνει άνευ σχολίου
πως εκ της καρακάξεως
θα γίνει του Σουλίου.
δ
νομίζω ηρθε ο καιρος
την πόρτα πια, να ανοίξεις
να απαντώμεν γρήγορα
στας ρίμας και τας σφίξεις.
Γιατί τα ποιματάκια μας
και τα μικρά στιχάκια ,
χωρίς την αμεσότηταν
πάν΄γιά τα θυμαράκια.
μετά τιμής
🙂
δ
προς ταμιστάτ’
ταμιστα συναγωνιστή
μιά είναι η ουσία :
είναι η πόρτα η κλειστή
γιαυτή την απουσία.
μη μπάζεις μέσα στο μυαλό
τοιούτου τρόπου σκέψεις ,
και μας τους βερμουτάκηδες
να μας ..καλυτερέψεις
αφού μέσα στο κίνημα
και άνευ άλλης φράξας
βρίσκεται και ο άρχοντας
εδώ, της καρακάξας
όστις ευθύς κατάλαβε
της μνήμης την καδένα
που από παλιά ενώνεται
στα πάρτυ του καθένα
μ’ αυτό το χύμα το ποτό
το ονειρικόν βερμούτ
να ζωντανεύουμε ξανά
με ένα μπαλαμούτ’.
μόλις είδε τι έγινε
έτρεξε στους μπαξέδες
κι εκτός από αλ μπάνηδες
μας είπε εζεκριέδες.
επίσης προσδιορισμόν
σε μας τους τροβαδούρηδες
προσέδωσε μοναδικόν:
μας είπε μοναμούρηδες.
🙂
α, γιά κόπιασε να μας εξηγήσεις πως το κανεις αυτό με το λινκ, γιατί όλοι περιμένουμε τα φώτα σου.
ok – αντιλαμβάνομαι – πρόκειται περί λάθους
θα έλεγα αν πράγματι ελάθευα στην κρίση
όμως η κρίση είν’ εδώ κρίνει το κρίμα βάθους
αμέτρητου και τίποτε δεν θα τη σταματήσει
δεν είναι ο φραξιονισμός παιχνίδι για ιστοτόπους
στο κόκαλο όπου έφτασε η μάχαιρα, τι θέλεις
να φραξιονιστείς εδώ με κάργες και μ’ ανθρώπους
να πας πιο πέρα με βερμούτ – μεθύσι της αγέλης;
όχι!
ετούτο το παιχνίδισμα, το γέλιο – νεκροθάφτης
θα θάψει τους απέθαντους και θα τραντάξει θύρες
που στην κροστάνδη κάποτε όπου γέλασε ένας ναύτης
έμειναν χρόνια σφαλιστές σαν καθωσπρέπει χήρες
βρε!
κάντε τα κουμάντα σας και μην μασάτε άλλο
οι πλάκες περί φραξιών και όλες οι πλάκες
έφεραν νέα άνθηση (ένα βερμούτ να βάλω;)
στην ποίηση των διαδιχτυών και εις των μπλογκ τις τράκες
όσο για το λινκ
βέβαια, άι θινκ
σχόλια και φαγούρα
στην αγρικουλτούρα
η αγανακτηση η πικρια η οργή ,
η σοκολατα , η ασθενεια
η ανημπορια ,
το κακό
το φλέμα , να φυνεις αίμα , η φιλια ,
ο ερωτας ,
τα χαμογελα , τα δεντρα ,
η αγνωμοσυνη ,
το κλάμα
η μνημη
η λήθη
η αγάπη ,
το σκεπτομενο καλάμι ,
η ραδιενεργια ,
ενα πτωμα ξανά και ξανά στη Φουκοσιμα , η αγάπη ,η ελπιδα ,ο θανατος ,, η λαβα που καιει , ,ενα πτωμα μεγαλώνει στη Φουκοσιμα ,στη Σαχαρα , , στην Ελλάδα , στο Καιρο .
κι έτσι, Φουκουσίμα αγάπη μου…
Θαρρείς πως τραγουδούν
φλιπ-φλοπ-φλάι-άι-ντοντ-κέαρ-ιφ-άι-ντάι
η μνήμη – η λήθη
η αντίστιξη της ραδιενεργούς αλήθειας των χιρο-φουκου-σίμων
ή, θαρρείς πως τραγουδούν
ντοντ-κράι-φορ-μι-φουκουσίμα μα
της γιαπωνίας τ’ αγέρι
και της γιαπωνίας το κύμα
έφτασαν σ’ αυτά τα μέρη
σαν ακτινοβόλο μνήμα
Καρακάξα μου ωραία
στα φτερά σου βάλε με
βολ πλανέ ως τον Περαία
στο Ρολόι βγάλε με
Εχω ενα ραντεβουδάκι
και η ώρα τέσσερις
μη μου κανει καυγαδάκι
και το παίξει ρέφερης
Τι ωραια που ειαι η αγάπη μου
με το ραδιενεργό της φόρεμα
κι ενα κτενακι στα μαλλια
σ’αυτο το Αουσβιτς που χτισαμ’ ανεπαισθητα
σ’αυτόν τον Ταφο οπου κλεισαμε τα μάτια της
στο Ολοκαυτωμα που ολοι μας ποθησαμε
στην ερημιά
Κοπελες του Αουσβιτς ,του Μαουτχαουζεν κοπέλες
Μην ειδατε την αγάπη
μου;
Την ειδαμε νεκρη στη Φουκουσίμα
δεν ειχε πια το φορεμα της
ουτε χτενάκι στα μαλλιά
—-
Θα συνεχισουε και παλι αδιάφοροι
Τυφλοι μιας και μόνοι βγαλαμεμε τα μάτια μας
Ψαχνοντας την αγαπη μας
————————————————
Ομως την ειχαμε μαζί μας την αγαπη μας
και την πουλησαμε για ενα αυτοκινητο
και την σκοτωσαμε για ενα λαπτοπ
και την αφησαμε
αθαφτη
στην Φουκοσιμα
να πεθαινει καθε μερα
Ως την Αιωνιοτητα
και πέρα.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
στη Φουκουσίμα κάνουν πάλι πως δεν ξέρουν.
Έρωτα εκπέμπεις κι είναι θάνατος
κι αυτός ο φόβος είναι ακάματος
μοιάζει δεν είναι, όμως, παράλογος.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
στη Φουκουσίμα τώρα βρέχει μεταλλάξεις.
Στο Τόκιο ν’ αγαπηθούμε
στη λήθη που θα επιβάλλουν
λίγη η ζωή κι αυτή ξεφτίλα.
Στη Φουκουσίμα, στη Φουκουσίμα
ζωή σμπαράλια, να χωράει τσίμα τσίμα
Στη Φουκουσίμα, στη Φουκουσίμα
καίσιο, στρόντιο, χορεύουν με το κύμα
Στη Φουκουσίμα, στη Φουκουσίμα
παίζει ο χάρος συννεφένια παντομίμα
Ωραιο… Μπραβο ρε Ταμιστα …
εις Ρυθμόν Δωδεκάσημον)
έρχεται ένα τρεχαντήρι
από μέρη αλαργινά
περιέργεια εγείρει
αχ αυτό το τρεχαντήρι
πλέει ταπεινά
έχει ξάρτια και κατάρτια
ξόμπλια πρωρινά
μου εδάκρυσαν τα μάτια
θάλασσα στα τρελοστράτια
πνίγεις αλγεινά
μα σ’ αυτό το τρεχαντήρι
μεσ’ στα σκοτεινά
γράφει μ’ ένα τεμπεσίρι
στης αγάπης το εργαστήρι
λόγια ποθεινά
κι αν η θάλασσα τα σβήσει
μ’ όλα τα δεινά
πάλι θα ‘χει ραβαΐσι
κι η καρδιά μου θα ριγήσει
αν κι αυτής πεινά
της αγάπης που κινά
από μέρη αλαργινά
νάρθει μάης να μυρίσει
νάνι νινάνι νανινά
απιστευτος .. Μεγαλο ταλέντο . Υποκλινομαι .
Βάμπιρα
νομίζω και το δικό σου λίγο πιό πάνω αξίζει πολύ 😉
και το δικο μου κατι λεει .. αλλά ειναι λίγο ..κουρασμένο (διοτι ωςγνωστον την εχασα την ριμα μου σε τουτα τα Υψιπεδα τς Μπλογκοσφαίρας )Αλλα ο Ταμιστας με ενθουσιάζει ..Προσρμόζετια , αλλάζει ρυθμους , και Τσουπ ..ξεφυτρώνει υπεροχα ποιηματαμιστατακια με πολλαπλους ρυθμους .. Εχει κατι δεν ειναι οτι κιοτι ..Που ηταν τοσο καιρό ..
απότομα ριχτηκαμε μέσα στη Χιλιετία
κι αρχίσανε τα όργανα απο την Αλητεία
-κι αναρωτιόμαστε κρυφά » που χαθηκε η Αλήθεια »
σε πιά Γωνιά να κρύφτηκε ,σε ποιας γυναίκας , στήθεια ; »
—-
ετσι που αργά βουλιαξαμε στη Κρίση και στο Χρέος
και τον Φαλλό μας χάσαμε, μας έμεινε το Πέος
σιγά σιγά σταυρώνουμε τα χέρια και τα πόδια
σε ενα σταυρό που Υψώσαμε, στον Κήπο με τα Ρόδια
Τα ρόδια κρυβουν δακρυα του μέσα μας ,του κοσμου
δάκρυα που ναι κοκκινια σαν την καρδιά εντός μου
Ετσι που σταυρωθήκαμε σε τουτον τον αιώνα
σαν Δακρυα πετρώσαμε, στο Ματι του Κυκλώνα
και χασαμε
απότομα μας εριξαν στον λάκκο με τα Φίδια
κλειστήκαμε στον εαυτο , σαν της θαλασσης Στρείδια
γίναμε σαν τους Αχινούς και βγαλαμε αγκάθια
αχ ! ναχαν ποτε τελειωμό , τα Λάθια και τα Πάθια
η Ουγγάρα
—————
θυμάστε τότε πουγραφα για την Μικρή Ουγκριτσα ;
που ολες την ζηλευανε , κιη Λίτσα κι η Κικιτσα;
και ειχε ολοστρογγυλα ασπρα βυζιά σα γάλα
-που ητανε λαχταριστά και ητανε μεγαλα
και φαινονταν στο ντεκολτέ ,οι κοκκινες ρογίτσες
που ητανε ευλύγιστες και μοιαζαν σαν ελίτσες
και ολοι ονειρευοντουσαν οτι τις πιπιλούσαν
-ολων τα σαλια ετρεχαν ,ολοι γιαυτην μιλουσαν
και οπου Βόλτα εκανε γινόταν ενας σάλος
-ως και ακόμη του Λακάν ο πιο μεγάλος ‘Αλλος
που ειναι αδιαφορος ,ποτες δεν δινει μία
-και ειναι του Ασυνειδητου ,κρυφή Αστυνομία –
( ποτες μου δεν τον χωνεψα , αυτόν τον Μέγα Αλλο
μου φαινεται πως ο Λακάν ειχε μεγάλο Κάλο
Τι διαολο ,γυρευαμε στο σταδιο του Καθρέφτη
που στα Μικρατα βλέπαμε τον εαυτό να πεφτει
Σαν την Αλίκη πουπεσε σε μια Αυλή θαυμάτων
το συμπαν ειναι συνολο σωματων αορατων ..)
πως στο καλό τα εμπλεξα, και γραφω για τον Αλλο;
φταιει η Ρίμα πουβαλα για εκεινονα τον Σάλο
τι ελεγα ; το ξέχασα .. ελεγα για την Ούγγρα ;
ή για την ατιμη ζωή πουναι μεγάλη Λούγκρα;
και να που χιονια πεφτουνε στο Μέσον του Απρίλη
δεν εχει τελος και αρχή, του Χρόνου μας η Υλη
Ο Χρόνος ειναι ενα μωρό στα στηθεια της Ουγγρίτσας,
Μωρό που αχορταγα Ρουφά ,το Γάλα της Ρωγιτσας
Σταλαγματια ,σταλαγματιά , Χρονος σαν Σταλαγμίτης
που φυτρωσε σε μια σπηλιά ,μες το βαθύ κορμί της
Να φυτρωσε κιη Ρίμα μου στο Στεκι του Παπούλη
Στησαν στου Χρόνου το κορμί οι Ούγγρες καραούλι…
(συνεχιζεται ..)
