Η ΜΑΡΙΩ

Εισαγωγικό σημείωμα :

Τον Οκτώβρη του 2008 στη Καλύβα του Πάνου του Ζέρβα , όπου πέρασα τα καλύτερα χρόνια της  διαδικτυακής μου ζωής , στα πλαίσια της κατηγορίας ΧΕΛΙΔΟΝΑ ,αναρτήθηκε η  φωτογραφία της  νεαράς που βλέπετε πιό πάνω.
Κάτω από το τίτλο Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ  ΣΤΟ ΝΕΡΟ καλούνταν οι τότε συμμετέχοντες  να καταθέσουν τα  ποιητικά τους σχόλια.

Η χελιδόνα στο νερό « Η καλύβα ψηλά στο βουνό

Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι η ανωτέρω κατηγορία του δημοφιλούς αυτού μπλογκ αποτέλεσε χώρο κατάθεσης στίχων και ψυχής από πολλούς φίλους / φίλες επί τουλάχιστον μία διετία. Υπάρχουν εκεί πολλά εσωτερικά υπονοούμενα , αστεία και εκφράσεις που δύσκολα θα αντιληφθεί τη σημασία τους ο μη σχετικός αναγνώστης. Μεταξύ αυτών στο πόνημα που θα διαβάσετε παρακάτω υπάρχουν :

το φλογερό φλαούτο , οι Σερβίδες , ο Συναμφότερος – Πάνος , η περσόνα του καπετάν Φούρκα – παπούλης , η αναφορά στο «στρίβειν» του Θείου Ισίδωρου , το Ίδρυμα που μπορεί να ερμηνευτεί εδώ ως τρελλάδικο , αλλά και ως ΙΘΙ και
άλλα ολίγα παραφερνάλια.

Δεν θα κατέληγα όμως στο ατόπημα που ακολουθεί ( κοντά 1200 δεκαπεντασύλλαβοι ) αν σε ένα του σχόλιο στις 22 / 10 / 08 ο Πάνος δεν παρέθετε , ως παράλληλο ανάγνωσμα , το ποιήμα του εξαίρετου Βασίλη Νικολαϊδη για τη «ΜΑΡΙΑ» που έγινε και δικό του τραγούδι.


Διαβάζωντας αυτούς τους στίχους αποφάσισα να επεκτείνω και να αναπτύξω αυτή τηγ μικρή , αλλά μεστή , ιστορία.
Για διάφορους λόγους ο ποιητικός μου «οίστρος» διακόπηκε αρκετές φορές. Ανέβαζα σε τακτά και αργότερα σε σκόρπια σχόλια τη συνέχεια της ιστορίας , έχωντας αρχικά αποφασίσει για τη πλοκή , αλλά μη φανταζόμενος ούτε τις δυσκολίες , ούτε το μέγεθος του εγχειρήματος. Έτσι το έργο έμενε ημιτελές και χωρίς την απαραίτητη διόρθωση και επιμέλεια , χαμένο μέσα στις πολλές εκατοντάδες σχολίων που υπάρχουν στη Χελιδόνα.

Τελικά μόλις πρόσφατα , και αφού στον αγαπητό Δύτη των Νιπτήρων συνάντησα το δημιουργό Β.Νικολαϊδη αποφάσισα να τελειώσω το ατόπημα και να το συγκεντρώσω σε μια και μοναδική ανάρτηση. Όσοι παρακολούθησαν τότε , στη Καλύβα του Πάνου , την εξέλιξη της ιστορίας , θα διαπιστώσουν κάποιες ελάχιστες διαφορές , ενώ θα έχουν την ευκαιρία να δούν το ατόπημα μου ολοκληρωμένο.
Όσοι πάλι για πρώτη φορά θα διαβάσουν αυτούς τους στίχους ας είναι επιεικείς. Πέραν των άλλων του βίου χρειωδών , εύκολα θα διαπιστώσουν ότι μου λείπει και το τάλαντο.

Αφιερώσεις :

Αφιερώνεται πρώτιστα στο Βασίλη Νικολαϊδη , επί τω νέω έτει και την ονομαστική του εορτή

Επίσης αφιερώνεται στο Πάνο το Ζέρβα που διέθεσε το φιλόξενο έδαφος και τη παρακινητική ενέργεια καθώς και σε όλους τους παλιούς φίλους / φίλες της Χελιδόνας .
Τέλος να ευχαριστήσω το Θείο Ισίδωρο που συνεχώς με προέτρεπε να τελειώσω το  κάτωθι ατόπημα και να το παρουσιάσω ολοκληρωμένο στο μπλογκ μου.

Η ΜΑΡΙΑ του Β. Νικολαϊδη.

Σαν πρώιμο σταφύλι η Μαρία
πριν πατήσει ακόμα καν τα δεκατρία
τους άντρες έκανε τυφλά να την ποθούν
σαν τα μυγάκια που πετούν γύρω απ’ τη φλόγα
όταν αντίκριζαν τη ροδαλή της ρόγα
γύρω της τρέχαν για να τσουρουφλιστούν
Κατεβαίνει απ το χωριό της στην Αθήνα
Γερμανοί παντού και λύσσαξε στην πείνα
τι άλλο θα βρω για να σας πω ένα παραμύθι
λόγω πείνας της αμβλύνθηκαν τα ήθη
στην Αθήνα της Μαρίας η ομορφιά
ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά
ένας δοσίλογος την έχει ερωτευτεί
κι αυτή του δίνεται χωρίς να το σκεφτεί
Μια μέρα ένας άντρας την πλευρίζει
κακομοίρα μου στ’ αυτί της ψιθυρίζει
μ’ αυτόν που είσαι το κεφάλι σου θα φας
γυρεύοντας κοπέλα μου το πας
Σηκώθηκε ένα βράδυ απ το κρεβάτι
προς νερού μου πάω λέει στο συνεργάτη
βιαζότανε αυτός να την πηδήσει
μα τον πείθει πως αμέσως θα γυρίσει
Από κάτω περιμέναν οπλισμένοι
δυο της ΟΠΛΑ και στο κόμμα οργανωμένοι
τους ανοίγει, ανεβαίνουνε επάνω
και σκοτώνουν στο κρεβάτι τον ρουφιάνο
Φχαριστήθηκε ο κοσμάκης κι η Μαρία
άστε ντούε βγήκε στην παρανομία
μα την ψάχνανε παντού οι Γερμανοί
φεύγει αυτή για το βουνό για να κρυφτεί
Με αντάρτες στο βουνό κάνει παρέα
γνωρίζει κάποιον ονόματι Αντρέα
τα γένια του μυρίζανε θυμάρι
μαυροσκούφης ήτανε του Άρη
Της υπόσχεται μόλις λευτερωθούνε
με το καλό θα ήθελε να παντρευτούνε
κι ενώ μπαίναν στην Αθήνα οι Εγγλέζοι
δώσ’ του εκείνος με παντρειά να την πιέζει
Κάποιος βρέθηκε να την διαφωτίσει
ο Φώτης και τα μάτια της ν’ ανοίξει
ο Αντρέας ήταν λέει Τροτσκιστής
γι αυτό δεν πρέπει να τον ξαναδείς
του χώσανε λοιπόν μια παγίδα
τον αντάρτη κι αν τον είδατε τον είδα
πάει τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι
κατά διαταγή του Ζαχαριάδη
Και μια νύχτα σκοτεινή πάνω στο Γράμμο
ο Φώτης την εζήτησε σε γάμο
ο Φώτης βρέθηκε μετά στη Βουλγαρία
κι αυτή να σέρνεται μες στα στρατοδικεία
ο επίτροπος ζητά την εσχάτη των ποινών
μα επεμβαίνει ευτυχώς κάποιος γιος εφοπλιστών
την είχε δει σε μια εφημερίδα
την ερωτεύτηκα μπαμπά του λέει μόλις την είδα
Κι όταν σκότωσαν τον Νίκο Μπελογιάννη
στην Μητρόπολη γινήκαν οι γάμοι
ο φάκελός της σαν σκιά εξαφανίστηκε
σε κολυμπήθρα εθνική ξαναβαφτίστηκε
κι από τότε κολυμπά στα πλούτη μέσα
η Μαρία είναι τώρα ναυαρχέσα
έχουν δίκιο της ζωής οι βετεράνοι
στόλους σέρνει άμα θέλει το φουστάνι
έχουν δίκιο όταν λένε οι παλιοί
στόλους σέρνει άμα θέλει… ταραράραμ

Η σχεδόν άμεση πρώτη βολή του Παπούλη :

Μα τώρα θα κατάντησε απ τα χρόνια η ναυαρχέσα
μία κακιά κολόγρια άσχημη και μπουχέσα
τι σχέση νάχει Πάνο μου με αυτό το κοριτσάκι
που στα σφυρά χαρίεσσα φορά το βραχιολάκι ;
Αν θέλετε οπωσδήποτε να μάθετε τη σχέση
της νεαράς μεσίτριας αυτής που έχει δέσει
βραχιόλι στο ποδάρι της με ετούτη τη Μαρία
ο κάπτα Φούρκας θα την πεί , δραματική ιστορία
( μόνο μη περιμένετε αμέσως να τη δείτε
ο στιχουργός εμπνέεται , φίλοι Χελιδονίται
το δράμα αυτό αγαπητοί σε τεύχη θα το γράψω
τώρα το ενδιαφέρον σας σκοπεύω να εξάψω )

Και αμέσως μετά η Εισαγωγή :

Εισαγωγή

Την ιστορία θα σας πώ γι αυτή τη τσαπερδώνα
που ο Πάνος την ανάρτησε – γυμνή – στη Χελιδόνα
να μέμφεται τη τύχη της φορώντας το βραχιόλι
αυτό που της απέμεινε όταν λακίσαν όλοι
έρμη και μόνη η καψερή να κάθεται στο μώλο,
οι πεταλίδες να τσιμπούν το στρογγυλό της κ@λο
προνόμιο που επέτρεπε η δόλια ως τα τώρα
να τόχουνε οι αφέντες της που κυβερνούν τη χώρα.

Έλα ω μούσα μου τυφλή , τραγούδα μου τους στίχους
η έμπνευση κουτσάθηκε , χτυπάω εις τους τοίχους
το άδειο το κεφάλι μου , δεν ξέρω τι να κάνω
απ όπου θέλεις άρχισε , εκτίθεμαι στο Πάνο.
Η ιστορία της αυτή με έχει ταλανίσει
γιατί δεν έχω τάλαντο , μ’ αδίκησε η φύση
γι αυτό θεά βοήθεια προσπέφτω να μου δώσεις
άτοκο δάνειο ποίησης σε εβδομήντα δόσεις.

Ψάχνωντας τα κιτάπια μου αρχεία και φακέλλους,
που αποτελούν βοήθημα κάθε επιτίμου μέλους
της Γκεπεού , ανακάλυψα κάποια κοινά στοιχεία
πως το κοράσι είναι καρπός από αισχρή μοιχεία
και κουβαλά στις πλάτες της Λαβδακιδών το άγος
( τυχαία δεν κατέπλευσε ο Εφραίμ στο Πόρτο Λάγος ; )
το δάκρυ πάει κορόμηλο σ’ αυτή την ιστορία
ρόλο ανόσιο έπαιξε η ύπερθεν Μαρία.

Νικολαίδη αγαπητέ όπου σε λεν Βασίλη
η ποίησή σου μ’ άναψε βραδύκαυστο φυτίλι
συχώρα με που θα γενεί μαντάρα το τραγούδι
που έγραψες για τη Μαριώ σαν ήταν κοριτσούδι.
Είναι η μούσα μου πτωχή και πέσαμε σε κρίση:
ποίος εχέφρων άραγε το Φούρκα θα δανείσει
έμπνευση στίχους και ροή , είναι μεγάλο ρίσκο
θε να μου ρίχνουν καρπαζιές όταν θα βγάλω δίσκο

Ραψωδία Α’

Αρχίζει εδώ του έπους μας η πρώτη ραψωδία
ράψε ωδή ώ μούσα μου κι ας είναι παρωδία
για τα βαφτίσια πούγιναν στην Άγια Φιλοθέη
της νεαράς μεσίτριας μολόγα μου τα κλέη.
Εκείνο το απόγευμα πριν δυό δεκαετίες
χρυσή η κολυμπήθρα της όλες οι εξουσίες
επίσκοποι και υπουργοί και αρεοπαγίτες
πρέσβεις και βιομήχανοι , ναύαρχοι , τραπεζίτες

όλοι για να τιμήσουνε της νέας τα βαφτίσα
μα εκείνη μες το δέος της εράντιζε με τσίσα
τη κολυμπήθρα , το παπά κι όλους τους επισήμους
( αναμεσά τους διέκρινα και κάποιους αποδήμους ).
Εκεί κοντά στεκότανε η μάνα με καμάρι
με μαντηλάκι σκούπιζε τα μάτια όλο χάρη
ντυμένη στα ολόλευκα να λάμπει η ομορφιά της
δεν είχε ο χρόνος ουδαμώς χαλάσει τη θωριά της.