ελα Ταμιστα 😉
Το συμπαν ειναι τ’ονειρο μιας Ούγγρας Πεταλούδας
τα Μυστικά της σαρκας της που ορέχτηκε κι ο Βούδας
Του Γέρου και της Θαλασσας το απιαστοτ’ Οψάρι
ειναι η Λύρα ,η κρυφή ,του Χρόνου του Λυράρη
Το Συμπαν ειναι το εντος τ,ου Μυχιου Εαυτου μας
σαν την σκια που χωνεται , στις ακρες του Μυαλου μας
κατρακυλά σαν Γκιουλιβερ στο Σωμα της Ουγκριτσας
Το Συμπαν : Λιλιπούπολη σε κεφαλή Καρφίτσας …
… Είδες πως λεφτερώνεται
βουρκόλακα το είναι
σαν του περνούν οι εμμονές
του αίματος αι πείναι ;;;
Και τότες γράφει ποίηση
και όμορφα στιχάκια
αντί με τη «διανόηση»
να πίνει τα χαπάκια
Τη διώχνεις τη κατάθλιψη
σαν στέλνεις στους διαβόλους
νεούδια κομψευόμενους
και επιδέξιους κώλους
ο Μόμπυ Ντικ και το Χρεος
—————————–
Ημασταν μες στη Θαλασσα , αμεριμνα κοπάδια
τεραστια Θηλαστικά που τραγουδουν τα Βραδια
Η μασταν σαν τον Μομπυ Ντικ κι αυτοι Φαλαινοθηρες ,
Αλιμονο, παντα νικουν τις Φαλαινες οι Ψείρες
Τωρα που μας καμάκωσαν, Χρέη- Φαλαινοθήρες
και ξεφυσουμε ανήμπορα μ’αυτους τους Φυσητήρες
Σηκώνουμε στη θαλασσα, μια ταραχή , μια Δίνη
Μα ειναι το χρέος σα Θηλειά που στο λαιμό μας κλεινει
Ειμαστε σαν τις Φαλαινες οταν αγανακτουνε
και στην αμμουδα βγαινουνε κι εκει αυτοκτονουνε
ειν΄ η ζωή μονακριβη κι ο ωκεανός μας Σφύζει
και το νερό της θαλασσας με αιμα Κοκκινίζει
καλά τα λες παπούλη μου, να φύγει η εμμονή
αλλά πολύ δε βάστηξε του φακαμάδα η προσμονή;
δε πρόκειται για εύκολο στιχούργημα βρε Σίσσα
ο Μαδαφάκας φίλτατε , σαν ζεσταθεί η πίσσα
και σαν βρεθούν τα πούπουλα και δέσει μου το έπος
( προτού , ελπίζω, πληρωθούν των τραπεζών τα ρέπος )
τότε θ’ ανέβει ολόκληρο στο σάιτ του παπούλη
για να καγχάζουν κριτικοί κι οι φιλολόγοι ούλοι.
Γι αυτό σου λέω υπομονή , το story τώρα δένω
και της αράχνης τον ιστό προσεχτικά υφαίνω…. 😉
Γυρευεις επανασταση μες απ’τις αναγνώσεις
και στα τσιτάτα του Σορέλ και τις φαντασιώσεις
Ομως ποτές δεν ενιωσες την Κολαση της Πραξης
ειν’ αλλο η αναγνωση κι αλλο κατι να Φτιάξεις
Κι’ αν στη Ζωή δεν εκανες ποτές μιαν απεργία
σ’αρέσει να στοχαζεσαι τους στοχασμους για βία
γυρευεις επανασταση φωναζοντας Αέρα
μα κατα βαθος νοσταλγεις τ’ονομα του Πατέρα
Ετσι που ολο Βυθιζεσαι μες του Σορέλ τον Μύθο
Και μόνος σου ζυμωνεσαι για να παραξεις Ζύθο
ολο κατακρημνίζεσαι μες τους εντός Κρημνους σου
Κι ενας Ληστής αθόρυβα , σου κλέβει τους Αμνούς σου
http://nosferatos.blogspot.com/2011/04/blog-post_18.html
λιγάκι χρόνο δώστε μου γιατί έλειπα αιφνιδίως
οι λόγοι ήταν τεχνικοί (ή, τεχνικοί ιδίως)
τώρα για να προσαρμοστώ θέλω λιγάκι χρόνο
έχω και του παπάζογλου το χθεσινό τον πόνο
άσε που μ’ άγχωσαν πολύ του νοσφεράτου οι αίνοι
και τώρα η ανταπόκριση στο χρέος με βαραίνει
δώστε μου χρόνο το λοιπόν το νου να προσαρμόσω
στου διαδικτύου τα θέσφατα δεόντως να ενδώσω
σχεδόν απεξαρτήθηκα τρεις μέρες κι ίσως πάλι
να έχω αυτό το πρόβλημα αυτό το μαύρο χάλι
εις τας γραμμάς του ίντερνετ μα και του τηλεφώνου
και τότε βλέπω ν’ αποκτώ την θέαν δολοφόνου…
κάνω και μια διόρθωση στους τελευταίους μου στίχους
εκείνους του τρεχαντηριού τους κάπως ενδομύχους
έχουν ρυθμό επτάσημο, τώρα το διορθώνω
και στην κυρά μου με χαρά πλέον το αφιερώνω
κι ενώ να κλείσω πήγαινα μ΄αυτές τις λίγες λέξεις
λίγο πιο πάνω χάζεψα καρακαξομεθέξεις
που μ’ έχουν κάνει να γελώ – και ‘γω με τη σειρά μου
στο νόσφυ υποκλίνομαι, σκίζω τα εργόχειρά μου
Μη σκιζεις τα εργοχειρα παλιοφιλε Ταμίστα
απ’ολα τα ποιηματα σ’αυτην εδώ την πίστα
αν ξεχωριζουν κανα δυο ειναι τα Ταμιστακια
-εσυ γραφεις ποιηματα, κι εμεις τα ποιηματάκια ..
– Εισαι μεγαλος ποιητής κι’αν σ’εβλεπε η Ουγριτσα
μάλλον θα σου την πεφτε και θασκαγε η Κικίτσα ..
– Γιατι ως Γνωστον , η ποιησις Λιγώνει τις Ουγγκρίτσες
Και στίχους απαγγέλουνε και οταν τρωνε Πίτσες .
Κι έτσι γλιστράνε στο κενό οι θεωρίες
Και ξεκολλάνε –σαν τα άστρα-οι σημασίες
Σε μια τροχιά ελλειπτική-στη σιωπή
(αφού κανείς μας πια δεν ξέρει τι να πει)
Μα …στάσου ! τι ναι κείνο το σημάδι;
Που λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι;
Τι τάχα τρεμοφέγγει στα ουράνια
σαν ναταν η ελπίδα η πιο σπάνια;
Τι ναναι αυτό που φλόγα βγάζει σαν κερί…
Και μου θυμίζει κάποια εικόνα ιερή ;
Γαλάζιο φάντασμα σε μαύρο Ουρανό
Στις καμινάδες μας ,και μοιάζει με καπνό….;
Η μήπως είναι η ιδια η ψυχή μας;
Και το απόσταγμα της μιζερης ζωής μας;
Σα μέσα στη σπηλιά –σταλαγματιά
Σαν του Θεούλη -στους ανθρώπους- η ματιά….
μου λείπει, βλέπω, διάβασμα – χρειάζεται ιστορία
να μελετήσω και να βρω των λέξεων το νόημα
νιώθω μικρός, μικρότατος, σ’ αυτή τη φασαρία
στων καρακάξιων ιδεών – ελπίδας επινόημα
μ’ ανοίγω το παράθυρο, έξω κοιτώ και βλέπω
την κίνηση, τα γιωταχί, το έαρ του φθινοπώρου
και λέγω, ασ’ τον αυτισμό – στο νεαυτό μου αν ρέπω
θε να γενώ συσσίτιο νοήματος απόρου
δεν απορώ, δεν δύναμαι απάντηση να δώσω
στις απορίες που γεννά η οσμή η χωματένια
γι’ αυτό δεν θέλω ν’ απορώ, οι αισθήσεις προηγούνται
και προηγείται αυτών η οσμή στης μέρας τα ντουζένια
στο χάος κάνω μια βουτιά, ρίχνομαι στη φωθιά μου
που καίει μου τα σωθικά κι αφρίζει σα θηρίο
κι η στάχτη ένα πασπάλισμα που υφαίνει τα σκουτιά μου
να τα φορώ στης θάλασσας το χάιδεμα το κρύο
το βλέπεις; παρανόησα, δεν ξέρω πια τι γράφω
κοίτα καιρό που διάλεξε ο χάρος να μ’ αφήσει
να τριγυρνώ αμέριμνος έξω από τον τάφο
χωρίς καμία δέσμευση ζωής να κάνω χρήση
το βλέπεις; πια ξιπάζομαι πως τη ζωή ορίζω
πως είν’ η αγάπη μπιστική καυχιέμαι ο παιχνιδιάρης
καλά μου το ‘πε είς φίλτατος πως ψυχιάτρου χρήζω
αφού άξαφνα βρε αληταρά θα ‘ρθεις να μου τις πάρεις
να ζήσω αντί να κρύβομαι σ’ ένα θαυμάσιο τάφο
το σώμα μου να τυραννάει, να με φωτογραφήσει
και τη φωτογραφία μου στο φέισμπουκ ν’ αναρτήσει
ωχ. ο βλάξ ξέχασα τρεις στίχους στο τέλος, που δεν ήμουν σίγουρος ότι θα τους απορρίψω, αλλά τελικά τους απέρριψα, το ξέχασα όμως, τους ξέχασα κι εμφανίστηκαν οι αχρείοι, γαμώ το ντιλίτ μου, αντί να καταλάβουν την ανυπαρξία στην οποία ουσιαστικά, πλην όμως ουχί δια της ξεχασθείσας διαγραφής, έχουν περιπέσει.
αν θέλει ο παπούλης μας, ας τους αφαιρέσει.
δεν με αφορούν.
να ζήσω αντί να κρύβομαι σ’ ένα θαυμάσιο τάφο
το σώμα μου να τυραννάει, να με φωτογραφήσει
και τη φωτογραφία μου στο φέισμπουκ ν’ αναρτήσει
οι ανωτέρω στίχοι δεν υπάρχουν!
Αφησαμε αποτυπωμα στην ερημιά μας, στίχους
κι ύστερα ψελίσαμε τους αναρθρους μας Ηχους …
αφου κανεις δεν απαντά ,σε τούτη τη Σαχάρα
μείναμε κρέας άψητο στης ποίησης τη σχάρα
Αφήσαμε τη σάρκα μας και μείναμε οστά
και ματαια ελπίζουμε, πως θα αναστηθούμε
αφου ουτε τα κόκκαλα δεν ειναι πιά Πιστά
Μαζί με τα φαντασματα θα πά να γ……(Κοιμηθούμε)
Σ’αυτή την χώρα ,πού τανε κάποτε καφενείο
και τωρα πιά απεμεινε κενό νεκροταφείο
σε ταφους θ’αναρτησουμε μαρμαρινούς μας Στίχους
και η Ηχώ θ’αντιλαλεί τους μάταιους μας Ηχους
κι ετσι συνεχιζανε να εξερευνανε με στιχους
την απεραντοσυνη
του (κυβερνο) διαστηματος
σκαλιζοντας συναισθήματα
με λέξεις
Κενές χειρονομίες στο πιο μεγαλο
κενο
ιερογλυφικά στην αμμο
Υστερα τα σβηνανε γρηγορα : Πλησιαζε η Αμμοθύελα
κι υστερα
Κουρνιαζανε ,
τρεμοντας απο τον πιο μεγαλο φόβο ,
ενώ
τα ποιηματα
τα παιρνε και τα σηκωνε ο αερας ,μαζί με τις ομπρέλες της αμμουδιας , τις ψαθες , τα ονειρα , τα λόγια , τους ματαιους ερωτες , την ελπίδα , την ιδια την ματαιοτητα , ο αερας …
και ιδου , το εαρ ερχεται , εμπρος βημα Γοργό
για να προυπαντησουμε και πάλι την Μορμώ
Εμπρος : Για να πετρωσουμε μπρος στη φρικτή της όψη
Οψη που σκιζει την καρδιά με κοφτερή την Κόψη ……
έι! ..Ελα να σου πώ! το βλέπεις εκεινο το δεντρο;
Που κρυβει με τη φυλωσια του τη θεα; το βλέπεις ; Που τα φυλλα του θροιζουν στο αεράκι; Τα πολιά κρυμμένα που κελαιδουν; Τα βλέπεις ;
ειναι απογευμα… Σε λίγο θα βραδυασει ..Και
ο ουρανος σκοτεινιάζει .
Εσυ σκοτεινιαζεις … Εμεις σκοτεινιαζουμε .
Σε λιγο θα νιωσουμε το αγγιγμα της νύχτας.
Το θροισμα των φυλλων στο σκοταδι . Θ τρεμουμε συγκορμοι απο τον φοβο . Σ’αυτή την φωτεινή νυχτα που μας περιμένει ..Το βραδυ θα θυμηθουμε πως ειμαστε θνητοι .
Σε λίγο . Αυτο το δεντρο ειναι μιας Νεραιδας. Την νυχτα καθεται σενα κλαδί και κοιτά .Την λένε…οπως πάντα ..Υλογυάλη ..
Τη Νύχτα η Υλογυαλη αφηνει μια κραυγή .
Ει .. Μη φοβασαι . Ακομα . Ειναι απογευμα . Σε λίγο θα βραδυάσει . Σε λίγο.
αναμεσα σ’Αυγερινό κι Αποσπεριτη
που πάει η πνοη μας οταν φευγει απ τη μύτη ;
———————————–
-αυτοι που φευγουν ειναι πάντα μόνοι
σαν και τα τρενα που δεν ξερουμε που πάνε
σαν και τους φίλους τη στιγμή που μας πουλάνε
σαν διαβαταρικα πουλιά οταν πετάνε …
Αυτοι που φευγουν ειναι πάντα μόνοι
εμεις για λίγο ,μόνο , θα νιαστουμε
»που πας ψυχή; » που φευγεις; »
θα τους πουμε
που πάς πνοή,που πας κοματι της καρδιας μου ,
μόνο για λίγο σε ενιωσα, τοσο σιμα μου
————————————————————–
-για λίγο τους θυμομαστε, και τους ξεχνάμε
λίγο τους κλαιμε κι υστερα τους προσπερνάμε
όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα
μα όσοι στο θέατρο τα δουν έχουν ζωή ευνούχα
στο θέατρο της εκκλησιάς που αναπαρισταίνουν
το θάνατο του ιησού κι απέ τον ανασταίνουν
κι απ’ τη νηστεία στο ψητό, στους κράσους απ’ τα ούζα
στην κερατέα βογγητό για μια παλιοχαβούζα
(γι’ αυτό το θέμα παραπλεύρως πλιζ αποτανθείτε
στην αρχική σελίδα, εκεί, τα σχετικά θα βρείτε)
και στις ειδήσεις ‘φαίνουνε το φόβο σαν αδράχτι
λες και τον πόνο ολονών έχουν μονίμως άχτι
μα δεν υπάρχει γιατρειά σ’ αυτή την κενωνία
τώρα που μας στριμώξαν οι λεμέδες στη γωνία
———————————–
——
παγιδευμένοι μες του Χρόνου τους ιστούς
κι αυτο το Χρέος θα μας φάει τους μιστούς .
τον Γολγοθά μας διασχιζουμε με Αλματα
τριγυρισμένοι απο του χρόνου τα αγάλματα
μικρες ψηφιδες σε ψηφιδωτά μεγάλα
κι αποτα τραυματα βυζαινουμε το Γάλα
Καλή Ανάσταση εύχομαι
σε όλα τα πτηνά,
τέλος να μπει οριστικά
εις τις επιβαρύνσεις,
ταξίδια εύχομαι καλά,
ωραία, γιορτινά,
και μια Μεγάλη Εβδομά-
χωρίς.. επιμηκύνσεις!
η ανάσταση νάναι καλή, καλό και το σφαχτάρι
και, όπως συνηθίζεται, να πω χωρίς τα βάρη
που έφερε τούτη η εποχή σε μας τους κουτεντέδες
που αστόχως ενομίσαμε πως πάντοτε μεζέδες
θα τρώμε και θα πίνουμε σε βάρος άλλων πάντα
που ζούνε στην ανατολή και όχι στο ελλάντα
όσο αυτό συνέβαινε, καμία δυσφορία
δεν ενθυμούμαι, ειλικρινή, καμία φασαρία
μόνο θεωρητικώς, θαρρώ, να διαμαρτυρηθούμε
είχαμε όλοι αρκεστεί, για να διατηρούμε
τη διαφορά απ’ όσους δεν σκαμπάζουν τι συμβαίνει,
μαθές, κοκορευόμασταν, γνωστή μας η ελένη,
το αδειανό πουκάμισο της ψωροθεωρίας
της κατά τ’ άλλα συνεπούς αριστερής μωρίας.
μια κότα που κακάριζε ανήμερα το πάσχα
και την ουρά μοστράριζε η χαζοβιόλα τάχα
βεβαία πως μόνο τ’ αρνί θα πάθει το μοιραίο
έψαχνε μεσ’ στα πίτουρα για κάτι το ορέο
κι εκεί που αμέριμνη η κουτή η κότα τριγυρνούσε
την έπιασε απ’ το λαιμό και την ταρακουνούσε
μία χερούκλα, θιούλη μου, μια χέρα σαν τανάλια
ενός χοληστεροπαθούς, που τούτρεχαν τα σάλια
όπως αντιλαμβάνεσθε, η κότα εξεζουμίσθη
κι ο πολυλιπιδαιμικός σαφώς ανεκουφίσθη
διότι της κότας το ζουμί λιμπίστηκε να φάει
σαν είδε αρνόπετσα ευτυχής ο γείτων να ρουφάει
Πασχα των Ελληνων ,κοκορέεεετσι
Πασχα συγγενών ,τρωμε αρνί
με βουρκωμένα ματια στην αγια τελετή
πως θα λιγδωσουμε ξανά την μερα αυτή ..
Πασχα στα χωρια , η τσικναααα!
μας ευφραινει την καρδια
πασχα με ξαδδελφια και κρασι ,που φτιαχτηκε στην εξοχή
κι ειναι ωραι αιο-οο!
Το Πασχα ελληνων εχει κατι το μοιιιιι —- ραίοοοοοοοοοοοοοοοο!
Με λαικά στη διαπασων και δηθεν Γλεντι
και υποκριτικα χαμογελα και μοχθηρια
Πασχα Ελληνων . H αγία μας αρτηρία
Με την χαμερπεια να παριστανει την οσία
……………………………
κι αυτη η επιδειξη της ταχας της αγνοτητας
πως μας σκοτώνει καθε ΠΆΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
σε καθε αυλή ,καθε χωρο κ,αθε τσιμέντο
καθε θλιμμενη σουβλα ,καθε αμηχανια
Μον’ το αρνι αυτο που ειναι σφαγιο ειναι αθώο ..
Πασχα κενό , πασχα Ερημων , Πασχα Ελλήνων .
—
οοοοο οοοοοο ο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
το παραπάνω πονημα να διαβαστει τραγουδιστα σε ρυθμόν(μελος η οπως το λένε ) Βυζαντινον
εις πολλά και ευκλεή έτη νοσφεράτααααα
και εις το άγιον και ταπεινόν ούτον καρακαξίασμα πολλά τα έτηηηηηη
των οικιών ημών εμπιπραμένων άδομεεεεεεν
ευγλόγησον δέσποτα την τρόικαν κατά το μέγα ελεός σου
ευγλόγησον δέσποτα την τρόικαν κατά το μέγα ελεός σου
ευγλόγησον δέσποτα την τρόικαν κατά το μέγα ελεός σου
ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων
δι’ ευχωωωωωών…
Monsieur Nosferat, αυτό το κ,αθε σας…
ΛΑΛΗΛΗΟΥΙΑΑΑΑΑ….
τω καιρώ εκεινω ..
ελαλουν οι χριστιανοι και τσιρζουσανννννννννννννννννννννν..
διοτι ..
Οι Κομνηνοι ειχαν ρημαξει το ταμειο
και ο Δογης της Βενετιας Βελονης τους εδωσε Δανειο οοοοοοοοοοοοοοοο!
ΚΑΙ ΕΠΕΒΑΛΕ ΚΑΙ μΝΗΜΟΝΙΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!!!!
και ηρθανταν οι χριστιανοι στον Σφουγγοκωλάριο καιτου ειπανε .. Θα επαναστατησωμεν ..
λαληλουιααααααα!!!!
Και ο Σφουγγοκωλάριος εσκουπισε ενα δακρυ ..
και ειπεεεεεεεεεε :
χριστιαννοιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!
νιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!
επι μιαν ολακερον χιλιετιαν χαριν εις στον πυρ τον υγρόν και την πΑΝΑΓΙΑ σας
και την πολιτικήν των Βασιλεων υμών και τα δωρα
και τον φόρον τον καπνικον και τα στρατιοτόπια και την Ρωμαική μας παραδοσιννννν…
αποκρουσαμε
τις εισβολές των Λογγοβάρων και αλλων βαρδων και του Κακοφωνιξ και τους Πέρσας (επι Ηρακλειου αν δεν κανω λάθος )
και τους αμισαμε τη Κτησιφωντα και ειπαμεν και τη Υπερμάαααχωωωω..
Και τους Βανδαλους και αλλους ,και τους Οστρογότθους Βησιγοτθους και οτιαλλλοΓοτθους ελιανισαμε …
και τους Αβάρους ,τους Σ(κ)λαβους , τους Παρθους , τους Πετσενέγγες (τα ριαλια -σελιινια μονα και διπλά , ) τους Ρεγγες , τους Ρως , τους Βουλγαρους
τους Βουλγαρους, τους Τατάρους , τους Τιτσινέγγες , τους Ουννους
τους Ρουνιτες , τους αλητες , τους Παυλικιανους , τους Καθαρους, τους Βογομιλους , τους ανεμόμυλους, τους
Αράβους , τους Φραγγους , τους Εβραιους , τους Μοιραιους , τον Σακη
τον Τακη , τον Λάκη , τον Λαλάκη ,την Κουλα
τη Σουλα
τη Βουλα
την Τουλα ,
τους Ιβηρες , τους Μιτζηρες τους Τζιτζιμιτζιχόντζιρες ,τους γατους
τους Νοσφερατους τον σκυλο τον μαυρο τον ΤΑΜ ΤΑΜ ΤΑΜ
τους πηραμε και τους σηκωσαμε και τους πηρε ο διαλος καιτους αμισαμε και τους ξεσκισαμε και τους καψαμε και τους φαγαμε και τους λογχισαμε και τους σουβλισαμε και τους τυφλώσαμε
λαληλουια……
πες μας λοιπόν τι είπεεεεεεεεε…
ή να περιμένωμεν τα νεώτερα εις τα δελτίααααααααααα
στο τέλος θα μας πει πως θα τρώμε με δελτίαααααααααα
ο Σφουγγοκωλάριοοοοοοοοοοοος
oμμμμμ!!!ομμμμμ!!!!
και τους ανασκολοπίσατεεεε.. Και γεμιζατε και τον Ιπποδρομον ,πανω κατω , κινητικοι οντες ..
και πότε τους Πρασινους ,ποτε τους Βένετους εψηφιζατε ,
και ποτε πότε και τον Καυκον επιατεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!
ομμμμ!
και επεδειροντο τα Θηλεα ανευ ελεους , μόνα
διοτι
εχαντουμιαστηκατεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!!
ομμμμμμ!
..και εγεμισεν Χαντουμηδες το Παλατιον..
Και ολοι – ΟΜΟΥ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ – επεριδρομιαζαμεν ννννννννννν..*
Και τα θηλε εκγαμιζοντο μετα βαρβαρων ..αλλά υμεις Υπαρηφάνως ,των θηλέων υμων εκγαμιζομένων , αδατεεεεεεεεε…»τη Υπερμάααααχχω»
και οταν η Δωρα η αυτρατορισσσα .. η πολλαπλώς εκγαμιζομένη το ειχε παραχέσει το πραμα
Υμεις ..αλλου Τυρβαζατεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!
ομμμμμμμ!