Από μικρή συντάραζε τα αρσενικά τα πλήθη
τα πλούσια τα ελέη της σκανδάλιζαν τα ήθη
έκδοτη εις τας ηδονάς ( το έχει γράψει ήδη
ο αρχικός δημιουργός που λεν Νικολα’ί’δη )
ήταν ο βίος της μακρύς , γεμάτος εμπειρίες
όπως αρμόζει στου καλού του κόσμου τις κυρίες
και τώρα που αξιώθηκε να γίνει ναυαρχέσα
να εισχωρήσει στη καλή τη κοινωνία μέσα

πλούτο και δόξα να γευτεί ,  κύρος και εξουσία
και καμαριέρες έντεκα να έχει η κυρία
που ενώ παλιά ζευότανε στο Γράμμο τα κανόνια
τώρα με πόζα και τουπέ να παίζει στα σαλόνια.
Ήρθε η στιγμή το μίασμα για πάντα να ξεπλύνει
της εθνικής παράταξης μέλος και αυτή να γίνει
και ετούτη εδώ η τελετή , βάφτιση θυγατέρας ,
είναι το αποκορύφωμα μιας ένδοξης καρριέρας.

Σε μια γωνιά καθότανε ο εν αποστρατεία
πατήρ και ναύαρχος μαζί σαν νάτανε κηδεία.
Έπαιζε το ματάκι του , στα κάρβουνα ψηνόταν
με ένα σπαστό χαμόγελο αυτός αποκρινόταν
σαν τον επλησιάζανε κοντά οι καλεσμένοι
με χειραψίες και ευχές και δώρα φορτωμένοι,
μέσα του έβριζε φριχτά ,  μα όταν του μιλούσαν
οι καλεσμένοι επίσημοι και όταν τον χαιρετούσαν

εκείνος όσο μπόραγε προσχήματα τηρούσε
και τη ντροπή και το θυμό με τέχνη συγκρατούσε.
Γιατί μια οικογένεια που τέτοια θέση έχει
στη κοινωνία , δεν μπορεί σκάνδαλα για ν’ αντέχει.
Αντίθετα η σύζυγος βρισκόταν στα ουράνια
το άστρο της εθαύμαζαν οι κύριοι και τ’ αλάνια
εδώ και εκεί τιτίβιζε με χάρη και με μπρίο
μες την κατάλευκη βιζόν γιατί έκανε και κρύο.

Κανένας δεν επρόσεξε μέσα στην ευωχία
πως σε γωνιά καθότανε έξω απ την εκκλησία
και μες το κρύο έστεκε το νέο παλληκάρι
( στην όψη λίγο θύμιζε το καπετάνιο Άρη )
τα χέρια του τα ζέσταινε στης χλαίνης του τις τσέπες
το μάτι του εθόλωνε όπως του Βλάντ του Τέπες
το κάτω χείλι του έπαιζε , φαινόταν ταραγμένος
και από το κόσμο των θνητών ήταν παραιτημένος.

Όμως όταν τελείωσε και πάει η χαιρετούρα
( και μερικοί σκουπίζονταν απ της μικράς τα ούρα )
οι καλεσμένοι βγήκανε έξω απ την εκκλησία
κόσμος πολύς , επίσημοι , προσμέναν στη πλατεία
να βγούνε έξω οι γονείς , νονοί και το παιδάκι
σε γούνες μέσα και παλτά ήταν σαν σικ κουλάκοι
και όταν τα φλας ανάψανε από τα σκαλοπάτια
ξεπρόβαλλαν και από το φώς εκλείνανε τα μάτια

στην αγκαλιά με το μωρό το ζεύγος όλο χάρη.
Τότε αυτός που ενέδρευε και έμοιαζε στον Άρη
με μίαν άναρθρη κραυγή έβγαλε το πιστόλι
μέσα στο πλήθος όρμηξε , αυτοί λακίσαν όλοι
αλλ’ ενός πρέσβη ο φρουρός έδειξε ψυχραιμία
χωρίς κανένα δισταγμό και ενοχή καμμία
το νεαρό σημάδεψε και δις πυροβολάει
το παλληκάρι έπεσε και χάθηκε και πάει.

Όλοι ετρέχαν μακρυά στις κούρσες για να φύγουν
– ποιός ξέρει επεισόδια τέτοια πού καταλήγουν –
το ζεύγος τη κοπάνησε μαζί με το μωράκι
(το ναύαρχο τον έτρωγε το μέσα του σαράκι )
κανένας δεν απόμεινε για να αναγνωρίσει
το νέο , που ο βίος του είχε για πάντα σβήσει.
Κατέφθασε η Ασφάλεια να αρχίσει ανακρίσεις
του νέου τη ταυτότητα πώς να τη μολογήσεις.

Αργότερα που σήκωσαν νεκρό το παλληκάρι
το άτυχο που έφερνε του καπετάνου Άρη
αφού από το χέρι του επήραν το  πιστόλι
είδαν πως στ’ άλλο έσφιγγε ένα μικρό βραχιόλι
μικρής αξίας κόσμημα , αγάπης θυμητάρι ;
ή μήπως απ τη μάνα του εκείνος τόχε πάρει ;
Για να λυθεί το αίνιγμα που στήσανε οι μοίρες
θα χρειαστεί υπομονή κι’ εφτά κασόνια μπύρες.

Η πρώτη ραψωδία μου εδώ λαμβάνει τέλος
ολόκληρος βουτήχτηκα στης ποίησης το έλος.
Καφτά τα ερωτήματα που μούθεσε η μούσα
γιατί αλλιώς ο αδαής πώς άραγε μπορούσα
τέτοια πλοκή δραματική ίντριγκα και μυστήριο
να εμπνευστώ καθήμενος στο αποχωρητήριο ;
Χελιδονίτες άξιοι μη μου κρατάτε αμάχη
το έπος μου συνέχεια σύντομα θέλει νάχει.

Ραψωδία Β’

Τώρα τραγούδα μούσα μου τη βού τη ραψωδία
αυτή που εψώνισα φτηνά αντιπροχτές στο Dia
και της κατάρας το αίτιο να μας το εξηγήσεις
ρεζίλι που γενήκαμε , έξις δευτέρα φύσις.
Αφού πολλοί ηράσθησαν τη Μαριγώ τη κόρη
πώς άραγε προέκυψε εκείνο το αποσπόρι ;
Τη μαύρη γέννα του αγοριού ήρθ’ ο καιρός να δούμε
και αμέσως στο προκείμενο έρχομαι και εξηγούμαι:

Άνοιξη πρώιμη ήτανε στα Άγραφα επάνω
» Δεν ημπορώ Αντρέα μου κοντεύω να πεθάνω
πέντε μερόνυχτα ψωμί , ξεκούραση δεν είδα
μέσα στα κακοτράχαλα  , μας ψόφησε κι η γίδα
και όπου νάναι το παιδί έρχεται , θα γεννήσω
τη τελευταία μου πνοή μες τ’ Άγραφα θα αφήσω»
έκλαιγε , φώναζε η Μαριώ στο δύστυχο Αντρέα
( παρά τη κακοπέραση ήτανε πάντα ωραία )

«Αγάντα βρε συντρόφισσα , ο χάρος κι αν μας πάρει
είμαστε μαυροσκούφηδες του καπετάνιου Άρη
η αντίδραση μας κυνηγά , το μαύρο το παλάτι.
Η άθλια καθοδήγηση  μας έδωσε αμανάτι ,
όμως κι αν μας προδώσανε κι αν τώρα υποχωρούμε
μες την Αθήνα κάποτε το λάβαρο θα δούμε»
αμέσως αποκρίθηκε ο καπετάν Αντρέας
μα της εσπάσαν τα νερά της άτυχης της νέας.

Εκεί απάνω στα βουνά όπου κυνηγημένοι
από τα αποσπάσματα κι απ όλους προδομένοι
μέσα σε πόνους και κραυγές και μέσα σε καλύβα
εγέννησε η Μαριγώ , που έμελλε γίνει ντίβα
της κοινωνίας της καλής , λιανό ενα αγοράκι.
Με ξιφολόγχη κόψανε το λώρο στο παιδάκι
και το μικρό κορμάκι του τυλίξανε σε χλαίνη
και η Μαρία ξέπνοη : «Αχ πόσο του πηγαίνει !

Αντρέα μου το παιδάκι μας τι όνομα θα πάρει ; »
» αυτό δεν θέλει ρώτημα : του καπετάνιου Άρη
το ένδοξο το όνομα συντρόφισσα Μαρία
ο γιος μας θα το κουβαλά , θα γράψει ιστορία»
αμέσως αποκρίθηκε πολύ συγκινημένος
με περηφάνεια ο σύντροφος Αντρέας ο καημένος
γιατί δεν έτυχε ποτέ να ξέρει ή να διαβάσει:
το σταυραετό της Ρούμελης τον λέγανε Θανάση.

Γάλα δεν είχε η καψερή και πού να κατεβάσει
για να ταίσει το μωρό γιατί είχε πιά ξεχάσει
ποιά γεύση έχει το τυρί και ποιά η κουραμάνα
δεν θα ευχόμουνα ποτέ τέτοιο κακό για μάνα.
Και το παιδί όλο έκλαιγε κρύωνε και πεινούσε
με χάδια , νανουρίσματα αυτή το ξεγελούσε.
Όταν όμως στα πόδια της εστάθηκε λιγάκι
πάλι η πορεία άρχισε μαζί με το παιδάκι.

Στη πέρα ράχη φτάσανε σαν είχε σκοτεινιάσει
και σε μια στάνη μπήκανε λιγάκι να απαγκιάσει
η ανταρτομάνα , το παιδί και ολόκληρο το τμήμα.
Κάτι αστέρια φάνηκαν στου ουρανού το ντύμα.
Πήγαν ν ανάψουνε φωτιά μα ακούσαν από πέρα
τραγούδια απ τα αποσπάσματα να σκίζουν τον αγέρα ,
το βρέφος όλο έκλαιγε και είχε βαλαντώσει
οι ΜΑΥδες πλησίαζαν , τους είχανε προδώσει.