* οπως ειπεν και ο αλλος ο ευτραφούλης…
και ενω μερχς ωδες εμπροσθεν των οματιων σας εκγαμιζντο ασυστολως εμπροσθεν των οματιων σας
Υμεις
με τα οματια σας τρωγατε ακαταπαυστως
ΟΨΆΡΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ…
ομμμμμμμ!
Συνέχισε βρε βάμπιρα και θα το κάνω πόστ
τη ποίηση σου οδηγεί το μέγα Holly Ghost..
xορος γερόντων ευνουχων ..
Βαυκαλιζομενοι εμπροσθεν του αυτοκρατορος πηγαινοντουσαν στον Ιπποδρομο
και επεριδρομιαζανε σουβλάκια στου Μπαιρακταρη ομου με τον Δαμαλον
και με τον ΑλογοΓκουφην ξεπατικωντουσανε στις απογραφές
των αποθεμάτων του παλατιου ινα αποδειξωσιν στους Βενετους
οτι οι αλλοι τα ρημαξαν
και αυτοι οι Δαμαλοσκουζοι αφου τα εξεσκισασαν ολα και εφαγασιν το καταπέτασμα μεχρι που εκασασιν
και τα Μαγουλακια του Πορδοκοφινα εγινουντασιν Μαγουλαδες πελωριες
οταν αφτασαν στον ΑΜΗΝ ΝΝΝΝΝΝΝΝΝ
νννννννννννννννννννννννννννννννν
μεταβιβασαν τη εξουσιαν σε εκεινον τον λαλάκανννννννννννννννννννν*
——————————————————
και ετσακισαν ολο το χρημα
και τον πηγανε στην Βενετιά και στη Γενουαν
κι υστερις ειπανε
οτι τους εφταιγε το Κωνσταντινάτονννννννννννννννν..
και τον καθυβριζον με λογής λογής παλαιολόγους
και οταν ουτος ελεγε Μνησθητι μου κυριε αυτοι του απήντον ν με Μνημονιαααααααα
και δεν εφτανα ολα ταυτα
αλλά συνεπηξαν και Μετωπον ονοματατι Σπιθαν
και κρατουσαν τη αναπνοη τους μεχρι να σκασωσιν νννννννννννννννν
Σφουγγοκωλάριος
————————
Το καρυοφίλι μανα μου …
——————————–
* ουχι τον Λακάν.. Τον Γ. Α . Πουλεειολόγον
ομμμμμμμμμμμμμμ!
μέρα μαγιού το πίστεψες
πως μέχεις πάντα χάνο
έλεγες πως μ’ αγάπαγες
κι έμπαινες στο αεροπλάνο
κι από το τζάμι κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
έφτυνες με τα σάλια σου
κι ύστερα έπαιζες τένις
γιωργάκη…
πάει κι ο μπιν
όχι ο μίστερ, ο οσάμα /
σίγουρο; μην
το πεις, το είπε ο ομπάμα
αυτό δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει
θα πω μονάχα κάτι να λαλήσεις
αν κάτι απ’ την ιστορία μένει
είναι πως ήταν μία κάποια λύσις
τι θ’ απογίνουμε λοιπόν χωρίς τον μπιν
που είχε διαπράξει ντέντλι σιν;
κάτι θα βρούμε, μην ανησυχείτε διόλου –
θα πει η υπόθεσις δεν πάει κατά διαόλου
θα περιμένουμε και μια ωραία ταινία
για πισιγκέιμ να μη γίνει μνεία
τέτοια φαντάζομαι ήδη θα υπάρχουν
και στους εφήβους προφανώς θα λάχουν
ΝΑΙ! Μπες ΤΩΡΑ στο http://www.Kill-BinLaden.com
και κέρδισε το μοναδικό όπλο του killer του αιμοβόρου Bin Laden
σε μοναδική τιμή!!!
Αν αργήσεις, ΕΧΑΣΕΣ!!!
Για λίγες μονο μέρες, μαζί με το όπλο του killer του αιμοβόρου Bin Laden
ΔΩΡΟ το επιτραπέζιο «Το Κυνήγι του Οσάμα»
Ένα συναρπαστικό παιχνίδι για όλη την οικογένεια.
Ρίξου στη μάχη! Προσοχή στις παγίδες της Αλ Κάιντα!
Βρες το κρυσφήγετο! Αιφνιδίασέ τους!
Πυροβόλησε τον Οσάμα στο κεφάλι και
Πάρε Πρώτος το παράσημο απ’ τον Ομπάμα!
Μοναδική ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ!
Ατέλειωτη ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ!
Δεν θα ξεκολλάς με τίποτα!!!
Ουφ! και γιατί δεν έγινα, λοιπόν, διαφημιστής
αφού έχω την έφεση να θέλω να πειστείς
ότι αυτό που πλάσσαρα είναι μοναδικό
για την περίπτωσή σου κομάτι ειδικό;
Γιατί μόνο για χαβαλέ διαφημίσεις κάνω
κι όταν τις βλέπω στην τιβή με περιφρόνια κλάνω.
Μα ετούτο εδώ το μυστικό μην μαθευτεί πιο έξω
γιατί στιχάκια άλλη φορά δεν πρόκειται να πλέξω.
ετσι λοιπόν , σιγά σιγά Φυλορροουμε
-σ’αυτην την χωρα που -παρολαυτα -τη αγαπουμε
και απομενει μονοπια φυλο συκής
-κι’ειμαστε ολοι παληκαρια της ΦΑΚΗΣ…
οε! .. οεεεεε….!
οοοεεεεε!! οε!
κι εστι μοιραιοι και ανήμποροι συνάμα
μαται’ελπιζουμε να μας συμβει τα θαμα
φυλορροουμε μα δεν βαζουμε μυαλό
να δεις! δε θα μας εβγει σε καλό!
οεεεε! οεεεε!
οε! οεεεεε!
ελπιζουμε να μας συμβει το θάμα
απελπισμένοι καναμε ολοι ενα Τάμα
μα η αληθεια θα μας εβρει διχως Φυλα
ειναι αργά μη μου μιλάς αλλο για Μήλα ..
Οε .. Οεεεεεεε! οεεε.οε.
το θέμα με τα μήλα πάντα μ’ αφορούσε
καθότι αυτό το φρούτο μου θυμίζει την ευούλα
εκείνη που στο φύλο της φύλλο συκής φορούσε
φόρεσε και στον άντρα της η πρώτη γυναικούλα
κι όπως θα λέγαν οι εκλιπόντες Νίκος και Μανώλης
ενώ όλα τάχε ξηγημένα μεσ’ στον κήπο ο θεός
πήγε εκείνος ο φιδίσιος ο παλιοκαριόλης
κι έκανε ντου ανατροπής ο αλήτης ο φαιός
ας είναι.
αυτά τα παραμύθια δεν θα μας πτοήσουν
είμεθα της φακής τα παληκάρια, η μπλογκεριά
αυτοί στον τοίχο αν θέλουν να μας στήσουν
θα τους τη φέρουμε απ’ την πίσω τη μεριά
μα, τι ‘ν’ αυτό; μας δείχνουν μάντρα με μπαλάκια
και φόρα ορίζουνε να πάρουμε ευθύς
αντιλαμβάνεσαι, γουστάρουν παιχνιδάκια
γι’ αυτό και θέλεις πάλι να ξενιτευθείς
αχ, ελληνάκι πρόσφυγα του κόσμου όλου
και στην ελλάδα και στη δύση, στο βορρά
δες πώς φουσκώνει το τσουβάλι του αιόλου
δες πώς θα γίνεις πάλι του καιρού βορά.
του Ελληνος ο τραχηλος ζυγόν δεν υποφέρει
ειναι γνωστον ανέκεθαν και τουμπα θα τους φέρει
ολους τις ξενοι τις Κακοί και τα Μνημονια τους
ο Ελλην ειναι πονηρος κι ας τρων τα λυσακά τους
(Ο Κισσιγκερ κιο Μισσιγκερ κι ολοι οι Μισελήνοι
που πανα να βγαλουν τον σταυρο να φερουν την Σελήνη
κι ειναι εθνοαποδομιστες που λέγει και το Αρδην
-που πότε στεκει σημειωτον και ποτε τρέχει βάδην –
ολα αυτά τα σουργελα κι ουλοι οι Προδοτες
θελουν να μας ..αμισουνε και μας περνάνε κότες
Μα εμεις θα τους την φερουμε γιατι’αμαστε Μεγάλοι
Απο τα χρόνια τα παλια .. Ακομα ως κι οι Γάλλοι
πουχουν κιαυτοι πολτισμόν θαυμαζουν τον Δικο μας
ειμαστε Ελλην . Ξευρωμεν ποιοι θελουν το κακό μας
ακομα και οι Βολευτες -ξερεις – οι οχτακοσα
που θελουν τ΄’αναδρομικά -ταχουνε τετρακοσα
Το κανουν ετσι πονηρά γιατί ναι Ελληνάρες
και θελουνε να δειξουνε στις Δυτικές Γαιδαρες
το τι σημαινει Ελληνας ..και ειναι παληκάρια
(ασχετως που αναδρομικά θα πάρουνε ..απάρια
hellas το μεγαλείο σου φοβούμαι ν’ αναλάβω
διότι θα με νομίσουνε μοδέρνο εργολάβο
καθώς το μεγαλείο σου θέλει εργολαβίες
κι εμένανε η εθνομαγκιά μου προξενεί φοβίες
άρδην ευθύς αποχωρώ απ’ τις διεκδικήσεις
της μόστρας της αρχαιοπρεπούς που θες να εξασκήσεις
είμαι γυφτάκι στην καρδιά και στη νοοτροπία
κι έχω πατρίδα στη ζωή μόνο την ουτοπία
τέτοιες βλακείες που τσαμπουνώ θα με περνούν για ούφο
μετανεωτερικό πολλοί θα με θεωρούν ταρτούφο
κι ο τράχηλός μου, αλίμονο, φέρει ζυγό μονίμως
τωόντι της αυθάδειας είμαι ο γελοίος μίμος
μ’ αυτή την αυτοκριτική θαρρώ πως σοβαρεύει
η γιόρεξη για χαβαλέ που εξόχως περιττεύει
αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και δακρύζω
συγγνώμη τώρα σας ζητώ, σόρι που σας τα πρήζω
Ταμιστα μου μου φαινεται πως εχεις καταλάβει
κι απ’ τα μυστηρια της ζωής πως εχεις μεταλάβει
-πως γινεται και στην Ελλάς να μας το παιζουν μάγκες
κι’ εσχατως εθνικοφρονες, οι θλιβεροι οι Δάγκες
αυτοι που μας ρημαξανε , το παιζουν Ελληνάρες
και βγαζουν και δεκαρικους ,λεγοντες αρες μάρες..
θα λυωσουμε
σαν τα κερια
θα βουλιαξουμε
σ’αυτη την θαλασσα καφε τσιγαρο και ξενυχτι.
και θα πνιγουμε
οπως παντα
σαυτη τη θλιψη ,σαυτη την χωρα
ματαιοι σ’αυτον τον ανανδρο αιωνα..
του έλληνος ο τράχηλος προσχή να μη γενεί χυλός
διότι ο πανάγαθος δε λέει να ξαποστάσει
τον έλληνα με βάσανα φορτώνει νάναι σφριγηλός
ο μέλλων χρόνος του μπακάπ νάχει γερή την κράση
κι έτσι, που λέτε, η ιστορία
γίνεται σκέτη βιαπορία
όταν η βιά γεννά απορία
η βία η κόρη σου, απορία
του έλληνος ο τράχηλος ο έρμος ο τρεμάχειλος
αρνιέται κι απαρνιέται κάθε του πόνου φράση
απτόητος και θαλερώς υποτυπώδης κίβδηλος
φρούδες ελπίδες τσαμπουνάει πριν να ριχτεί στη δράση
κι έτσι, λοιπόν, η ιστορία
πώς να πληρώσει εφορία
αφού η διάχυτη μωρία
μωραίνει ευθύνες κι απορία
του έλληνος ο παχυλός μισθός έγινε πια ψιλός
σίδερο η σαστιμάρα του που κόλλησε στη βράση
στο χώμα πέφτει ο δειλός γίνεται ο ίδιος σαν πηλός
η ανόητη η αντίδραση εν περιπτώσει πάσει
εθίμων νέα αλληγορία
τα συνδικάτα σε φορεία
το κοινοβούλιο σε χορεία
οποία φαντασμαγορία
μεροδούλι – μεροφάι
είναι αυτό που με ρουφάει
η στιχουργική πονάει
στίχημα και ξενυχτάει
πάλι άρχισε την κλάψα
ο μουρλός στην καρακάξα
είναι ολίγον βαρεμένος,
κάπως επιτηδευμένος:
σήμερα δεν άκουσα ειδήσεις
άραγε να έχουμε πτωχεύσει;
ήλιε μου δεν θάπρεπε να δύσεις
μας χρειάζεσαι για επενδύσεις
για του οικοκεφάλαιου τη γεύση
σήμερα μπορεί ναναδιαρθρώσαν
ό,τι μνημονιακώς εστήθη
πώς άραγε να το μεταδώσαν;
λέτε τελικώς να μην ενδώσαν;
λέτε να επρόταξαν τα στήθη;
χαχαχα και χο, καλή κοτσάνα
περί του στηθαίου μεγαλείου
θα κατουρηθώ (φέρτε μια πάνα)
γύρισαν τα μάτια μου και πλάνα
ταύρο αναζητούν γυαλοπωλείου!
στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσθημο σηκό μου
στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου
ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις
τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος
της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια
όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν
Παρατηρω Ταμίστα μου ,ολο και προοδευεις
και καμνεις μετουσιωση και ολο στιχουργευεις
και επειδη δεν αντεξα τους Δηθεν και τους ετσι
και λέω να φυγω απο Δώ πριν γινουμε στουπέτσι
-γιατι το ξεφτιλισανε και μου τα εχουν πρηξει
η Ιωβεια υπομονή εχει κι αυτή πια λήξει
σ’ αφηνω αγρυπνο φρουρο εδώ στην Καρακάξα
να στιχουργας ποιηματα μεσα σ’αυτην την κάλτσα …
κι αν δεις κα εμφανιζεται κανεις εφτακοσαρης
– και κανει σαν Κροκοδολος και φαινεται Κλαψιάρης
κι αρχισει τα κουνηματα να γραφει ακηδιες
Πες του κιεσύ καταμουτρα πως λεει Αηδιες
Ταμιστα οπως κι η ζωή ,ετσι και τα στιχακια
θελουνε κοτσια ποιητη και οχι τσαλιμακια
Σ’αφηνω αγρυπνο Φρουρο : Σ’εχω εμπιστοσυνη
…………………………………………………………………………………
στο θάνατο των αλλονών
αναζητώ γαλήνη
και η δική μου η θανή
αδιάφορο μ’ αφήνει
Αλλοι θα κλαιν’ σπαραχτικά
που χάνουν τέτοιο αστέρι
που τους ετάιζε με φως
αλάτι και πιπέρι
Μέσα στον τάφο ήσυχος
γλυκά θα ξαποσταίνω
μέσα στο μνήμα ήσυχος
φρέσκος πάντα θα μένω
Τόσο γέλιο που χάρισα
καιρός μου να γελάσω
αντίκτυπους και ενοχές
χωρίς να λογαριάσω
(θανατος σατιρικου ποιητή, ατάκα κιεπιτόπου)
δεν αντιλαμβάνομαι τι τρέχει εδωπέρα
κάτι δεν πάει δεν άρχισε η μέρα
(η υπόθεσις αυτή θα έχει προϊστορία)
παπούλη πάρε θέση ναλλάξει η πορεία
που χάραξε ο Νόσφυ και λέει πως θα την κάνει
κανείς δεν περισσεύει σε τούτο το γαϊτάνι
πόσο μάλλον θα έλεγα ο στιχουργός σπηλαίου
όχι Ιώβ, μα ποιητής κρακάξ Ιωβηλαίου
η διόρθωση του προηγουμένου:
δεν αντιλαμβάνομαι τι τρέχει εδωπέρα
κάτι δεν πάει ((καλά)) δεν άρχισε η μέρα
(η υπόθεσις αυτή θα έχει προϊστορία)
παπούλη πάρε θέση ναλλάξει η πορεία
που χάραξε ο Νόσφυ και λέει πως θα την κάνει
κανείς δεν περισσεύει σε τούτο το γαϊτάνι
πόσο μάλλον θα έλεγα ο στιχουργός σπηλαίου
όχι Ιώβ, μα ποιητής κρακάξ Ιωβηλαίου
πενήντα χρόνων δηλαδή και βάλε παραπάνω
τι γίνεται μωρέ παιδιά πείτε σ’ εμέ το χάνο…
η κόντρα εις την αρχική σελίδα
δεν δύναται ν’ αποτελεί παγίδα
διά την στίχισιν στην καρακάξαν
ουδείς και ουδεμιά δεν μας ετάξαν
λεπόν, ο Νόσφις πίσω να γυρίσει
οι Λέφτηδες που, ούτως ή άλλως, λύση
στιχουργική δεν δίνουν τελευταίως
ας λείψουν δι’ ολίγον ή ας πούμε έως
βρεθεί μια λύσις εις την διελκυστίνδαν
πολλοί την ξέρουν και πολλοί την είδαν
όμως εγώ δεν ξέρω τι συμβαίνει
ούτε ποια διάθεση τρεχάτη κατεβαίνει
μονάχα ξέρω πως μπορεί κανένας
να μη μας βλέπει εδώ μέσα, μόνο ένας
κι αυτός να φύγει, να βρεθούμε μόνοι
και τότε η ποίηση τη λύπη να κυκλώνει
να πάει στο διάολο, λοιπόν, η βλακωδία
νόσφυ, η ποίηση σημαίνει νυχτωδία
αμάν.
Αλτ! Τις ει;
Μάλλον κανένα ζώον θα πέρασε, άδικα σκιάχτηκα.
Αλτ! Τις ει;
Κι όμως. Προχτές στον ωριλά στ’ αυτιά κοιτάχτηκα.
Στης Καρακάξας τη σκοπιά, δύσκολη η βάρδια.
Η μοναξιά υπάρχει εκτός απ’ τα ιμπέρια.
Τώρα νυστάζω κι η σημαία μού δίνει άδεια.
Μα πάντα τ’ όπλο θα κρατώ στα δυο μου χέρια.
Πόσο είν’ αστεία της αριστεράς η ζάλη.
Ένα τισέρτ πάντα ‘δειανό, μια χαζομάρα.
Σα χάος που χώρεσε σ’ αγύριστο κεφάλι
και βλαστημάει την ξεπεσμένη της τη φάρα.
Αλτ! Τις ει;
Το ποντίκι
—————-
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα
κι ο άλλος ν’ απαντάει για έναν ποντικό
Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα σκύλο
και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα
είδα τον Ποιητή ολομόναχο
και γύρω του να λάμπει
το κενό
Μίλτος Σαχτούρης
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σκοπιά φυλάω στην καρακάξαν
ούτε καθήκια άδειασα
ούτε προσμένω να γευτώ μόσχο που σφάξαν
βούρκωσαν τα μάτια μου
σαν τρελός κι εγώ λαγός στα συρματοπλέγματα
πρήσκονταν στο θάνατο η γλώσσα
του εγκεφάλου τις πτυχές μου απλώσαν
στο παζάρι
τυχερός φρουρός
θητεία ισόβια πάνω στα όρια
απ’ την κορφή ως την υπώρεια
Οι Λέφτηδες κι αν σιωπούν,
πολλά ’χουνε να πούνε,
μα σε αυτιά που ’ναι κλειστά,
σε μάτια σφαλιγμένα,
σαν τι να πουν οι έρημοι
οι κοψοχρονισμένοι;
Σε μια φωτιά μαζεύουνται
και σιγοτραγουδάνε:
Λέφτηδες κάντε υπομονή
και μη βαρυγκομάτε,
το δρόμο που διαλέξατε
μην τον απαρατάτε!
Αγορι απο το Μπγκλαντες ποιο ηταν τ’ονομα σου;
στα ψιλα των εφημεριδων σε θαψανε
στα μουλωχτα , τα δολοφονικά χερια σε σφαξανε
εσυ δεν ειχες μάνα να σε κλαψει;
Ζητώ συγνωμη απ’ τη μάνα σου
Συγνωμη απ’ τον πατερα σου
Συγνωμη απ’ταδελφια σου
Συγνωμη που ταξιδεψες μες στα αμπάρια σαπιοκαραβων , ψαχνοντας μες την απελπισία την ελπίδα
Τουλαχιστον ο Λόρκα πέθανε απο σφαιρες ενα πρωι στην Ανδαλουσια
Εσενα σε μαχαιρωσαν σαν το σκυλι στην Βρωμικη Αθήνα
Αγορι απο το Μπαγγκαντές εσυ δεν ειχες μάνα νασε Κλαψει;
Ζητω συγνώμη που σε αγνοησαμε
Ζητώ συγνωμη που »ομοεθνεις μου φασιστες »σεσφαξαν
Συγνωμη για οσα δεν κανουμε εναντια στον Φασισμο που ερχεται , μαυρος σαν την νυχτια και με συνθηματα , »Ελλάς Ελλήνων χριστιανών »,και μαχαιρρώματα , συγνωμη για τα δελτια ειδήσεων ,τα πρωινάδικα ,την κυνική αναγγελια » σκοτωθηκε μεταναστης ισως ξεκαρισμα λογαριασμών ισως ρατσιστική επιθεση » συγνωμη γιαυτό το ‘ισως» που σε δολοφονει ξανά , ξανά , ξανά σαυτή την χωρα που καποτε αγαπήσαμε και τωρα πεθαινουμε κι εμεις μαζί της συγνωμη απο τη μανα σου , κιαναθεμα στα χερια που σε σφαξανε , αναθεμα στους χασαπηδες, στον φασισμό αναθεμα, συγνώμη
Αγορι
απο το Μπαγλαντες ,μ’απορημενα ματια , μάταια θα ψαχνεις για παρηγοριά , στην αγκαλια της μανας σου , εδώ , ξενος ,σκοτωμενος σα το σκυλι , σαυτή τη χωρα ,που γινεται ολο και πιο ξένη ,και μεις πεθαινουμε μαζι σου ,Συγνωμη ….
———–
Παπουλη αν θες δημοσιευσε το Δεν μπορω να το δημοσιευσω στο Μπλογκ μου κατι εχει παθει ο Μπλογκερ ..
———————-
Στον Ταμιστα
Ζητω συγνωμη Μαυρε αδελφέ
καποτε ειχες ακουσει τον Λουθερ Κιγκ να λεει » εχω ενα ονειρο»
και σημερα το ζεις μα σαν εφιαλτη’
τρεχεις για να ξεφυγεις
‘αραγε ειναι ονειρο» ‘πως θα ξυπνησω-απο αυτη τη χωρα»
Ακου μαυρε Αδελφε : δεν ειναι εδώ ΑλΑμπάμα ,δεν ειναι ταινια φρικης , ειναι »ελλάς ελληνων χριστιανών » και ειναι εθνικοφρονες οσοι σε κυνηγάνε – τωρα πανε να σκοτωσουν εσενα, οι πατεραδες τους σκοτωναν τον Λαμπρακη και οι Παπουδες τους , στη Κατοχή τα ιδια και τα ιδια, αδελφε , σημερα κυνηγαν εσενα κι εμεις βλέπουμε , αδιαφοροι ήκαι ανημοροι ή -ακομα χειρετΕρα ηδονικά -»ενας μαυρος λιγώτερος » θα πουνε καποιοι σαν το γουρουνι που πλατσουριζει αδιαφορο στη λάσπη του μη ξεροντας
πώς θαρθει και η δική του ωρα κι αυτοι – που με τοσο ακατονοητο μισος -κυνηγουν εσενα .. αυριο ..
Αδελφέ μου ξένε
ισως καποτε ειχς ενα ονειρο .
τωρα εχεις εναν εφιαλτη
κι εμεις τον δικο σου εφιαλτη βλέπουμε
στον υπνο μας , στο ξυπνο μας
αναμεσα στον ΥΠΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ξΎΠΝΟ ..
– Αλτ! Τις ει;
– …
– Ακίνητος, αλλιώς πυροβολώ!!!
– … σαν τι να πουν οι έρημοι …
– Πίσω και σ’ έφαγα!
– … οι κοψοχρονισμένοι …
– Πίσω!!!