Και τότε εμφανίστηκε ο κάτοικος της στάνης
ο Κωνσταντής ο Λιάκουρας ένας καλός τσομπάνης
φίλος και έμπιστος πολύ του καπετάνιου Άρη
και γύρω του μαζεύτηκε των ανταρτών το σμάρι.
«Λακίστε ορε ανταρτόπουλα απο τη πέρα ράχη
έρχονται χίλιοι ΜΑΥδες κι είν έτοιμοι για μάχη»
«Πούθε να πάμε Κωνσταντή ; πού έχει μονοπάτι
τη μάχη ν’ αποφύγουμε , τη νύχτα μόνο οι γάτοι
κι οι αλεπούδες βλέπουνε , δεν είμαστε μονάχοι

μία λεχώνα έχουμε  , και τούτο το παιδάκι
που από το κλάμα πλάνταξε , πεινάει το μωράκι.
Δεν έχει γάλα η μάνα του τώρα για να του δώσει
και το παιδί με τις φωνές εμάς θα μας προδώσει»
«Αφήστε μένα το παιδί , εγώ θα το ταίσω
και  σείς φυγέτε προς τα εκεί , θα βρείτε ένα ίσο ,
όταν θα ξημερώσετε κι η μέρα σαν αρχίσει
θα φτάσετε στο διάσελο και του Παπά τη βρύση…

..μετά μέσα στα έλατα , προς τη κορφή απάνω
με το μωρό τ’ απόγιομα εγώ θα σας προκάνω»
Ο καπτα Αντρέας γύρισε προς τη Μαριώ της λέει:
» Καλά τα λέει ο Κωνσταντής , δε σταματά να κλαίει
το βρέφος μας συντρόφισσα , ας το να το ταίσει
ο μόνος τρόπος είν αυτός για το παιδί να ζήσει
και εμείς για να γλυτώσουμε από κακό χουνέρι.
Ο Κωνσταντής τ’ απόγιομα σ’ εσε θε να το φέρει»

Εκείνη δεν πειθότανε και στην αρχή τσινούσε
και το μωρό αγκάλιαζε , με δύναμη κρατούσε,
αλλά στο τέλος δέχτηκε με δάκρυα στα μάτια
( και των δυονώνε η καρδιά είχε γενεί κομμάτια )
αφήνοντας το Κωνσταντή το βρέφος για να πάρει.
Εκείνος το ετύλιξε σε ένα ζεστό τομάρι.
» Αντέστε τώρα γρήγορα , εγώ θα το φροντίσω
θα σας προλάβουν οι οχτροί , από τη στάνη πίσω

το μονοπάτι αρχινά και μη καθυστερείτε
το δρόμο για το διάσελο ως το πρωί να βρείτε»
Η μάνα , που την έσερναν δυό ντούρα παλληκάρια
προς το τσοπάνη φώναξε μές απο τα πουρνάρια
«Να το προσέχεις Κωνσταντή , να το φωνάζεις Άρη
του καπετάνιου τ’ όνομα ήταν γραφτό να πάρει»
γιατί η δόλια μέσα της ένοιωθε πως το χάνει
και δεν θα το ξανάβλεπε , η μοίρα τέτοια κάνει.

Σαν φτάσανε στο διάσελο η μέρα πιά αρχινούσε
και της Μαρίας το κορμί και η ψυχή πονούσε ,
αλλά στη βρύση του Παπά ενέδρα ήταν στημένη
οι Μαυδες περίμεναν , ήσανε κυκλωμένοι.
Μάχη σκληρή ξεκίνησε και μέσα στην αντάρα
το τμήμα τους διαλύθηκε, της ήρθε μια κομάρα
και τότε λιγοθύμισε , την έκοψε στη πλάτη
ο Αντρέας και ροβόλησε σαν λυσσασμένο άτι

ανάμεσα από τα έλατα και των οχτρών τις θέσεις
( έτσι ήταν τότε ηρωϊκές των σύντροφων οι σχέσεις )
και έτσι μαζί γλυτώσανε προς τη πλαγιά λακίσαν
το μόνο που κατάφεραν : ότι αντάμα ήσαν.
Όλη τη μέρα κάθουνταν μες τη πλαγιά κρυμμένοι ,
εκείνη δε κουράστηκε όλο να περιμένει
το Κωνσταντή που έπρεπε το βρέφος να της φέρει
όλη τη νύχτα έμεινε η δόλια στο καρτέρι.

Μα κείνος δεν εφάνηκε γιατί παντού γυρνούσαν
οι Μαυδες τη περιοχή συνέχεια ερευνούσαν
και η Μαριώ δεν άντεξε και του Αντρέα λέει:
» στη στάνη να γυρίσουμε , τι το μωρό θα κλαίει
μαζί για να το πάρουμε  να φύγουμε στη πόλη
δεν είδες πως οι σύντροφοι έχουνε φύγει όλοι ; »
Μα ήτανε αδύνατο στη στάνη να γυρίσουν
οι Μαυδες περίμεναν για να τους καθαρίσουν.

«Δεν γίνεται συντρόφισσα τώρα να κινηθούμε
και το μωρό να πάρουμε γιατί θα σκοτωθούμε ,
ούτε μπορεί ο Κωνσταντής φαίνεται να σιμώσει
ας το αφήσουμε σ’ αυτόν , το βρέφος να γλυτώσει
και αργότερα που θα φανεί ο Ζούκωφ και η Ρωσία
και στην Αθήνα θάχουμε δικιά μας εξουσία
το Κωνσταντή το βρίσκουμε και το παιδί αντάμα .
Η νίκη μας είναι κοντά , θε να γενεί το θάμα»

Η Μαριγώ μυξόκλαιγε , ησύχασε λιγάκι
στα χέρια όλο έπαιζε με ένα βραχιολάκι
από πετρούλες φυσικές γαλάζιες είχε γίνει,
μόνο αυτό μες τη ζωή της είχε απομείνει.
Δώρο της ήταν ταπεινό , οπου της τόχε φτιάξει
ο σύντροφος της ο καλός όταν της είχε τάξει
ότι σαν έρθει ο Μόσκοβος γενεί δημοκρατία
αμέσως θα τη παντρευτεί , μα όχι σε εκκλησία.

Σκληρή η μοίρα του αγοριού που αφήσαν στο τσομπάνη
και της Μαριώς που αργότερα τη βάλαν στο γκισντάνι
και του Αντρέα πιό σκληρή γιατί τον καθαρίσαν
ως τροτσκιστή οι σύντροφοι , τώρα ποιούν την νήσσαν.
Έτσι ήταν τότε γίνονταν …σπανίως κάποια λάθη.
Η Μαριγώ προσπάθησε τη τύχη για να μάθει
του Κωνσταντή και του παιδιού  ,που νόμιζε χαμένο
μα θαύματα δεν γίνονται και τόχε ξεγραμμένο.

Και το παιδάκι έζησε , το ανάθρεφε η φροντίδα
του Κωνσταντή  που τούβραζε το γάλα από τη γίδα
ο πόλεμος τελείωσε , πάει και το Μάλι Μάδι ,
ο Κωνσταντής με το παιδί επήραν το κοπάδι
και φύγαν απο τ’ Άγραφα να πάνε σ’ άλλα μέρη,
πώς η καημένη η Μαριγώ μπορούσε να το ξέρει ;
μα κι ο τσομπάνης νόμιζε ότι το νιό ζευγάρι
εκεί στη βρύση του Παπά , ο χάρος είχε πάρει.

Αργότερα ο Κωνσταντής κατέβηκε στη πόλη
( αφήνωντας την ύπαιθρο εκεί πηγαίναν όλοι )
αντάμα με τον ορφανό πήγαν Θεσσαλονίκη
σε μια παράγκα έμεναν και πλήρωναν το νοίκι.
Και ο τσομπάνης δούλευε σε φάμπρικα για χρόνια
και νοσταλγούσε το καιρό που μίλαγε μ’ αηδόνια ,
μα πιό πολύ εφρόντιζε για εκείνο το παιδάκι
σχολειό το πήγε , έδεσε , σωστό παλληκαράκι

και το μυαλό του δούλευε στα γράμματα τσακμάκι
στη Νομική εσπούδασε , άφησε και μουσάκι.
«Πατέρα» τον εφώναζε το γέρο με λατρεία
και ήταν χρόνια δύσκολα , χούντα , τρομοκρατία….
Μούσα πολλά μου ιστόρησες γι αυτή τη μαύρη γέννα ,
μες το θηκάρι ειναι καιρός να βάλω πια τη πέννα
τη τραγική κατάληξη σε αυτή την ιστορία
θε να τη πούμε αργότερα σε άλλη ραψωδία.

Ραψωδία Γ’

Μούσα ιερή είναι καιρός πάλι να μου μιλήσεις
και στη ψυχή μου τη βαθειά εσύ να τραγουδήσεις.
Τη γου τη ραψωδία μου πρέπει για ν΄αρχινίσω
δε μούμεινε του γέροντα πολύς καιρός να ζήσω.
Τώρα καλοί μου άρχοντες ήρθε η ώρα η μαύρη
της ύβρης και του ξεπεσμού , θε να μας κλαίν οι γάβροι ,
ένα υβρίδιο μεταξύ έπους και τραγωδίας
γιατί ήταν θέλημα θεού , το πρόσταξε ο Δίας.

Ήρθε η μεταπολίτευση , ξανά δημοκρατία ,
μα στις γυναίκες δε μετρά ποτέ η ηλικία
και τη Μαριώ δεν άγγιξαν τα άτιμα τα χρόνια :
σοβάντισμα , γυμναστική τη διατηρούν αιώνια.
Την ομορφιά της φρόντιζαν σαράντα ινστιτούτα ,
κομμώσεις και φορέματα , καλλυντικά μιά κούτα
( έτσι τη φτιασιδώσανε τη νέα πολιτεία
τη πήραμε για ντεμπυτάντ τη γηραιά κυρία ).

Εκείνο το απόγευμα η Μαριγώ όπως πάντα
αφήνοντας ξοπίσω της άρωμα από λεβάντα
στα μαγαζιά βολτάριζε , Ερμού και Κολωνάκι
και στις βιτρίνες ψάχνωντας κανένα συνολάκι.
Στο πέρασμα της αντρικά βλέμματα τη ποθούσαν ,
πειράγματα της πέταγαν , καρδιές αναρριγούσαν ,
αλλά εκείνη ακάθεκτη όλα τα προσπέρνούσε
όμως δεν τους απόπαιρνε , αχνά χαμογελούσε.

Έδειχνε ανωτερότητα ως σύζυγος ναυάρχου
που ήταν και εφοπλιστής , εφάμιλλος του Νιάρχου ,
ανήκε πλέον η Μαριώ σ’ αυτή τη κοινωνία
που ονομάζουμε «καλή» , αλλά που στην ουσία
δεν νοιάζεται για τίποτα εξόν από τα λούσα
και στο Ηρώδειο θαρρεί πως κατοικεί η μούσα.
Μα σαν τους έρθει η όρεξη και ο νταλκάς τους πιάνει
πιάτα πετούν στο Χάραμα ακούγωντας Τσιτσάνη.

Καθώς με χάρη ανέβαινε απ την οδό Σταδίου
απ τη Κλαυθμώνος , Κοραή και Πανεπιστημίου
άκουσε ποδοβολητό , συνθήματα ,  σειρήνες
εκρήξεις , πυροβολισμούς ( σαν τις στιγμές εκείνες
που στ’ Άγραφα πολέμαγε μαζί με τον Αντρέα
για μια Ελλάδα λεύτερη , για μια Ελλάδα νέα ).
Αμέσως το κατάλαβε και έστριψε να φύγει
γιατί η βία γενικώς της προκαλούσε ρίγη:

«Αχ πάλι οι αναρχικοί κάνουνε διαδηλώσεις
τώρα που έχουμε γιορτές και θάρθουν κι οι εκπτώσεις»
σκέφτηκε και συνέχισε : » Παλιόπαιδα .. αλήτες
στα δακρυγόνα ας πνιγούν και να ματώσουν μύτες»
Αλλά εκείνη τη στιγμή που στην αναμπουμπούλα,
με το μαντήλι σκέπαζε τη τρυφερή μυτούλα ,
τρέχοντας πέφτει πάνω της μια βιαστική φιγούρα
και οι δύο επέσαν καταγής , την έπιασε θολούρα.

Σε λίγο , σαν ανένηψε απ τον αιφνίδιο τράκο
σηκώθηκε και σιάχτηκε , τηράει το φουκαράκο
αυτός κοιτόταν εκεί δα στα αίματα πνιγμένος
ένα νεούδι ήτανε , λιανός , φτηνά ντυμένος
το χέρι λίγο σάλευε , βοήθεια ζητούσε
με τα γαλάζια μάτια του τη Μαριγώ κυττούσε
και εκείνη τότε ένοιωσε σα κάτι να τη πνίγει
παρά να τρέξει να σωθεί , δε μπόραγε να φύγει:

( το μητρικό το ένστικτο , η γυναικεία φύση ; )
δεν το μπορούσε η Μαριώ το νεαρό ν’ αφήσει.
Αμέσως γέρνει πάνω του και με το μαντηλάκι
του σκούπιζε τα αίματα στα μάτια , στο μουσάκι.
Κάτι ξυπνούσε μέσα της γιατί το παλληκάρι
θύμιζε λίγο τη θωριά του καπετάνιου Άρη ,
όπου κι αυτήν ενέπνευσε στο λαικό αγώνα.
Τότε με οβίδες παίζανε , τώρα με δακρυγόνα.