– …
– …
– …
– Ταγμένος να φυλάττω Θερμοπύλας
εις την σκοπιάν αυτήν έχω ποικίλας,
διά την ώραν να περνώ, δια πασατέμπο,
απασχολήσεις. Δεν μπορώ πλασέμπο
να τρώω χαπάκια. Προτιμώ τεκίλας …
– … και μη βαρυγκομάτε …
– Αλτ! Τις ει;
– …
– Ακίνητος!!! Είμαι τρελός εγώ!!! Έλα να παίξουμε. Αν κοτάς…
( το είδα και εγώ ότι κάτι έτρεχε με το Μπλόγγερ )
Της δικαιοσύνης τον ήλιο το νοητό
και τη μυρσίνη τη δοξαστική,
μη, παρακαλώ σε μη
λησμονάς.
Τα πικρά μας χέρια με τον κεραυνό,
τα γυρίζουμε π έ ρ α απ’ τον καιρό·
τους παλιούς μας φίλους καλούμε
χ ω ρ ί ς φοβέρες κι αίματα!
Να που μας ερχονται ολα μαζί,συμπυκνωμένα
Ο εμπρησμός του Ραιχσταγκ και η Piazza fontana
και η στενοκεφαλιά και η αδράνεια
και ο Φονταμενταλισμός της δηθεν »πραξης » και η Βία
ακομα πο αλλλοκοτα ωμή, και η απελπισία
η αγανάκτηση που εντεχνα διοχετευεται στο ρατσισμό , το παρακράτος
Ξανά το Σειχ Σου κα Δρακοι , ανοιγουν παλι ολες οι πληγές μαζί , και βλέπουμε καταματα αυτό που βγαινει απο το αυγό μα δεν πιστευουμε στα μάτια μας : »δεν εινα » »δεν μπορει να ειναι, αποκλειεται , πανε α μας μπερδεψουν.» , γιατ΄αυτή ειναι η Γοητεια του Τρομου, ειναι το βλέμμα της Μορμώς που μας πετρωνει »: Δεν υπάρχει , ειναι Μετεικασμα »λένε ή »αυτά τα λέει το Πασόκ » ενώ το Φιδι βγαζει τη γλώσσα του Πάντα Διχαλωτη , παντα αποκοσμα οικεια …
φρουρά θα πεί να σεργιανάς νύχτα στις πολεμίστρες
να έρπεις όταν χρειαστεί, να στέκεσαι ολόρθος
να ‘χεις γεμάτες πάντοτε της ποίησης τις ταγίστρες
και αν δεν είσαι ο Άραμις ή ο Άθως, να είσαι ο Πόρθος
φρουρά θα πεί ο Ντ’ Αρτανιάν να σ’ έχει πάντα ανάγκη
να ξέρεις τα συνθήματα, να μη μασάς στα ζόρια
να λες στον κάθε επίβουλο πως θα τον φας φαλάγγι
και να τον τρως, ως έτρωγες σε κυριλέ εστιατόρια
φρουρά θα πει, ορέ παιδιά, να ‘σαι στο μετερίζι
να πας μέχρι την κόλαση και πίσω να γυρίζεις
να σκέφτεσαι πως ο ντουνιάς που πάντοτε σε πρήζει
σε βάνει και του γιασεμιού το μάη να μυρίζεις.
φρουρά θα πει του φρούραρχου να σκίζεις τα γαλόνια
στα τείχη να παιδεύεσαι, να σπας με βαριοπούλες,
θα πει να ‘σαι περήφανος για τα χαμένα χρόνια
για όσες με τ’ άστρα κράτησες τις νύχτες τουρκοπούλες
όπως θα αντελήφθητε, φρουρά θα πει εν ολίγοις
πως μύγα πάνω στο σπαθί ποτέ δεν τη σηκώνω
αν έχεις δήλη μέρα λαστ, μάλλον σε λίγο λήγεις
εγώ δεν λήγω, είμαι φρουρός, περήφανα φουσκώνω
Όπως αντιλαμβάνεστε καλοί μου ποιητάδες
ο Ντ Αρτανιάν που έγραψε τις παραπάνω αράδες
είναι σε όλους μας γνωστός μα διάλεξε να κρύψει
πίσω από το όνομα «Φρουρός» , που πολεμάει τη σήψη ,
την εκλεκτή περσόνα του , χωρίς να το γνωρίζει
ότι κανόνας αυστηρός στη σκήτη μου ορίζει
πως ένα μόνο όνομα καθείς μπορεί να πάρει
κι ένα κοστούμι δύναται εδώ για να προβάρει.
Όμως το πράγμα είναι σαφές : πως δόλος δεν υπάρχει
και δεν υπάρχει πρόβλημα για μένα το «μπλογκάρχη»
αφού το ίδιο avatar ο φίλτατος κατέχει
νομίζω και η ομήγυρις πως πρόβλημα δεν έχει.
Ας βγεί ο ίδιος ο Φρουρός για να «ομολογήσει»
τη διπλοπροσωπία του , μετά ας συνεχίσει
την άσκηση της ποίησης , εμάς να γοητεύει
τη μούσα που τον οδηγεί εδώ να θεραπεύει 🙂 🙂
ok, δεν τον γνώριζα, αν κι είναι λογικός κανόνας
είμαι ο tamistas ο φρουρός ο κατά μόνας
το λίκνο στ’ όνομα φρουρός ήταν το ίδιο
κι ούτε ζητάω νάχω εδώ διπλό μερίδιο
να κοροϊδέψω, πάει να πει, διόλου δεν πήγα
μα ξαναλέω, στο σπαθί μου ούτε μύγα
παπούλη που σε λέγαν καπταΦούρκα
σου αφιερώνω rondo alla turka ®
βλέπω φωτό χορταστικές στην αρχική σελίδα
εδώ στην καρακάξα μας καμιά φωτό δεν είδα
έτσι η προσοχή σαφώς εκεί είναι στραμμένη
γι’ αυτό κι η καρακάξα μας φαντάζει κουρασμένη
όμως ο προβληματισμός, πέρα από την πλάκα
εδώ, θαρρώ, θ’ αναλυθεί – η υπόθεση με φάκα
που πιάστηκε σαν ποντικός ο μέγας ο στρωσκάνης
αν και καλά κάτι δεν πάει στα πρόβατα της στάνης
τα προβατάκια, δηλαδής, ημείς οι τροϊκασμένοι
θα φάμε, λέει, πιπασιόν πολύ ξεγυρισμένη
διότι ο δόλιος ντομινίκ πολύ μας αγαπούσε
γι’ αυτό και με τα μέτρα του λίγο τον ακουμπούσε
τώρα που φεύγει, άστα να παν, λεν τα παπαγαλάκια
σ’ εμένα φαίνονται όλα αυτά στημένα παιχνιδάκια
κάτι, που λέτε, μου βρωμάει σ’ αυτή την ιστορία
μα δε θα γίνω σέρλοκ χόλμς να βρω τη σκευωρία
τα παραμύθια τους αυτά αλλού να τα πουλήσουν
σιγά μην κλάψω – του στρωσκάν το πρόβλημα ας το λύσουν
πάλι το ξανασκέφτομαι και λέω δεν πάει στο διάλο
φωτορομάντζο προτιμώ με γκούσγκουνο και γάλλο
Αυτος ο Καν μας εστρωσε και πάλι τη χαρά μας
και με την Καμαριερα του Ταραξε τα Νεράμας
τα Φουσκωσε τα εκανε να Χυνουν Συντριβάνια
οπως στους Κήπους του ΙθΙ ,και κανουμε και μπανια
και να λουζομαστε ξάνα με σεξ , σασπένς και Χρημα
– κιας μες το Χρεος ειμεθα , δεν ειναι μεγα Κρίμα
να μην φαντασιωνουμε βιτσια κι ανωμαλίες ;
τι είμεθα οι Ελληνοι; Αποκληροι ;παρίες ;
και οπως μας εκγαμισε, πηγε κι αλλου να Κάνει
Μα η καμαριερα εστρωσε τον Καν στο μάνι -μάνι
-αυτος την εξαναγκασε μια πι …α. να του κάνει
μα ούτη αποδειχτηκε πώς ητανε τζιμάνι..
ετσι λοιπόν συνελληνες υπάρχει η θεια Δίκη
(κι εγώ τωρα θυμηθηκα την θεια Ευριδικη
που ηταν αυστηροτατη και δεν μασουσε πούρα
μόνο τα μουρα ετρωγε κιηταν πολύ ..αμούρα )
Αναμεσα στην Ηδονή και στην επιθυμια
και στις χαρές του ερωτα , στου Νόμου Τιμωρια
Υψώνεται θεορατη πάντα μια Καρμανιόλα
Και σου θυμιζει μέσα σου ,το ποιος τα πέρνει ολα….
Αν θες να ζεις αιωνια ,εν πληρη ευδαιμονία
την Ηδονή συνέδεσε με την Παρανομία
Ζησε την ωρα εντονα με Φόβο μη σε πιάσουν
σε χωσουν μες την Φυλακή ,κι εκει να σε Βιασουν
Ο Τρομος και η Ηδονή ειν’διδυμα αδελφια
η Γκαβλα με τον Θανατο ειναι πρωτο Ξαδελφια
………………………………………………
Την να την κανεις την χαρά χωρις να τρεχει αίμα;
ανεκαθεν συνεδεαν τη βία μετο σπέρμα
ο Νόμος ειναι ανακαθεν αυτο π’επιθυμουμε
την τιμωρια πουρχεται ψαχνουμε για να βρουμε
κι αυτο που ολο ψαχνουμε και φερνει οργασμό
ειναι ενα Στομα Δικαστή:»Για Βγαλτε τον Σκασμό»
μα είναι πράγματα αυτά; ο νόσφυ αγριεύει,
στα άκρα θε να ισορροπεί, με το σκασμό θεριεύει,
τη βία στην παντιέρα του με πάθος ζωγραφίζει,
την ανεμίζει μανιακός, λουρίδες τηνε σκίζει
και γω μες στη σκοπιά φρουρός, βλέπω μια μύγα πάνω
στη σπάθα μου και σαν τρελός απ’ το λαιμό την πιάνω
σηκώνω της το φτέρωμα, ζουλώ τη στην κοιλία
και παραγγέλνω τσίπουρο με πλούσια ποικιλία
στην πύλη ο νόσφυ φτάνει, τον κώδωνα χτυπά
ο καπτα-φούρκας πιέζει ένα μπουτόν και να
ο φασισμός χλωμιάζει, κλουβιαίνουνε τ’ αυγά
που γέννησαν τα φίδια, για όποιονε νογά,
κι ο τρόμος που ειν’ της ηδονής το δίδυμο αδελφάκι
ουρλιάζει, τρέχει να κρυφτεί στο κοντινό δασάκι
κατουρημένος σκόνταψε σε ματωμένη πέτρα
κι οι αντιφασίστες τού παιρναν για το κασόνι μέτρα
Πολύ σας επεθύμησα καλοί μου ριμαδόροι
μα της ζωής τα κύματα με κάνανε παπόρι
κι έλειψα τόσα τέρμινα απ’ την ομήγυρή σας
όμως αυτό δε μείωσε την ποιητική ορμή σας (ευτυχώς 😉 )
Μπουκάρω το λοιπόν ξανά σ’ ετούτα τα λημέρια
και κάνω ένα πλονζόν γερό, με πόδια και με χέρια
ρίχνω το παρασύνθημα, μ’ ανοίγουνε και μπαίνω
και βλέπω εμπρός μου τον Στροσκάν… εικονογραφημένο!
Μαζί με αξιότιμες, γνωστές μεγάλες μούρες
να σου κι ο κύριος πρόεδρας σε ζόρια και πρεμούρες!
Μ’ αν της μπουζούς τα σίδερα ήταν για τους λεβέντες
δεν θα ‘χαμε να λέγαμε παρόλες και κουβέντες.
Να πω πως δεν το χάρηκα, θα πω μεγάλο ψέμα
όμως μετά ένα σφίξιμο μου κρύωσε το αίμα.
Είναι που η θεία Νέμεσις χτυπάει αδιακρίτως
κι εκεί που δέρνεις και γαμάς σε τρώει το μέγα κήτος.