Μ’ άγριες φωνές τους πρόλαβαν πεντέξι κρανοφόροι
όμως εκείνη αγκάλιασε με πάθος το αγόρι :
«Αφήστε τον» τους φώναξε «είναι τραυματισμένος
δεν βλέπετε βρε τέρατα πώς είναι ματωμένος ;»
και όταν αυτοί προσπάθησαν να τονε πάρουν μέσα
η Μαριγώ τους πρόγκηξε , τίγρη η ναυαρχέσα :
«Κάτω μωρέ τα χέρια σας να μη σας τα κοντύνω
και τα στοιχεία σας ευθύς στον υπουργό τα δίνω

μετάθεση για το Σουφλί , απόσπαση Τσοτύλι ,
ο υπουργός κι ο άντρας μου από παιδάκια φίλοι»
Οι ΜΑΤατζήδες κόλωσαν και φύγαν παραπέρα
( είχαν πολλούς να δείρουνε προτού τελειώσει η μέρα )
και η Μαρία γύρισε το νέο να φροντίσει
τα αίματα και τις πληγές ταχιά να καθαρίσει
«Άρη με λένε» ψέλλισε κρατώντας της το χέρι
«Ησύχασε αγόρι μου , εμένα λένε Μαίρη»

Σαν μπόρεσε να σηκωθεί το νέο παλληκάρι
και να σταθεί στα πόδια του , ανασαμιά να πάρει
τη «Μαίρη» που τον έσωσε βαθειά ευχαριστούσε
και στα αβρά χεράκια της τα αίματα φιλούσε.
«Πρόσεχε τώρα αγόρι μου και σπίτι να γυρίσεις
σε διαδηλώσεις σαν αυτές να μη ξαναπατήσεις,
δουλειά να βρείς , να εργαστείς να μπείς στη κοινωνία…»
«Δεν είμαι άνεργος μαντάμ , εις τη δικηγορία

ασκούμενος , εργάζομαι κι από μικρό παιδάκι
θέλω να γίνω δικαστής και στης ζωής τα ράκη
εγώ να είμαι σπλαχνικός και των φτωχών προστάτης»
και η Μαριώ αμήχανη έστρωνε τα μαλλιά της.
Όμως ξανά ακούστηκαν κραυγές και φασαρίες ,
οι κρανοφόροι γύρναγαν να δείρουν ταραξίες
κι όπως αιφνίδια βρέθηκαν ο Άρης και η «Μαίρη»
απότομα χωρίστηκαν όταν σαν το μαχαίρι

μία ομάδα νεαρών που ‘τρεχε να γλυτώσει
και τα κεφάλια από τα κλόμπ δρομαίως να διασώσει
τον Άρη πέταξε από δώ , τη «Μαίρη» από την άλλη
και δεν κατέστη δυνατό να ξανασμίξουν πάλι.
Χαθήκαν μέσα στο μπουχό , το πανικό , το πλήθος
( μα δεν τελείωσε εδώ της μούσας μου ο μύθος ).
Εκείνη τ’ αποφάσισε , ήταν σε μαύρο χάλι
τα ψώνια αναβάλλονταν , μετά από τέτοια πάλη

επιστροφή στο σπίτι της , εκεί στην ησυχία
του Ψυχικού και της ψυχής να βρεί την ηρεμία.
Ήταν η τύχη αγαθή και δυό στενά πιό κάτω
βρήκε  ταξί κι ας ήτανε δυό άτομα γεμάτο.
«Για Ψυχικό» του φώναξε «Έλα κυρά μου έμπα»
της φάνηκε στριμόκωλο ανάμεσα στη πλέμπα
μα τι να κάνει , χώθηκε έπρεπε να το αντέξει ,
δεν έζησε όλη τη ζωή μη στάξει και μη βρέξει.

Στη διαδρομή σκεφτότανε το νέο δικηγόρο
που η τύχη της τον έφερε σαν επουράνιο δώρο ,
μα και την ατυχία της που χάθηκαν αιφνίδια
και τώρα πάλι επιστροφή στα ίδια και τα ίδια.
Τώρα το ένοιωθε βαθειά πώς όλος της ο βίος
ήτανε μάλλον βαρετός , επιεικώς γελοίος :
αισθητική και ναύαρχος , Ηρώδειο και σαλόνια
και δεξιώσεις , γεύματα , μαίτρ ντε κουτύρ και ψώνια

και σουαρέ ποιητικές , σγούψες και ρεβεράντζες ,
δίαιτες και γυμναστική μέχρι να κάψεις φλάντζες.
Καθώς στο σπίτι έφτανε η μούσα μου τελειώνει
γιατί έμεινε από καύσιμα το τραγικό αηδόνι
και η τρίτη ραψωδία μου εδώ λαμβάνει τέλος ,
καθώς ανόσιου έρωτα τοξεύτηκε το βέλος,
Θα ιστορήσω αργότερα σε ποιό ξεφτίλα χάλι
εβρήκε η ναυαρχέσα μας το κύριο αμιράλη.

Ραψωδία Δ’

Αφού αισίως τέλεψε η τρίτη ραψωδία
όταν στο σπίτι γύρναγε η ευειδής Μαρία ,
έλα τραγούδα μούσα μου το τέταρτο το μέρος
να δούμε πόσα πρόσωπα έχει ο βαλκάνιος έρως
και πόσες ερωτογενείς διαθέτει απολήξεις
του νευρικού συστήματος και πόσες περιπτύξεις,
γιατί απόψε αγαπητοί η δόλια μου η μούσα
ντρεπόταν όλα να τα πεί , κι ας τη παρακαλούσα.

Στο Ψυχικό σαν φτάσανε κόντευε να βραδυάσει,
χειμώνας , και του φεγγαριού το πρόσωπο στη χάση,
το ταξιτζή επλήρωσε , άφησε και ρεγάλο
μα μέσα τη περίμενε το κάζο το μεγάλο:
το κήπο διασχίζωντας έβγαλε τα κλειδιά της
( αφού η υπηρέτρια είχε την άδειά της )
τη πόρτα όταν άνοιξε και μπήκε στο σαλόνι
αντίκρυσε το ναύαρχο με εκείνο το κοθώνι,

τον πρώην του υπασπιστή ,μισόγυμνους στο ημίφως
και ο σύζυγος ατάραχος της λέει μ ένα ύφος :
«Δεν σε περίμενα εδώ νωρίτερα απ τις δέκα»
και το μουστάκι έστριβε , σα νάβαζε μαντέκα.
Ο φουκαράς ο υπασπιστής σιαχνόταν ταραγμένος
στο ναύαρχο ψυθίριζε: » Σας τάλεγα ο καημένος»
και ο σύζυγος συνέχισε: » Αγάπη μου συγγνώμη..
( στη κοινωνία τη καλή ισχύουν άλλοι νόμοι

μήπως και αυτή δεν τόμαθε με τόση εμπειρία
ότι το σπόρ του ναυτικού είν η καβαλλαρία ; )
… ξέρεις το Παύλο από δώ , κι εμένα τόσα χρόνια
μας δένει αίσθημα ισχυρό , του κόσμου η καταφρόνια
δεν μας αγγίζει ουδαμώς , κι αν η δική μας σχέση
απ το Παπάγο ίσαμε δώ ακόμα έχει διαρκέσει ,
αυτό οφείλεται εν πολλοίς σε τούτον δω το νέο
που ξέρει να χειρίζεται το κινητό μου ουραίο»

Η Μαριγώ τον άφησε έκπληκτη να τελειώσει
και το λογύδριο πούβγαλε εκείνος να αποσώσει
και τότε μόνο ο ναύαρχος μπόρεσε να διακρίνει
τα αίματα στο φόρεμα και των μαλλιών τη δίνη.
Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι ξεμαλλιασμένη
και τόσο ατημέλητη κι ακόμα λεκιασμένη :
«Τι έπαθες αγάπη μου ; στα ρούχα σου απάνω
αίματα έχεις και βρωμιές , νομίζω θ’ αποθάνω

η αναγούλα μ’ έπιασε , λιγοθυμιά με βρήκε..»
( Ενός ναυάρχου άκαπνου αναίμακτοι αι νίκαι :
στο μπρίτζ , στο γκόλφ ή στο κουμκάν, όχι σε ναυμαχίες)
ο Παύλος αποσύρθηκε , μείναν οι δυό «κυρίες».
Μα η Μαρία άφωνη το ναύαρχο κοιτούσε
και μια σιωπή δαμόκλεια στο χώρο επικρατούσε ,
γιατί εκείνη έκπληκτη ακόμα δεν δυνόταν
να ξεστομίσει τίποτε απ όλα που σκεφτόταν.

Τέλος τη πλάτη γύρισε και ανέβηκε τη σκάλα
για τη κρεβατοκάμαρη και απόμεινε στη σάλα
μονάχος του ο ναύαρχος , άναψε ένα πουράκι
σ’ ένα ποτήρι σέρβιρε και λίγο ουισκάκι
τη τύχη του σκυλόβριζε , τον είχανε τσακώσει
κι η υπηρέτρια έλειπε πάγο για να του δώσει.
Ενώ σκηνές περίμενε και κρίσεις υστερίας
( που πιάνουν στη περίσταση όλας τας σικ κυρίας )

εκείνη τον παράτησε σύξυλο στο σαλόνι.
«.. Ποιός ξέρει τι εκβιασμό άραγε μου σκαρώνει ; »
σκέφτηκε , μα αργότερα σαν είχε κατεβάσει
το τρίτο σκάτς ηρέμησε , κάθησε να διαβάσει
κάτι χαρτιά σημαντικά για μια συμφωνία
συμβόλαια , καταστατικά , μια νέα εταιρεία
στη Λιβερία ετοίμαζαν το τελευταίο μήνα
μ΄ένα δεξαμενόπλοιο , την είχαν δέσει φίνα

τη μπίζνα με τον υπουργό , νάναι καλά το κόμμα…
» Αν και δεν βλέπω να κρατούν πολύ καιρό ακόμα »
μουρμούρισε , μα ξαφνικά ακούστηκε απ τη σκάλα
να κατεβαίνει η σύζυγος , δεν έρχονταν τρεχάλα
αργά – αργά κατέβαινε , τη ρόμπα της φορούσε
και κάτω απ τα πασούμια της η σκάλα αναρριγούσε.
Εκείνη τότε στάθηκε και ακούμπησε με χάρη
στη κουπαστή των θέλγητρων των θηλυκών τα βάρη.

Ο ναύαρχος θαμπώθηκε , τι μαγική εικόνα !
αυτή με φλέγμα πρεσβευτή από την Αλβιώνα
του είπε » Ντάρλινγκ νύχτωσε , έξω θα πιάσει μπόρα
να σου ζεστάνω το νερό , να βάλω θερμοφόρα ;
… ξέρεις στα ψώνια σήμερα έπεσα σε πορεία ,
εκείνοι οι αναρχικοί ζητούν ελευθερία
και διασαλεύουν συνεχώς την έννομο τη τάξη..
αν ήταν η Επανάσταση σκληρά να τους πατάξει

δεν θάχαμε επεισόδια τούτες τις άγιες μέρες
τα μαγαζιά θα δούλευαν , θα ψώνιζα ζαρτιέρες.»
Ο ναύαρχος καθότανε , δεν μίλαγε καθόλου
και απορούσε ο φτωχός γιατί κατά διαβόλου
εκείνη δεν τον έστελνε και όλο γλυκα μιλούσε ,
ποιά ίντριγκα ετοίμαζε και τον αποκοιμούσε;
» Αλλά για πες μου αγάπη μου τι τάχα σου συνέβη
στου λαουτζίκου έπεσες το φθόνο και τη χλεύη;»

» Μα μον σερί μην απορείς ανάμεσα στο πλήθος
έτρεξα η δόλια να σωθώ , της τάξης μου το ήθος
δεν μου επιτρέπει να μπλεχτώ σε τέτοιες καταστάσεις
ενός ναυάρχου η σύζυγος , αυτό μη το ξεχάσεις ,
όμως μέσα στη σύγχυση και μέσα στην αντάρα
εγλύστρησα και έπεσα , επήρα μια τρομάρα ,
πάνω σε κάτι αίματα πεσμένου ταραξία..
τι άλλο να σου διηγηθώ καμμιά δεν έχει αξία.

Το μόνο πως λεκιάστηκε του Ντιόρ το ταγιεράκι
και το τακούνι μούφυγε απ το δεξί γοβάκι
αλλ’ ευτυχώς ήταν εκεί τα όργανα της τάξης
ιπποτικά μου φέρθηκαν , το Παύλο να διατάξεις
επιστολή στον υπουργό να γράψει και να στείλει
αύριο κιόλας και σχεδόν πριν ήλιος ανατείλλει ,
όπου την ευαρέσκεια και τις ευχαριστίες
της οικογένειας να του λες , αυτές οι φασαρίες

με έκαναν και άργησα απόψε, μα νυστάζω
στη κάμαρη μου θ’ ανεβώ, άλλο μη σε κουράζω»
Ο ναύαρχος κατάλαβε πως σκόπιμο δεν θά’ναι
να αντιδράσει επειδή κόντρα ποτέ δεν πάνε
σε μια κυρία της καλής και φίνας κοινωνίας ,
όταν αυτή έχει θιγεί λόγω ατασθαλίας
συζυγικής και μ’ όλα αυτά κρατά αξιοπρέπεια ,
όπως δεν τρώς και το φαγκρί αντάμα με τα λέπια.

Έτσι γλυκά απάντησε στη «Μαίρη» ο αμιράλης :
«Ύπνο καλό αγάπη μου , ποτέ μην αμφιβάλλεις
πως πάντα εγώ θα σ’ αγαπώ και σκλάβος σου θα μείνω
και ό,τι ζητήσεις απο με , εγώ θε να στο δίνω»
Η «Μαίρη» αποσύρθηκε στη κάμαρη της πάνω
και η θεά με διάταξε τέλος εδώ να βάνω
στη ραψωδία τη τέταρτη , όμως το έπος τούτο
τ’ αφιερώνω ο γέροντας στο φλογερό φλαούτο.

Ραψωδία Ε’

Απόψε  που ολομόναχος στο  ίδρυμα γυρνούσα ,
ψάχνωντας να βρω άνθρωπο , απάντησα τη μούσα.
Οι ενοχές με τρώγανε και ξύνοντας τη κούτρα
δεν ήξερα τι να της πώ , γιατί δεν είχα μούτρα
τα μάτια της τα γαλανά εγώ για ν ‘ αντικρύσω,
που τόσες μέρες άπραγος , πρέπει ν’ αποφασίσω
ν’ αδράξω πάλι το ραβδί και τη κλωστή να πιάσω:
Μούσα οδήγα το παππού που απόμεινε στον άσσο.

Έντεκα μήνες πέρασαν και φύγανε αράδα
και τώρα η δόλια Μαριγώ μουγκρίζει σαν γελάδα
στην αίθουσα των τοκετών επικρατεί αντάρα
( πάλι στου έπους τη πλοκή τα έκανα μαντάρα ).
Οι μαίες τη φροντίζανε , ο μαιευτήρ σκυμμένος
ανάμεσα στα σκέλια της πάλευε ξαναμμένος.
Απ’ έξω στην αναμονή περίμενε η φαμίλια
κι ο ναύαρχος εδάγκωνε με προσμονή τα χείλια

και το ρολόι κοίταζε , τη πίπα του χτυπούσε
την άναβε την έσβηνε , συχνά παραμιλούσε
όλοι προσμέναν τη στιγμή , μεγάλη αγωνία
όπου θα βγεί ο διάδοχος . Σ’ αυτή τη κοινωνία
ήτανε ανεπίτρεπτο , άγραφος ήταν νόμος
να μην υπάρχει διαδοχή και άρρην κληρονόμος,
τό θεωρούσαν σίγουρο , σα να χαν βάλει μέσον ,
νέος αφέντης πως θα βγεί πλοίων και νιτερέσων.

Η «Μαίρη» τους θα έφερνε στο κόσμο κανακάρη
του ναύαρχου το διάδοχο , το αίμα του Κανάρη
θα έτρεχε στις φλέβες του, τη δόξα του Μιαούλη
θα κατακτούσε το παιδί , θα το φωνάζαν Μπούλη.
Στο Ήτον θα τον έστελναν εκεί για να σπουδάσει
( με εξετάσεις και στρατό τα χρόνια του μη χάσει)
γιατί δεν το συζήταγαν εις το ΠΝ καρριέρα.
Μετά το Δημοψήφισμα είχε παρέλθει η μέρα

όπου οι ναυάρχοι πούβγαιναν εις την αποστρατεία
εμπαίναν αυτοδίκαια στην αριστοκρατία,
στου Βασιλέως την αυλή και τα χοντρά τα πόστα ,
σε μπώλ χρυσά να τρώγουνε πουτίγκα και κομπόστα.
Όσο η φαμίλια οργίαζε κι ο ναύαρχος καθόταν
σε αναμένα κάρβουνα και γιό ονειρευόταν
και όλοι μαζί προσμένανε της γέννας το χαμπέρι,
στων τοκετών το θάλαμο η φουκαριάρα «Μαίρη»

κάτω από φώτα αδιάκριτα και βάρβαρα μαχαίρια
έδινε μάχη με κραυγές και έσφιγγε τα χέρια.
Γιατί στην ηλικία της , αν και καλά κρατούσε ,
τόξερε πώς με βάσανα και πόνο θα γεννούσε.
Μες το μυαλό της γύρναγε η  γέννα της η πρώτη
στ Άγραφα , στην αντίσταση , στη τρυφερή της νιότη
και στο χεράκι έσφιγγε ένα μικρό βραχιόλι
(εκείνο που φαντάζομαι πως το θυμούνται όλοι)

σαν φυλαχτό , ψιθίριζε το όνομα του Αντρέα…
( είμασταν πιά στην Αλλαγή και μια Ελλάδα νέα
γι αυτό οι μαίες κι ο γιατρός αργότερα απορούσαν:
μια κυρία σαν κι αυτή που νόμιζαν θεούσαν
της εθνικής παράταξης , της αριστοκρατίας
το Βελζεβούλη να καλεί της αναρχοκρατίας; )
μα όταν δήλωσε ο γιατρός ‘Πάμε για χειρουργείο»
με μια κραυγή που ξάφνιασε όλο το συνεργείο

η Μαριγώ με μια πνοή γεννάει το παιδάκι,
οι μαίες το αρπάξανε » Αχ είναι κοριτσάκι..»
και εκείνη μες τα αίματα και μέσα στον ιδρώτα
ακούει το κλάμα του μωρού , τη τύφλωναν τα φώτα
μα με τα μάτια έψαχνε τις μαίες , το ζητούσε
στην αγκαλιά της ήθελε αυτή να το κρατούσε.
Αφού το πλύνανε καλά κι ακόμα το ζυγίσαν
για λίγο στην αγκάλη της το κοριτσάκι αφήσαν.

Η δόλια από τη κούραση νόμισε πως θα σβήσει
μα στο μωράκι πρόλαβε λιγάκι να μιλήσει:
«Στη μοναξιά μου ανάτειλε της ομορφιάς το φώς σου
και το βραχιόλι τούτο εδώ για πάντα είναι δικό σου..»
κι υστερ’ αποκοιμήθηκε στης ζάλης της τη χάση
καθώς μια μαία έφευγε τα νέα να προφτάσει
στην άγια οικογένεια , να πάρει το μπαχτσίσι
ότι η νύφη υγιές παιδί εχει γεννήσει.

» Τα συχαρίκια ναύαρχε , καλότυχη η κόρη
και την επόμενη φορά θα έρθει και τ’ αγόρι»
Ο ναύαρχος δαγκώθηκε τους συγγενείς κοιτούσε
μα τι να κάνει , ύστερα χαζά χαμογελούσε.
Τα συχαρίκια δέχοταν αλλά από μέσα βράζει
ενός διαδόχου σερνικού τον τρώει το μαράζι.
Των φίλων τη προσποίηση και την υποκρισία
τη χώνευε με το στανιό κι ας είχε απορία :

αφού όλοι προβλέπανε ότι θα βγεί αγόρι
και βρέθηκε άξαφνα μπαμπάς , αλλά να έχει κόρη.
Βέβαια εκείνο το καιρό όπου σας περιγράφω ,
δεν διέθετε η χώρα μας τον υπερηχογράφο
ώστε να βρίσκουν του παιδιού αλάνθαστα το φύλο ,
μα από τότε κύλησε πολύ νερό στο μύλο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό όπου τον βασανίζει
το ναύαρχο ένα δίλημμα άλλο τον ταλανίζει:

Όταν εκείνη τη βραδιά στο Ψυχικό η «Μαίρη»
στα πράσα τον ετσάκωσε , του τόκοψε μαχαίρι
και επομένως έγκυος πώς μπόρεσε να μείνει
που έκτοτε δεν βρέθηκαν στου έρωτα τη κλίνη ;
«Το δόγμα της συλλήψεως με τον αγνό το κρίνο
ας το πιστεύει ο λαός , στη πλέμπα το αφήνω»
σκέφτηκε και ψαχνότανε απάνω στο κεφάλι
τα κέρατα η άτιμη με κάποιον τούχε βάλει.

Σαν εμφανίστηκε ο γιατρός να τον διαβεβαιώσει
πως όλα πήγανε καλά ( και πόσα θα πληρώσει )
ο ναύαρχος τον ρώτησε πότε θα δεί τη Μαίρη
( να της τα ψάλλει ήθελε για το χοντρό χουνέρι)
και το παιδί , μα ο γιατρός τούπε να περιμένει
«Η σύζυγος σας δεν μπορεί γιατί είν’ εξαντλημένη
μα το παιδί σας άφοβα μπορείτε να το δείτε
και είναι υγιέστατο … γιατί καθυστερείτε; »

Της ιστορίας η μαμμή θα είναι πάντα η βία
και της Αλέξαινας επτά θα είναι τα κομβία
τα πέντε που μου έρραψε με τη κλωστή η μούσα
( στο Ίδρυμα η λογική θα είναι πάντα απούσα ).
Την έκτη , που ‘ναι η  έσχατη , χρωστάω ραψωδία
μαζί και τον επίλογο , να δέσει η παρωδία.
Τώρα τη μούσα χαιρετώ και το τασάκι αδειάζω
που γέμισ’ αποτσίγαρα, τους στίχους μου διαβάζω….

Ραψωδία ΣΤ’

Στις εποχές τις δύσκολες ερχόμενης της κρίσης
είναι κομμάτι δύσκολο τη μούσα να απαντήσεις
τρέχει και αυτή στον ΟΑΕΔ , ταμείο ανεργίας
στις τράπεζες , την τυρρανά ο μαύρος Τειρεσίας
που ήταν μάντης τρομερός και τα πουλιά κοιτούσε
τα έντερα μελέταγε , τις νεφραμιές μετρούσε.
Όμως απόψε βγαίνωντας να πάω για τσιγάρα
( γιατί ως γνωστόν οι «ποιηταί» είναι γερά φουγάρα )

σε μια γωνιά τρακάρησα τη μούσα να γυρίζει
μέσα στις ρούγες μοναχή κι αυτή να τουρτουρίζει.
Το αυστηρό το βλέμμα της και το τρελλό της μάτι
με έστειλαν αδιάβαστο και αντί για το κρεββάτι ,
όπου εγέμισε καρφιά να μαι σαν το φακίρη ,
επήρα τη γραφίδα μου να κάνω χαρακίρι :
την έμπνευση που μούδωσε σε στίχους να δομήσω
την έκτη ραψωδία μου τώρα να ξεκινήσω.

Γιατί πολλά ερωτήματα δεν έχω απαντήσει:
πόθεν προέκυψε η μικρά και από ποιό γαμήσι
αμαρτωλό , παράνομο και ποίος ο πατέρας
αφού η μήτηρ πάντοτε γνωστή της θυγατέρας.
Βοήθα τώρα μούσα μου το δύστυχο Παπούλη
που απόμεινε μονάχος του , στο Γράμμο καραούλι ,
την ιστορία για να πεί , τη φοβερή μοιχεία
και πώς η ύβρις δένεται μέσα στη τραγωδία.

Αφού η Μάρω τσάκωσε το ναύαρχο καβάλα
με κείνο τον υπασπιστή στου Ψυχικού τη σάλα
έβαλε σχέδιο στο μυαλό , διαζύγιο δε ζητούσε
αφού το ναύαρχο γερά στο χέρι της κρατούσε.
Όλα θα του τα μάσαγε , όλη τη περιουσία
ακίνητα , ομόλογα , λίρες και εξουσία
μεγάλη θα χε πάνω του , από τη κλίνη όμως
απόβλητος θα ήτανε , ισχύει νέος νόμος.