Αν… και για να την πω ευθαρσώς, παίδες, την αμαρτία
ο θαυμασμός θα του άξιζε σ’ αυτή την ηλικία
αφού ακόμα το μπορεί ψηλά να τη σηκώνει
(αρκεί μόνο να πρόσεχε πού πάει και τη χώνει)
Κι έτσι αποδεικνύεται ως προς τη συνουσία
τι μέγ’ αφροδισιακό που είναι η εξουσία:
Για να χορτάσεις ξεπετάς τρεις χώρες σε δυο μέρες
και για το επιδόρπιο γαμείς και καμαριέρες.
Όμως, το λέγαν κι οι παλιοί: sic transit gloria mundi
είτ’ είσαι από το Παρί είτε απ’ το Μπουρούντι
γιατί έστιν δίκης οφθαλμός όστις ορά τα πάντα
κι είναι μοιραίο κάποτε να μπεις κι εσύ στην μπάντα.
αρκετά με το στροσκάν
πίσω στο ελλαδιστάν
δεν κρυών’ κι ας το φυσάν
και στην τρόικα ας λυσσάν
σύντροφοι απ’ το πακιστάν
και απ’ το αφγανιστάν
του αδόλφου οι σκύλοι σκαν
διαρκές φάσιστ συμβάν
Αφιερωμένο στον Στρως Λα Κάντ , τον Μαρτυρα της Επιθυμιας
——————————————
Καποιες φορές που η ζωή φερνει τα πανω κατω
και νιωθεις πως η Κολαση δεν εχεις πλεον Πάτο
σου ερχεται στα ξαφνικά να κάνεις ενα Σάλτο ..
…………………………………………………………………….
σαν ακροβάτις στο κενό , στο Τσιρκο της Μαδρίτης
σαν την βουτια που εκανε στα βάθη ενας Δύτης
σαν αετός π’αυτοκτονει σαν χανει το φτερό του
σα το μωρο που τελειωσε γάλα στο μπιμπερό του
Σαν την Γυνή που πνιγεται απ’ το πολύ το πάθος
Σαν την αγχόνη το πρωί που φερνει ενα Λάθος
Σαν το μηδεν που μέσα σου τα βρισκει ολα μαυρα
Σαν το συκωτι που ,εντος,σου τρωει μια σαυρα…
Καποιες φορές , αναποδα ποθεις να πιασεις Πάτο
κι απ ‘τα Ψηλά που βρισκεσαι κανεις Μορταλε Σάλτο
———————————————————–
σαν ενα Τσιρκο η Ζωή κι ο Γύρος του Θανάτου
– και μουρθε ετσι εξαφνα η πεθυμια ΠΡΟΠΑΠΟΥ
Sometimes we feel…
Κάποιες φορές, λοιπόν
Πόσες φορές αυτές οι κάποιες φορές…
Πόσες, αλήθεια, είναι οι κάποιες;
Κι αν μεσοπέλαγα
Η θαλπωρή της μήτρας
Μας ναρκώνει
Η Ιθάκη έχει εκπαιδευτεί
Να περιμένει
Κι αν του απαλού του κύματος
Η ηχώ
Δίνει ρυθμό για της καρδιάς
Την παλμική βεβαιότη
Η Ιθάκη περιμένει
Σαν Πηνελόπη υστερικιά
Να σε χορτάσει
Κάποιες φορές που
Εύχεσαι η θάλασσα
Του άπειρου να ’ν’ το κέντρο
Που του Καβάφη τα στιχιά
στοιχειώνουν την ψυχή σου
Που επαγρυπνείς
Φρουρός
Μην τη σιωπή απειλήσουν
Οι επιβουλές του ανέμου
Που σα ’ρφανό από μάνα
Ξενυχτάς παιδάκι
Δεν ξέρεις αν κοιμάσαι ή γρηγορείς
Αν πα’ στα κύματα ή στα σύννεφα πατείς
(το λίνκιον θα είναι προσωρινότατον)
Ακου Ταμίστα ,ειναι μετεικασμα
η θαλπωρη , κι η θαλασσα και η αναλαμπή του ηλιου και τα κυματα
αντικατοπτρισμοι : Σε μιαν ερημο ειμαστε κι ονειρευόμαστε , απελπισμένοι
διψασμένοι
Μισοπεθαμένοι .. Δεν ειμαστε στη Θαλασσα και η γλυκεια στιγμή π’ονειρευομαστε σε λίγο θα σχιστει , ειν’ενα παραπέστασμα ,μια φενάκη , θα σχιστει ,θα μεινουν ξεφτια , η θαλασσα θα σβυσει και θα ξαναβρεθουμε στην Ερημο , το ιδιο Γυμνοι , το ιδιο ανέστιοι, το ιδιο διψασμένοι ,σε του το το Πελώριο Ματριξ οπου εξαρχής παγιδευτηκαμε (και φυσικά την ιδια ηδονή θα νιωθουμε τα παγωμένα Βραδυα με το ολογιομο και κατακοκκινο φεγγαρι της ερημου , καθώς θα πεθαινουμε στην ποθητη την Μητρα της Σαχαρας )
άκουσα και το βουλώνω
και φρικιάζω και στεγνώνω
το μετείκασμα πλανεύει
σ’ αντικάτοπτρο σαλεύει
τους δεσμώτες μάς τραντάζει
η χυψή που δε συχάζει
τι συμβαίνει στο σαλόνι
και το πλήθος ξεσαλώνει;
βλέπουν την αννίτα πάνια
ή πλατείες στην εθπάνια;
βλέπουν, μάλλον, τη μαδρίτη
απ’ τη θράκη ως την κρήτη
βλέπουνε τη νεολαία
στην πλατεία και στην αλέα
και τι βγαίνει άμα βλέπουν
μήπως προς τα κει θα ρέπουν;
όχι μόνο θα θυμούνται
και ποτέ δε θα μιμούνται
διότι η μίμηση της πράξης
κάπως να διαταράξεις
τη γενικευμένη θλίψη
προκαλεί ντροπή και τύψη
στο αστικό το όνειρό μας,
στο σπιτάκι (τ’ οχυρό μας),
στο ιδιωτικό κουρσάκι,
στο λακόστ πουκαμισάκι
οι μήδοι θα διαβούν στο τέλος,
δε θα ’χει μείνει ούτ’ ένα βέλος,
και πάνω στου χαλιού το πέλος
θα γονατίσει κάθε μέλος
θα είναι ο γουλιέλμος τέλλος
και ο σεξπιρικός οθέλλος,
από έλληνες, ο άγρας ο τέλλος
κι, ίσως, ο θοδωρής ο ρέλλος
ως το λαιμό χωμένος στο έλος,
θα με τραντάξει ένας γέλως,
σαν, το βρακάκι της αγγέλως
θα ιδώ, όχι ξαργού, μ’ αθέλως
αυτό είναι το μόνον σκέλος,
μόνο με ρίμα, δίχως μέλος,
στίχων εις –έλος και εις –έλως,
όπως, ας πούμε, της χοντρέλως
Δεν θα διαβούν οι μήδοι
τους πρήστηκε τ’ αρχίδι
δεν θα κανουν ούτε βήμα
πριν τους χώσουμε στο μνήμα!
Βαρεθηκα τα αιματα και Μυδικους πολέμους
αυτοι που σπερνουν θύελες θεριζουνε ανέμους
Ανακατευουν αντερα και μου θυμιζουν στρειδια
που μέσα εκκολαπτουνε τ’αυγά απο τα Φίδια
(συνεχιζεται)
γιούργια και βουρ και φάτε τους
γιατί το παίζουν κάποιοι
μηδέ τους μη μαδάτε τους
τους μύδους που είναι σάπιοι
κι όταν η ώρα θε ναρθεί
που θα φτωχεύσει η χώρα
η έμπνευση δε θα βαρεθεί
σ’ αυτή την ανηφόρα
με στίχους μηδοπίλαφα
και με στροφές γκουρμέδες
θα σπάμε τα τραγέλαφα
να κλαιν παλιοτζουτζέδες
αμάν, παιδιά, τι φόρτιση
μ’ έπιασε μόλις είδα
στο σύνταγμαγανάκτηση
σαν ποντικοπαγίδα;
Δεν ξερω για το Συνταγμα αγαπητε Ταμιστα
εγώ που μόλις γυρισα απο του Πυργου πίστα
οπου ειχε κατασταση πολύ προχωρημένη
κι οι Σπιθοαρδηνιαρηδες ηταν πιο μαζεμένοι
και εζησα αναμνηση απο τα Εβδομήντα
-τωρα που πατησα γερά τα χρονια τα πενηντα
Ειδα να ακουν προσεκτικά ο ενας πιά τον αλλον
κι ενιωσα οτι γινεται εκει κατι μεγάλο
κατι πουναι αυθορμητο μα και οργανωμένο
δεν ειναι ουτε μπαχαλο ουτε καπελωμένο..
Κοντολογής συμβαινει πια στη Σαλονίκη Θάμα
και μοιαζει να εκπηρωθηκε ενα παλιο μου Τάμα
χαίρω γιαυτή τη διαδικασία
τόλεγα, πάντοτε: είναι ουσία
το σπίθα και το γιώργο το θαλάσση,
σπουδαία ελληνόπουλα στ’ αλήθεια,
στο νόημα κάποιος πρέπει να τους μπάσει
μου μοιάζουν, ξέρεις, λίγο κουτορνίθια
μα κι οι άλλοι, οι κρυστάλλινοι – καθάριοι
ιδιολογίας κοφτερής σωστοί δεσμώτες
είναι, κι αυτοί, στο αυθόρμητο αρχάριοι
φοβιούνται μην τους βγάλουν εξωμότες
ας είναι… αυτό το κλίμα που ευωδιάζει
κάθε μικροαστισμού τη χαραμάδα,
που τη ζωή ανεπαίσθητα αλλάζει
κι ας λείπει ενός οράματος η ικμάδα…
ας είναι μόνο διαδικασία
προς το παρόν, αρκεί για την ουσία
Μοιαζει να βγαινει η ψυχή μας προς τα εξω
και στις πλατειες βγαινω μ’ολους πια να παίξω
κι ειναι παιχνιδι πια το Ψυχοραγισμά μας
σε ενα Θεατρο ματωνει η καρδια μας
Μές τις πλατειες πια , ξεχυνεται η ψυχή μας
και η Ελλάδα ,ενα τζανκι που πεθαινει
σαν αμαρτια που ν’εξομολογημένη
Μεσα στο στο Τραυμα αυτο
που ολους μας Μαραινει
Στον Πιο βαθυ βυθο αυτου του αποπάτου
Διασκεδαζουμε ξανά μεχρι θανάτου……
/
Έτσι μπραβο ορέ Νόσφη… 🙂
ο μετρητής της διανοίας λαχανιάζει
τραβάει κουπί, εσένα λέει να μη σε νοιάζει
θεωρητικώς, τους αφελείς απέξω φράζει
οπορτουνίζει – τυχοδιώκει – τακιμιάζει
αναμονή, η ύλη απλώνει και ξαφνιάζει
απαρηγόρητος ο αυθόρμητος σφαδάζει
που χωρίς σκέψη εκατάντησε να βράζει
μες στο ζουμί του, που ακόμα θα κοχλάζει
μα τον ελίτα, κι αν τον χτύπησε τ’ αγιάζι,
μην τον επείτε ξοφλημένο, δεν τρομάζει
πεισμώνει, δέος εκπέμπει και πλαντάζει,
καθώς το κράτος το κεφάλαιο διασκεδάζει
αυτά τα χρόνια, μ’ άρεσε να κάνω χάζι
όλους τους τσίφτες που θα δούλευαν στη στάζι,
αν ζούσαν τότε – εκεί · και ως βραδιάζει,
χάνω το νου μου με γλυκιές πενιές στο σάζι
Εξόριστοι στο Κουρδιστάν
όλοι οι έλληνες θα πάν’
Νοικιάζοντας χιλιάδες βαν
μεταναστεύουν καν και καν
Εκεί μακριά στο Κουρδιστάν
θά’χουν τουλαχιστον να φάν’
Για να πληρώσω φως και νοίκι
έκοψα τό’να μου μανίκι
Για του μπακάλη το τεφτέρι
ίσως να κόψω και το χέρι!
Ως γνήσιον αλητόβιον
γιαούρτι τρώγω πρόβειον
Δεν συνιστάται ταραμάς
απορριπτέος κι ο κιμάς!