Ο ναύαρχος της έκανε όλα της τα χατήρια ,
υπάκουος  υπέφερε τα βίτσια της τα μύρια.
Αλλωστε και του κρεββατιού το επελθόν το σχίσμα
καθόλου δεν τον ένοιαζε , υπήρχε γαρ το κλύσμα
κάπως για να βολεύεται όταν «ανησυχούσε» ,
γιατί το Παύλο εφεξής μονάχα συναντούσε
εκτός οικίας ( ήτανε της Μαριγώς ο όρος
ωστε να μείνει σταθερός του γάμου τους ο λώρος ) .

Η «Μαίρη» τον ανάγκασε μέτοχο να τη βάλει
στις εταιρείες τις οφσόρ , δύστυχε αμιράλη ,
στα πλοία και στα ακίνητα , στις κινητές αξίες
και αρχίσαν τα συμβόλαια και οι δικαιοπραξίες.
Έτσι μια μέρα του Μαγιού τη πόρτα της χτυπάει
ο ναύαρχος το πρωινό σε δίσκο κουβαλάει:
«Αχ καλημέρα αγάπη μου , το breakfast σου καλή μου
μα ετοιμάσου γρήγορα , της βίλλας του Αλίμου

σήμερα τα συμβόλαια πρέπει να υπογράψω
αφού στο υποσχέθηκα , σε σένα θα το γράψω..»
«Ευχαριστώ αγάπη μου..» απάντησε η «Μαίρη»
και τούστειλε ένα φιλί με το αβρό της χέρι,
γιατί το κύριο γνώρισμα αυτής της κοινωνίας
είναι πως παίζουν θέατρο δια της υποκρισίας.
«… τώρα άφησέ με να ντυθώ , σε λίγο κατεβαίνω»
και μ’ ένα ύφος πούδειχνε μάλλον βαριεστημένο

τον έδιωξε το ναύαρχο κάτω να περιμένει,
να κάθεται στα κάρβουνα εκείνη να προσμένει.
Γιατί στο κόσμο το καλό είθισται οι κυρίες
να θέλουν ώρες εκατό, νάζια , δικαιολογίες
πριχού να νοιώσουν έτοιμες για κάθε τους σεργιάνι
και πριν προβάρουν δις και τρις το κάθε τους γιορντάνι.
Μα όταν τέλος πρόβαλλε στη κορυφή της σκάλας
από το θάμβος λειώνανε τα έπιπλα της σάλας

γιατί εκείνο το πρωί διάλεξε να φορέσει
το κόκκινο το φόρεμα με τη κοφτή τη μέση
και πάνω στα γοβάκια της ,ίδια Λολομπριτζίτα ,
φάνταζε των αρσενικών ο όλεθρος , η ήττα.
Εδώ να κόψω τη ροή για να σας μολογήσω
πως τόχε πάρει απόφαση , το δρόμο πια τον ίσο
δεν θα κρατούσε η Μαριώ , έψαχνε για πατέρα
γιό να της δώσει , διάδοχο ή έστω θυγατέρα

τα φίλτρα της τα μητρικά την είχαν κυριέψει
και οι ορμόνες τη ματιά της είχαν αγριέψει.
«Στις ομορφιές σου σήμερα…» ο ναύαρχος σφυρίζει
σαν την οχιά που ανήμπορη τη τίγρη αντικρύζει
» Έβαλα κάτι πρόχειρο … » εκείνη του απαντάει
«…δεν ψώνισα για τη σαιζόν , αλήθεια μου πάει ;; »
Στη μερσεντές σαν μπήκανε και βγήκαν Κηφισίας
μέσα στο χάος βρέθηκαν πυκνής κυκλοφορίας

και ο ναύαρχος μουρμούριζε για την αργοπορία,
μα η Μαριώ αδιάφορη έκανε τη κυρία.
Στο κέντρο όταν φτάσανε , μέσα στο Κολωνάκι
«Ax .. τι ώραίο Αλέξανδρε ετούτο το μπουστάκι
όταν τελειώσουμε θαρρώ με εκείνα τα κοθώνια,
τους δικηγόρους εννοώ , θα βγώ να κάνω ψώνια»
Ο φουκαράς ο ναύαρχος δεν μίλησε καθόλου
έχοντας μπεί μες το πετσί του δεύτερου του ρόλου

και στη Σκουφά παρκάρησε,  της άνοιξε τη πόρτα
και μέσα του σκεφτότανε πως πήγαινε για χόρτα.
Το ασανσέρ ήταν παλιό έγραφε : Σόβιτς – Βιέννη
ξύλινο , τρίζει και αργά ορόφους ανεβαίνει
και είναι οι πόρτες του διπλές , γιατί αυτά ταιριάζουν
σε κτίρια των Αθηνών που στοργικά στεγάζουν
γραφεία δικηγορικά , πολιτευτών γιατάκια
ιατρεία με καθηγητές  και άλλα μαγαζάκια.

Στη πόρτα τους περίμενε ο γερο δικηγόρος
που στα συμβόλαια ήτανε καταφερτζής μαγγιόρος.
Με υποκλίσεις στη Μαριώ της φίλησε το χέρι
και φώναξε ένα βοηθό καφέδες για να φέρει:
«Καθήστε , τι θα πάρετε , ουζάκι , καφεδάκι ;»
και η Μαριγώ βολεύτηκε σ’ ένα καναπεδάκι.
Αφού τις τυπικότητες όλες τις εξαντλήσαν
να έρθουν στο προκείμενο τέλος αποφασίσαν

και τα συμβόλαια ζήτησε ο ναύαρχος να δούνε
γιατί η ώρα πέρναγε και στο «ψητό» να μπούνε.
«Τι μας κοιτάζεις σα χαζός , το φάκελλο να φέρεις
του κύριου Αλέξανδρου μην είσαι χασομέρης»
Ο νεαρός ασκούμενος έχασκε μαγεμένος ,
φαινότανε αδιαφορος στου γέροντα το μένος ,
χάιδευε το μουσάκι του , καθόλου δεν μιλούσε
τη «Μαίρη» που αναγνώρισε επίμονα κοιτούσε.

Εκείνη τον κατάλαβε , ήταν το παλληκάρι
που είδε στα επεισόδια ( και τον ελέγαν Άρη )
μα κάνει την αδιάφορη , σβήνωντας το τσιγάρο
και μέσα της θριάβευε «Σήμερα θα τον πάρω ..!»
Γυρνώντας προς το ναύαρχο με ύφος και με νάζι:
«Ντάρλινγκ εδώ βαρέθηκα , με τρώει το μαράζι
αφήστε τα συμβόλαια , αμέσως  θα υπογράψω
γιατί έχω κλείσει ραντεβού στο μοντελίστ να ράψω

το φόρεμα που σούλεγα για τα γενέθλιά σου.
Εσύ να πας στο Ψυχικό , απόψε ξεκουράσου»
στο δικηγόρο στράφηκε για να του εξηγήσει
πως ο ‘Άλεξ» της κουράζεται απ το πρωί ως στη δύση
και πως » δεν πρέπει να μοχθεί σ’ αυτή την ηλικία ,
χρειάζεται ξεκούραση πολλή και ηρεμία.»
Ο ναύαρχος συμφώνησε , ήταν μια ευκαιρία
με το Παυλάκη να βρεθεί σαν κύριος και κυρία.

Έτσι τα πληρεξούσια χωρίς πολλές κουβέντες
στα γρήγορα υπογράψανε σα να μασάγαν μέντες
και αφήσανε το γέροντα αυτός να κανονίσει
αυτή τη μεταβίβαση για να καταχωρήσει.
Στην έξοδο σαν έφτασαν ο ναύαρχος της λέει:
«Να πάω στη Λέσχη σκέφτομαι darling , what do you say ;
τ’ απόγευμα στο Ψυχικό για δείπνο θα γυρίσω,
να πάς για ψώνια Μary μου μη σε καθυστερήσω»

Όποιος εγνώρισε ποτέ του θηλυκού τη σκέψη ,
τη λύσσα που το κυβερνά μέχρι να μπαγιατέψει
καταλαβαίνει εύκολα τι σκέφτηκε η ‘Μαίρη»
και τι μεγάλο η μαντάμ του τοίμαζε χουνέρι.
Γιατί εκείνη τόξερε ότι ο σύζυγός της
πήγαινε στου υπασπιστή που ήταν πρώτος χώστης
και επομένως είχε αυτή μεγάλη ευκαιρία
να παίξει με το νεαρό που είδε στη πορεία.

» Α τουτ α λ έρ αγάπη μου , θα πάω στου Καλογήρου
και αργότερα προς την Ερμού και τη μπουτίκ του Σπύρου
να κάνω πρόβα το ταγιέρ ,  στου Ζόναρς θα καθήσω
για ένα σνάκ κι αργότερα στο σπίτι θα γυρίσω»
Ο ναύαρχος σαν έφευγε , εκείνη τον χαιρέτα
μα το μυαλό της δούλευε να στήσει τη ξεπέτα
και στρίβωντας ( η έκφραση του θείου Ισιδώρου )
προς το γραφείο ανέβηκε του γέρο δικηγόρου.

Πάροδος Ι

Πέρασα μήνες έγκλειστος με μοναξιά και θλίψη
γιατί η μούσα φίλοι μου με είχε εγκαταλείψει
μην άραγε του επίτιμου πληρώνω τη κατάρα
και μούπεσαν στη κεφαλή τα βάρη και η μπάρα ;
το Ίδρυμα ερήμωσε και μόνος απομένω
να σεριανώ  μες τις στοές χωρίς να περιμένω
τα χελιδόνια νάρθουνε οπίσω για το θέρος
ένας παπούλης φουκαράς , ξεμωραμένος γέρος.

Πώς τώρα πιά να εμπνευστώ και νάβρω το κουράγιο
που λείψανε οι μάστορες στου έπους το καρνάγιο
κι η μούσα πέταξε γι αλλού σε  μακρινά ακρογιάλια
στη ταραχή μου πέσανε , σπάσαν τα ματογιάλια.
Πολλά γενήκαν εφεξής και στο δημόσιο στίβο
Δεκεμβριανά , ευρωεκλογές και στου λαού τον ύβο
τα χρέη τους φορτώνουνε ,τα αίσχη αμανάτι
για να μη μένει άδεια και του παππού η πλάτη.

Όμως απόψε πόνεσα και σφίγγωντας τα δόντια
εις τη λεκάνη κάθησα , μια έμπνευση υπερπόντια
αμέσως μου κατέβηκε και στρώθηκα να γράψω
μήπως τις τύψεις μου ο φτωχός μπορέσω να αναπάψω.
Τί σε καθένα σας χρωστώ , παρόντα και απόντα
του έπους τη συνέχεια και προπαντός τη τσόντα ,
οπούμειν’ ατελείωτη η βδελυρή η πράξη
όταν επρόκειτο η Μαριώ την ύβρη να διαπράξει

και το μουσάτο νεαρό κρυφά να κουτουπώσει.
Τη προσμονή σας ακριβά πληρώσατ’ : ένα γρόσι
σας βεβαιώ πανάκριβα , του γέροντα οι στίχοι
θα είναι παντα ανήμποροι: η Λάχεση και η Τύχη
αλλού δίνει το τάλαντο τη ρίμα ,την ευφράδεια
απ τη σημαία έλαβα ποιητική την άδεια
και μοναχός μου κάθομαι και μοναχός προσμένω
τη μούσα που αντιστέκεται σαν άντερο στριμμένο.

Που θα μου πάει σκέφτομαι αύριο θα τη τσακώσω
από το σβέρκο την βρωμού και μέσα θα τη χώσω.
Πάγο και ρετσινόλαδο , φάλαγγα και το κνούτο
μες το τσουβάλι με γατιά , με φλογερό φλαούτο
να μολογήσει η άτιμη κι όλα να τα ξεράσει
πριχού η κάψα του οίστρου μου οριστικά περάσει.
Όταν καμώνεται η κυρά στη κεφαλή της πόνο
τότε ακόμα πιό πολύ ανάβω και κορώνω.