ως προς το πρόβειο το γιαούρτι
θα προτιμήσω αγελάδας
δεν το μπορώ το μπαλαμούτι
της πέτσας της παλιοριμάδας
να μου τα γράψει στο τεφτέρι
του μπακαλόγατου είπα πάλι
2 + 1! (με συμφέρει),
μα ταραμά να μη μου βάλει
για φως και νοίκι, ούτε λόγος
τα ‘δωσε ‘γγύηση ο στρωσκάνης
να βγεί (‘ταν σοβαρός ο λόγος)
αχ, ο καλός μας ο τσομπάνης…
τώρα που η άλλη θ’ αναλάβει
(με γαλλικό, πάντα, αξάν)
ο έλλην θα τρέχει να προλάβει
καμιά μπουκιά στο κουρδιστάν
καλά, το ξέρω, πλάκα κάνω,
δεν είναι ζήτημα προσώπων –
για την πλατέα τώρα την κάνω,
άνευ βουλής κι αντιπροσώπων
Τέρμα πια τ’ αστεία:
Βουρρρρ για την πλατεία!
Στην πλατεία καρδιές συντονίζονται
ευωδιάζει ανθρωπίλα
και στου άνθους τα φύλλα
οι άνθρωποι όλοι σαν ένας στοιχίζονται
Τέρμα πια τ’ αστεία:
Βουρρρρ για την πλατεία!
Να πάτε πλατεία —ούτε λόγος!
Των indignados να μεγαλώσει κι άλλο ο πόλος!
Μα επειδή πλησιάζει καταιγίδα
πάρτε μαζί σας και καμιά πυξίδα!
να σας περιμένουμε ή να φάμε γλάρο;
(την κακιά τη σκέψη σου, ξέρω κυρα – Μάρω)
μόνο δείξτε προσοχή – κίνδυνος καφρίλας –
μου μυρίζει πάλι εδώ επαναστατίλας
αναμεσα μας χωθήκαν συλφίδες μα και Γίδες
και να που καποιοι νιωθουνε πως ειναι και ..ατσιδες
φαινεται μπερδευτηκαμε με τις πολλές Πυξίδες
ισως ειναι καλύτρα να παρουμε σταφίδες
Καλόν είναι η όσφρηση,
μιά απ’ τις πέντ’ αισθήσεις,
να μένει ανεπηρέαστη
από τις παραισθήσεις! 😉
αισθανομαι πώς ξαφνικά κατι εχει αλλάξει
και χαλασε η πυξιδα μου και πια εχω τρομαξει
σαν ναμουν σενα ονειρο που εγινε Εφιαλτης
σαν μεσα σ’αδεια εκκλησια ναμουν μονάχος Ψαλτης
μας εχουνπ άρει την αφή μας πηραν και τις γευσεις
και απομειναν μοναχα των ονειρων οι Ρευσεις
μας πηραν και την οσφρηση μας πηραν και το Βλέμα
σε λιγο θα παρουνε και των Φλεβων το αίμα
Ετσι που μπερδευτηκαμε μαυτές τις πεντε αισθησεις
με τι λογής τεκμηρια τον κοσμο θα τον πεισεις;
….
Σ’αυτόν τον Ψευτικο ντουνια σαυτή την αυταπάτη
εχει τελειωσει ο νερο κι εμεινε το αλάτι
(βλεπεις παπουλη απεφυγα την προκληση των …ν και σου γραψα κιενα ποιηματακι εμπνεομενος απο την α .. των ..ν
όμως, ό,τι είναι να συμβεί σε δρόμους και πλατείες
θα αγνοεί επιδεικτικά τις αισθησιοκρατίες
διότι, κύριοι, εκεί δεν παίρνει αστειάκια
κι ας κάνουν, τάχα, πως χτυπούν σε όλους παλαμάκια
Και ειπον : θΑ ΣΑΣ ΦΑΜΕ ..λαχανο
ΟΜΜΜΜΜΜ!
Και η ελληνιδα μάνα και το μάνα και Σωσον ημας και Κύριε ελεησοννννννννννν
– και μαζευτηκανε ολοι στην Μεγαλη Πλατεια , στηνΑγια Σοφια και τρωγανε μαζί ΟΨΑΡΙΑ …
Ομμμμμμ!
Kai mono o Kvstakhw o Palaiologow eixe paei maz;i me ton Gioystinianh sta teixh na parei xampari toy ti ginetai
-KAI TOY L;EGANE OLOI: πΡΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΤΑΓΜΑΤΑΣΦΑΛΊΤΗ ΚΑΙ ΑΛΗΤΗ ΚΑΙ Α ΚΑΙ ΟΥ ΚΑΙ ΟΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!
Επιτέλους ορέ Νόσφη ξαναρχίζεις ψαλμουδιά
και το έργο συνεχίζεις πούχε μείνει στα μισά.
Κάθομαι και σε διαβάζω πίνωντας μια τσικουδιά
και ακούω τον Αμβρόσιο που στενάζει και λυσσά… 😉
Κια ρχισανε τις Ψαλμωδιες και ο Μίκης και ο Τικης και ο Τρικης και ο Φικης
κι ο Ελιάς και ο Καραμπελιααααςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ομμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ!
Η πλατεία ζωντανεύει
απτό πλήθος που χορεύει
ποιος τα στάχυα τα κινεί
σαν τανέμου την οργή
σαν της θάλασσας το κύμα
στου σκληρού βοριά το βήμα;
είναι πείνα, ανεργία ,
που μας έχουν στη γωνία,
που για μας αποφασίζουν,
φόβο κιαπειλές σκορπίζουν,
ξεπουλούν ,διαγουμίζουν,
την κοιλιά τους να γεμίζουν
είναι μήπως η ανάγκη
να ιδούν οι σαλτιπάγκοι
στα κανάλια, στη βουλή
ποιος τα νήματα κινεί;
μαύρα σύννεφα μας πνίγαν
την καρδιά μας την φοβίζαν
μα οι δρόμοι πια φεγγίζουν
στην πλατεία μας γυρίζουν
λες γεννιέται μια ελπίδα
για την δόλια την πατρίδα;
έτσι ήλθαν χελιδόνια
σπουργιτάκια και αηδόνια
καναρίνια τραγουδάνε
τιτιβίζουν και γελάνε
μαγανάκτηση κιοργή
μα κι ωραία μουσική
κιαν υπάρχουν και κοράκια
που προσμένουν σαν γεράκια
πάλι μίσος να σκορπίσουν
χαρά τέτοια να μη ζήσουν
θέλουμε δικαιοσύνη
όχι πια άλλη οδύνη
για πολίτες κι αστυνόμους
φτιάξτε τώρα νέους νόμους
για δουλειά κι ελευθερία
για τη γνώση στα σχολεία
για λεφτά για τους πολίτες
ουστ ,κηφήνες τραπεζίτες
μόνο προσοχή αδέλφια
μη τους κάνουμε τα κέφια
σβήστε ότι μας χωρίζει
το λουλούδι να ανθίζει
πιότερη δημοκρατία
και λαού κυριαρχία
YΓ
Αυτό εδώ το ποίημα ετούτο το στιχάκι
ξεπρόβαλε σαν νάτανε μικρό σαλιγγαράκι
στης κυρά ντοματιάς τον ανθισμένο κήπο
πριν έρθει δω για να σταθεί στον μέγα τούτο οίκο
έξω απ’ το εκκλησάκι απλώνεται σιωπή
ο ψάλτης έχει φύγει, ο παπούλης δεν μιλεί
ζεστό το μεσημέρι, το στόρι χαμηλό
ιδρώνω σα να φόρια σακάκι καμηλό
πού παν οι ψαλμωδίες, πούναι τα τεριρέμ
μια σπίθα πάει νανάψει του δεξιού εξτρέμ
τη φλόγα – που θα κάνει μαντάρα τον καιρό,
μην το γελάμε διόλου, δε σβήνει με νερό
η αριστερά – οιδίπους με μάτια στα αίματα
αμήχανα κοιτάζει – γέρνει απ’ τα έρματα
που φορτωμένη χρόνια, θεωρίες και πρακτικές,
σέρνει τενεκεδάκια για δόξες λαϊκές
τέτοιαν αβεβαιότη ποτές δεν είχα δει,
μόνο στην ιστορία – γιατί ήμουνα παιδί
στης χούντας τις ημέρες – και τώρα νοσταλγώ
το όραμα να φέρνει να δω τον πελαργό
Και μαζευτηκανε ολα τα Παιδοβουβαλα τα δεξια ,τα χοντροκώλικα τα Δαμαλα ,
και αφου ειπαν και Α και Ου αποφασισαν να παραστησουν τους αγανακτισμένουςςςςςςςςς..
και ξαμολύθηκαν στις γειτονιες και αρχισανε να φτυνουν και να κλανουνννννννν..
ομμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ!
Όραμα δεν γεννάται, δεν βλέπω πελαργό
κι οι άλλοι τρων οψάρια, τσιπούρα και σαργό.
Μα όραμα αν είχα, ας ήταν και μαϊμού,
θα του ‘κοβα το βήχα του καθενός χοντρού.
Τώρα χωρίς πυξίδα χαμένος προσπαθώ
να υφάνω την ελπίδα, στο πέλαο μη χαθώ.
«Ψωμί κι ελευθερία» – ν’ άκουγα μια κραυγή –
να ‘λεγα: κι η Ιστορία ψάχνει για χαραυγή.
Ας είναι. Κάτι βλέπω, εξάλλου, αδιόρατο:
δεν είναι τεφαρίκι, μα ούτε αόρατο.
Εδώ στης Ιστορίας τη φετινή καμπή,
εγκώμιο μωρίας – θαμπή αναλαμπή.
Εμένανε Ταμίστα μου ψοφήσαν τα σενάρια
φράγκα δε περισσεύουνε ώστε να τρώγω ψάρια
να γράφω μου απόμεινε φτηνά φωτορομάντζα
η έμπνευση που κάποτε την είχα στη καβάντζα
που όποτε την ήθελα μου γένναγε στιχάκια
κι έβγαζ’ απ’ το καπέλλο μου ρίμες σαν λαγουδάκια
σύξυλο με παράτησε και πάει στη πλατεία
με μένα αγανάκτησε , θέλει δημοκρατία….
Θα δοκιμασω σήμερα να γραψω δυο στιχάκια
πριν με καλεσει ο χάροντας να πάω στα θυμαράκια!
Πλατείες εγεννήθηκαν, πλατείες μωρουδέλια,
θέλουν τις κουδουνίστρες τους, να τους βαρούν τα τέλια,
πάνες, μη και κατουρηθούν απ’ την πολλή χαρά,
μα στις καντίνες λένε γιοκ: σουβλάκια τσουχτερά!
Αν τα σουβλάκια πούλαγε μισό ευρώ και κάτι,
τον σουβλακέα θα πρότειναν να μπει και στο παλάτι..
άρχοντα θα τον έχριζαν, πρωθυπουργό θα βγάζαν,
και τα μακντόναλντς θά’κλειναν, ρολά θα κατεβάζαν!
Το ίματζ δεν θα χάλαγε με τη σωστή τιμή,
τρύπα ευρήκε ο φασισμός και βρήκε αφορμή…
αυτούς τους φτωχοδιάβολους, τους μικροπωλητάδες,
να διώξει η Συνέλευση ζητούν οι αφεντάδες!
Οι αφεντάδες της πορδής και της σαχλαμαρίας
ακροβατούν ακίνδυνα στη μέση της Πλατείας…
το αίτημα «πετάξτε τους τους μικροπωλητάς»
θα γίνει πράξη μόνο του, σουβλάκι αν δεν φας!
είμαι ένας πατριώτης που με ταπεινώσανε
την πατρίδα μου αγαπάω, όμως δε με νιώσανε
με παρέσυρε ένα ρέμα υπερκατανάλωσης
κι έγινε η πατρίδα θύμα νέας άλωσης
εις τα διεθνή τα μίντια με λοιδόρησαν
κι επιτόκιο φυστίκι μού εδώρισαν
τώρα πρέπει πια ν΄αλλάξω, να συμμορφωθώ
και να μάθω να πληρώνω για να μορφωθώ
να πηγαίνω στο σχολείο να μαθαίνω γράμματα
κι ο αμβρόσιος να μου μάθει του θεού τα πράματα
ε, ρε πόσα-έχω για πόσες γούνες ράματα!
μου μοιαζουν σαν την Ντισνευλαντ οι αγανακτισμένοι
που στις πλάτειες ερχονται με χαρη κι ειναι σένιοι
και παιζουν μ