Τώρα που τηνε στρίμωξα το λάδι θα της βγάνω ,
ζηλεύουν οι εθνικόφρονες με αυτά που θα της κάνω.
Ήρθε καιρός το έπος μου και πάλι ν’ αρχινίσει
μέσω των στίχων θα εκφραστεί , η ποταπή μου φύση
με σπρώχνει σε όλο πιό αισχρά μα και ανόσια έργα ,
τη μούσα κατεργάζομαι αλύπητα με βέργα
και αυτή μου παραδίνεται με πόνο και λαγνεία
ήταν καιρός , θα σάπιζε στο ράφι η ιστορία.

Ραψωδία Ζ’

Ας επιστρέψουμε λοιπόν πίσω στο Κολωνάκι
όπου η «Μαίρη» τάχα μου πάει για το ταγιεράκι.
Όμως ξοπίσω γύρισε στο ασανσέρ μπουκάρει
και στο καθρέφτη το μαλλί , τα χείλη της φρεσκάρει.
Σαν έφτασε στον όροφο και μπήκε στο γραφείο
έμοιαζε λάμια εξωτική , ανήμερο θηρίο .
Ο γέροντας ξαφνιάστηκε » κυρία μου όλα εντάξει !
θα στείλω τον ασκούμενο ευθύς για να προφτάξει

τα έγγραφα να φτάσουνε εις την υπηρεσία
μην έχετε περί αυτού καμμία ανησυχία »
Η εμπειρία του θηλυκού φαίνεται τέτοιες ώρες
( σαν ωριμάσουν πιό γλυκειές στη γεύση οι οπώρες )
και η γρηγοράδα του μυαλού που με την ηλικία
τέλεια συνδυαζόμενη με την υποκρισία ,
έμφυτο αυτή των γυναικών ιδίωμα , ταλέντο
( από σοφράνο σούρχεται ή τάχα από σταβέντο ; )

γίνωνται μείγμα εκρηκτικό , τρινιτροτολουόλη ,
και κινδυνεύει σύμπασα της Αθηνάς η πόλη.
Ευθύς απάντησε η Μαριώ στο γέρο υπηρέτη
της Θέμιδας το δυστυχή που βάραιναν τα έτη:
» Μήπως  εδώ αγαπητέ άφησα κατά τύχη
τα φάρμακα του Άλεξ μου , όλο το βράδυ βήχει»
δεν είναι εδώ ,δεν είναι εκεί » Mon dieu quelle catastrophe…»
η Μαίρη που κατέρρεε σαν γνήσια Ρομανώφ.

Και σαν συνήλθε βρέθηκε στην αγκαλιά του Άρη
και ο γέρος από πάνω της μαντήλι είχε πάρει
βρεγμένο και τη δρόσιζε μα ελλόγου της καιγόταν
στη κοντινή την επαφή και αναστατωνόταν.
Σηκώθηκε και σιάχτηκε ( μα με μεγάλο κόπο )
και γύρισε στο γέροντα με νάζι και με τρόπο:
» Αχ δεν αισθάνομαι καλά μα πρέπει να προφτάσω
τα φαρμακεία ανοιχτά , σιρόπι ν’ αγοράσω

για το καλό μου Αλέξανδρο , τα βράδυα υποφέρει»
και ο γέρος αποκρίθηκε » Όμως κυρία Μαίρη
νομίζω , αν επιτρέπετε , πως μόνη δεν μπορείτε
για να κυκλοφορήσετε , στους δρόμους για να βγείτε»
και εκείνη θριαμβεύοντας μέσα της  Βαλκυρία ,
αλλά απ έξω αδύναμη και εύθραυστη κυρία :
» Αν είναι η υγεία μου για να διακινδυνεύσει
διαθέστε μου το νεαρό για να με συνοδεύσει»

Δίχως του γέρου απάντηση αυτή να περιμένει
αλαμπρατσέτα τον βουτά και από τη πόρτα βγαίνει
τον νεαρό , που έκπληκτος στη «μαύρη» του τη μοίρα
αφήνονταν , του έλειπε του φουκαρά η πείρα.
Ο γέρος πίσω πήγαινε , του ασανσέρ τις πόρτες
του έκλεισε κατάμουτρα , ούτε εκατό κοχόρτες
δεν τη κρατούσαν τη Μαριώ , το πάθος της μεγάλο
κι ο νιός σαν νάχε καταπιεί ακέριο παπαγάλο :

«Κυρία μου.. Κυρία μου » της έλεγε μα εκείνη
καθώς κινούνταν το ασανσέρ , άρχισε να τον γδύνει.
Ο Άρης αντιστέκονταν , ντρέπονταν και κλωτσούσε
μα η Μαριώ ακάθεκτη απάνω του ορμούσε ,
ωσάν το κύμα το τρανό το βράχο για να σπάσει
κάποια στιγμή κατόρθωσε την ήβη να του πιάσει.
( Όλα αυτά συμβαίνουνε σαν μέσα σε ταινία
ο χρόνος της κατάβασης δεν έχει σημασία

ώρες τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά ημέρες
απο χελώνες πιό αργά πηγαίνανε οι σφαίρες )
Των ασανσέρ οι διαδρομές έχουνε ένα τέλος
και εκεί που του εμάλαζε το όρθιο του μέλος ,
το ασανσέρ τερμάτισε και φτάσανε στο ισόγειο
όταν η λύσσα της Μαριώς έφτανε στο απόγειο.
Καθόλου δεν εσάστισε και ευθύς για τη ταράτσα
πάτησε σβέλτα το κουμπι , τα στιβαρά του μπράτσα

ετύλιξε τριγύρω της , τα πόδια της σηκώνει
κυλλότα πιά δεν φόραγε και μέσα της τον χώνει.
Τον χάιδευε , τον έβριζε και τον παρακαλούσε
στο στόμα του τα στήθη της ημίγυμνα κολλούσε
και το ασανσέρ ανέβαινε , βογγούσε και σειόταν
από τους τόσους κραδασμούς  ,αλλά στο τέλος όταν
εις τη ταράτσα έφτασαν δεν είχαν καζαντήσει.
Τούτη τη βόλτα ο νεαρός έσπευσε να πατήσει

για το ισόγειο το κουμπί χωρίς να παραλείψει
να έρθει από πίσω της , εκείνη είχε σκύψει.
( Στη νέα τούτη διαδρομή , κατάβαση  και πτώση
στο βούρκο τον ακόλαστο , του είχε γίνει τόση )
Απ τη λαχτάρα και οι δυό είχανε γίνει ράκη
και η Μαριώ χτυπιότανε σα σμέρνα στο καμάκι ,
μ’ αν ήταν νέος ο ψαράς , η έμπειρη της φύση
το τέμπο το κανόνιζε μέχρι να τερματίσει

εις το ισόγειο το ασανσέρ . Σε κάθε νέα ώση
βόγγαγε περισσότερο μέχρι να ολοκληρώσει.
Μα πάλι δε προκάνανε πριχού στο ισόγειο φτάσει
το ασανσέρ κι αλλάξανε τη βρωμερή τους στάση.
Πατώντας πάλι το κουμπί πετούν προς τη ταράτσα ,
ήταν η Μάρω από μικρή στον έρωτα καπάτσα ,
το ένα πόδι σήκωσε απάνω στο καθρέφτη
όλα εκεί να φαίνονται . Σαν να του βάλαν νέφτι

χυμάει τότε ο νεαρός με βιά για να μετρήσει
αν μέσα στο καλούπι της μπορεί να εισχωρήσει.
Σε αυτή τη νέα διαδρομή συνέβη το μοιραίο
όταν η Μαίρη τέλειωνε αντάμα με το νέο
και απομείναν ξέπνοοι μέχρι να τερματίσει
τη πάνω βόλτα το ασανσέρ και η Μαίρη να πατήσει
για το ισόγειο το κουμπί . Στη κάθοδο σιαχνόνταν
για να μην δώσουν αφορμή στο δρόμο σαν βρισκόνταν ,

κοιτάζονταν , δεν μίλαγαν μες τη σιωπή εκείνη
η Μάρω και το ταίρι της βουβοί ‘χαν απομείνει.
Στη τελευταία διαδρομή και πρίν στο κόσμο βγούνε
τι θα μπορούσαν άραγε δυό ξένοι για να πούνε ;
Σαν έξω βγήκανε κι οι δύο γυρνάει ο νιός στη Μαίρη:
«Ποιός να το πίστευε ποτέ η τύχη τι θα φέρει»
μα η Μαίρη του το ξέκοψε » Άρη να μη τολμήσεις
ξανά μπροστά μου να βρεθείς και πίσω να γυρίσεις

εις το γραφείο γρήγορα » μα το παλληκαράκι ,
που είχε δεί στο χέρι της το μπλέ το βραχιολάκι:
«Ετούτο θέλω ενθύμιο , δώσμου  να σε θυμάμαι
στη προσταγή που μούδωσες σκλάβος για πάντα θάμαι»
Εκεί στην είσοδο λοιπόν της πολυκατοικίας
το βραχιολάκι τούδωσε και ο δόλιος νεανίας
στη πόρτα πάλι χώθηκε και η Μαίρη χορτασμένη
στο δρόμο βγήκε αδιάφορη και τη Σκουφά ανεβαίνει.

Πάροδος ΙΙ

Πέρασαν χρόνια και καιροί και βάσανα αράδα
που τέτοια χάλια ο καψερός ποτέ μου δεν ξανάδα
από παντού μας στρίμωξαν και τα κεφάλια μέσα
η δόλια Ψωροκώσταινα απ’ τα πολλά τα φέshα
στη ρούγα βγήκε η καψερή , κατάντησε τροτέζα
και ο κοσμάκης λούφαξε , των λαμογιών τη λέζα
το μπάρμπα Μήτσο κάλεσαν ξανά για να πληρώσει
( ο Πάσχων εις τη Τρόικα το Μήτσο έχει δώσει ) .

Όλον ετούτο το καιρό η μούσα μου εχάθη
και απομείνανε λειψά της Μαριγώς τα πάθη.
Η Μελπομένη άπλωνε στη ζητιανιά το χέρι ,
η Θάλεια εξαφανίστηκε μέσα στο νταραβέρι
και η Καλλιόπη έπλενε μπιντέδες και λεκάνες :
είχανε κλείσει φίλοι μου της έμπνευσης οι βάνες.
Ποιός όμως το περίμενε πως θα τις συναντήσω
το τέλος της αφήγησης αυτής να επιλύσω ;

Γιατί σαν σφίγγουν τα λουριά , η έμπνευση ρετάρει
ποιά Μαριγώ να σκέφτομαι και ποιό μουσάτο Άρη ;
όταν ο κόσμος χάνεται και όσα είχα μάθει
χάνονται , σβηούνε δια παντός στης λησμονιάς τα βάθη ;
Όμως απρόβλεπτη η Κλωθώ έσπευσε να μου κλείσει
με τα κορίτσα ραντεβού , ο μίτος να γυρίσει.
Τις βρήκα στη χωματερή να ψάχνουν τα σκουπίδια
τους ποιητές να θρέψουνε με φαγωμένα απίδια.

Αντί στο ράντζο ξαπλωτός να βλέπω το ταβάνι.
( Ήρθε κι ο Συναμφότερος μυαλό για να μου βάνει )
αμέσως αποφάσισα στο ραντεβού να πάω ,
ελπίζωντας παράλληλα κάτι να βρώ να φάω.
( η τέχνη θέλει τζόγια μου γεμάτο το στομάχι
η λόρδα και η ποίηση έχουνε πάντα αμάχη ).
Εγγλέζος λόρδος punctual στο ραντεβού επήγα ,
ήταν η βρώμα τρομερή και σύννεφο η μύγα.

Εκεί τις βρήκα και τις τρείς , εμέ να καρτερούνε
μες τα σκουπίδια ψάχνωντας φαγώσιμα να βρούνε.
Θερμά αγκαλιαστήκαμε , τα δάκρυα ποτάμι
τόσο καιρό κρυβόμουνα σε σκοτεινό θαλάμι
οι Μούσες με πεθύμησαν , μεσούσης της υφέσεως
οι ποιητές δεν τραγουδούν εις κλίμακα διέσεως ,
των ομματιών τους παίρνουνε και χάνεται το κάλλος.
( Αχ πούσαι νιότη πόδειχνες πως δεν θα ήμουν κάλος )

Στη μαύρη τη χωματερή , σε ορέο περιβάλλον
η έμπνευση δεν έρχεται χωρίς βοήθεια άλλων.
Εκεί τα συζητήσαμε με ζήλο και μεράκι
συνέχεια αποφάσισα να δώσω στο Μαράκι
και έπειτα χωρίσαμε καθείς για τη δουλειά του
οι Μούσες πίσω στα σκατά κι ο γέρος στη σπηλιά του ,
όπου θα γράψει σύντομα του έπους το φινάλε
μια ραψωδία εκκρεμεί μα ίσως δύο και βάλε…

Ραψωδία Η’

Αρχίζει εδώ αναγνώστες μου όγδοη ραψωδία
κοπτορραπτούδες , μοντελίστ δεν κάνουν απεργία
( γιατί σε ένδεια βρίσκεται η γαλανή Πατρίδα
που ολημερίς στη πλάτη της εφόρτωνε τη γίδα )
κοψίδια να τσακίζουνε στη Βάρη και τα Κιούρκα.
Καθήκον έπεσε βαρύ στο Καπετάνιο Φούρκα…
Ελάχιστα ζητήματα μένει να καθαρίσω
για τούτο την αφήγηση αμέσως θ’ αρχινήσω….

Είχαμ’ αφήσει τη Μαριώ εις την Σκουφά χορτάτη
να περπατεί μονάχη της , περήφανη σαν άτι.
Ανατριχίλες έζωναν το τρυφερό της δέρμα
και μέσα της εκόχλαζε του νεαρού το σπέρμα.
Όλα της ήρθαν δεξιά , τα είχε κανονίσει
απάνω ήταν στις μέρες της , θα φρόντιζε η φύση
και ο ενέσεις πούκανε με ακριβές ορμόνες.
Απ’ το μυαλό της πέρναγαν σαν σμάρι οι εικόνες :

Όταν παιδούλα ήτανε κι αργότερα γυναίκα
και πως τη γυροφέρνανε οι άντρες δέκα δέκα ,
από τα δεκατέσσερα στο πρώτο το κρεββάτι
είχε ολόρθα τα βυζιά , χυτό λαιμό και πλάτη.
Ήταν τα μπούτια της μεστά , μαλλιά σα το μετάξι
θάμα που στα μεράκια του ο Θιός είχε μαλάξει.
Το πράσινο της θάλασσας στα μάτια ζυμωμένο
κοράλι το χειλάκι της , φρύδι καλογραμμένο.

Δεν πέρασε πολύς καιρός για να το καταλάβει
πως στη ζωή ανώφελοι εξάντες κι αστρολάβοι ,
όπου φτωχός κι η μοίρα του , μα για να καζαντήσει
δε φτάνει μόνο η ομορφιά , κάποτε θα ξεφτίσει.
Και της θωρειάς ο οπλισμός ( του κρέατος τα κάλλη )
είναι στολίδια άχρηστα , στόχους άμα δε βάλλει.
Τα πρώτα χρόνια έζησε μέσα στη δυστυχία
σπίτι ρημάδι στο χωριό , την άγονη επαρχία

και το σχολειό δε τόβγαλε , κρύωνε και πεινούσε
έμαθε και κακόπαθε γι’  αυτό και συμπονούσε
όλους τους άλλους , σαν κι αυτή , άκληρους , φουκαράδες
όπου τους βασανίζανε εμπόροι , τσιφλικάδες.
Όταν στη ρούγα έβγαινε με νάζι και με χάρη
τ’ αρσενικά στριμώχνονταν  ποιος θα τη πρωτοπάρει.
Εκείνη πιά τους έπαιζε στις άκρες των δακτύλων
και προτιμούσε πάντοτε ιδιοκτήτες μύλων

και όρος απαράβατος , αν θέλει να την «εύρει»
πρέπει να δώσει ο μυλωνάς ένα τσουβάλι αλεύρι.
Άλλοτε σαν δεν είχανε αγκούσα οι μυλωνάδες ,
τα κάλλη της επρόσφερε και σε πραματευτάδες
για να διαλέξει φόρεμα και μάλιστα μπροστάντζα ,
να μη γυρνάει σα σούργελο που βγήκε από τη λάντζα.
Έτσι καλά πορεύτηκε δυό τέρμινα και κάτι .
ήρθαν πολέμοι κατοχή , φορτώθηκε στη πλάτη

τα λίγα της υπάρχοντα και πήγε στη Λαμία.
Δεκέμβρη μήνα πλάκωσε πείνα και δυστυχία.
Και επειδή δε βάσταγε σε Φρίτση για να κάτσει
ή στους φρατέλλους να δοθεί , άλλη αυτή Πετάτσι ,
των ομματιών της πήραντας εμπήκε σ’ ένα τραίνο
( πέτυχε και τον ελεγκτή αγρίως καβλωμένο ).
Εις την Αθήνα έφτασε Χριστούγεννα το βράδυ
χιόνι και πείνα έρραβαν της πόλης το υφάδι.

Μέρες περιπλανήθηκε στους παγωμένους δρόμους
και το δισάκκι πια βαρύ της έπεφτε στους ώμους ,
ώσπου στο τέλος έφτασε σχεδόν παραπατώντας
σε φούρνο που διαφέντευε ο τρομερός ο Φώντας.
Ήταν εκεί στο Κολωνό διαβόητο κουμάσι
μαυραγορίτης και χαφιές , των Φρίτσηδων καρντάσι.
Ο κόσμος τον φοβότανε και όλοι τον μισούνε
ήταν φτηνός εις το λαβείν και ακριβός στο δούναι.

Ο Φώντας σοροπιάστηκε , τέτοιο ξεπεταρούδι
που ήρθε στην αγκάλη του και κούρνιασε σα ζούδι
υπάκουο και έκδοτο , μεγάλο κελεπούρι !
και σκέφτηκε πως η χρονιά θε να του φέρει γούρι.
Από το χάραμα δουλειά , απόγιομα στο στρώμα
την έστρωσε , τη τάισε , της έδιωξε τη βρώμα
κι όλα τα Σαββατόβραδα ντυμένη μες τα λούσα
στα θέατρα τη έσερνε , τη Κυριακή θεούσα

στη λειτουργιά τη πήγαινε , τάχα μου ψυχοκόρη .
Καμάρωνε τη λεία του ο Φώντας σα κοκκόρι.
Αλλά για τέτοιο απόβρασμα το πάν είναι η λίρα
και πως θα κλέβει η ζυγαριά τη τάρα και τη φύρα ,
σακκούλια τις εσόδιαζε χρυσές τις Βικτωρίες ,
μπλεγμένος ήτανε βαθειά σ’ όλες τις ατιμίες.
Η Μάρω δε χρειάστηκε καιρό να καταλάβει :
πολλές φορές τον πέτυχε στη πίσω αυλή να σκάβει ,

ξέθαβε και ξανάθαβε στο πεύκο αποκάτω
το τενεκέ με τις χρυσές ακόμα πιο γεμάτο.
Οι καψερές γειτόνισσες δεν της μιλούσαν διόλου
και την αγριοκύτταζαν , συχνά κατά διαβόλου
τη στέλνανε σαν τόλμαγε για να τις πλησιάσει ,
μονάχα η Βάσω η γριά έστερξε να της πιάσει
κουβέντα με το μαλακό και να της εξηγήσει
με τι κουμάσι έμπλεξε : «σαν ο καιρός γυρίσει

όλους εφτούνους τσούπρα μου κρεμάλα τους προσμένει
και τση κοκκότες τους μαζί , άμα μυαλό σου μένει
παράτα τον κορίτσι μου , ζυγώνει ελευθερία
μαζί μας τώρα μάχεται και ούλη η Σοβιετία»….
Λεν πως οι γέροι είναι σοφοί και ξέρουν τα γραμμένα
και οι γριούλες πιο πολύ , μα πείτε μου κι εμένα
πώς έγινε αργότερα και κάθε είδους Φώντες
εδήλωσαν στου Έθνους μας τη πρόσκληση παρόντες ;

Γι’ αυτό το Φώντα της Μαριώς που λάτρευε τη λίρα
δεν τα ‘φερε όμως δεξιά αυτή η σκρόφα η μοίρα.
Άλλα ο μαύρος πρόσμενε επί τω νέω έτει
εκείνο του σαράντα δυό , για πράμα μπερεκέτι
ενόμιζε -τη τη Μαριώ και για μεγάλο γούρι ,
ώσπου το χώμα έφαγε η στυγερή του μούρη.
Η κυρα Βάσω έβαλε τη Μαριγώ σε σκέψεις
«φύγε» της έλεγε «απ’ αυτόν , στο χώμα θα σιτέψεις».

Αργότερα της γνώρισε το Κώστα το τσαγκάρη
που ήταν στην αντίσταση και πρώτο παλληκάρι.
Εκείνος της εξήγησε τι έπρεπε να κάνει ,
αφού πιο πριν την έρριξε απάνω στο ντιβάνι
στου τσαγκαριού  τα ενδότερα , εκεί στο πίσω μέρος.
Ήταν γερός ο Κωνσταντής , ο Φώντας ήταν γέρος.
Όταν η καθοδήγηση πέφτει σαν το χαλάζι
είναι που τρίζει ο σωμιές και βαριαναστενάζει.

Σαν τέλος αποκάμανε και πάψαν τα σορόπια
η Μάρω του εξήγησε όλα τα κατατόπια ,
του γέρου τις συνήθειες και όλα του τα χούγια
κι ότι σε ένα τενεκέ που βάζανε αντσούγια
ο Φώντας εμασούρευε και έθαβε τις λίρες.
« Τόσος χρυσός συντρόφισσα , εσύ καμμιά δε πήρες ;»
τη ρώτησε ο Κωνσταντής με αυστηρό το τόνο
«Ήρθε η ώρα να ντυθώ , αρχίζω και κρυώνω»

του είπε τότε η Μαριγώ , μα εκείνος θα επιμείνει
« ..μες τον αγώνα του λαού , του φασισμού τη δίνη
υπάρχουνε συντρόφισσα και λούμπες και παγίδες.
Τις λίρες μην ορέγεσαι , ακόμα κι αν τις είδες ,
θα πάνε στην αντίσταση όταν θα έρθει η ώρα
τέλος να δώσει ο λαός σ’ αυτή τη κατηφόρα
και το χαφιέ το φούρναρη στο τάφο να το στείλει ,
ώστε στη χώρα η λεφτεριά ταχιά να ανατείλει»

Τα πάντα κανονίστηκαν , ήτανε καλοκαίρι
την ώρα που ξαπόσταζαν μέσα στο μεσημέρι
η Μαριγώ καμώθηκε πως  πάει να κατουρήσει.
Στην είσοδο κατέβηκε χωρίς ν’ αργοπορήσει ,
απ’ έξω περιμένανε δύο γραβατωμένοι
κρατούσαν χαρτοφύλακες , πολύ καλοντυμένοι.
Αθόρυβα μπουκάρανε , τις σκάλες ανεβήκαν
το Φώντα που χουζούρευε αμέριμνο το βρήκαν

και έξη μπάμ ακούστηκαν στο ντάλα μεσημέρι……
των δύο κοστουμάκηδων δεν έτρεμε το χέρι.
Η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι ταραγμένη
και τη Μαριώ τη βρήκανε στη ξώθυρα πεσμένη
να κλαίει , να οδύρεται και άγρια να σκούζει ,
τα μάγουλα της τα ωχρά με δάκρυα να λούζει.
Το θέατρο η Μαριγώ και την υποκρισία
το είχε μες το αίμα της από μικρή ηλικία.

Την άλλη μέρα έγινε του Φώντα η κηδεία
και η Μαριώ τον έκλαιγε στα μαύρα σαν κυρία.
Το ξόδι συνοδέψανε μέχρι και το κιβούρι
( όπου του Φώντα έμελλε χώμα να φάει η μούρη )
πέντεξη χαφιεδόφατσες και δύο μαυραγορίτες.
Δεν είχε ο δόλιος συγγενείς , πήγε για μαργαρίτες….
Τα άλλο βράδυ στην αυλή δουλεύανε τα φτιάρια
κάτω απ’ το πεύκο στα μουγγά , αλλά χωρίς φανάρια.

Το τενεκέ ξεχώσανε να πάει «για το κόμμα»
( τις λίρες η Επιτροπή  αναζητεί ακόμα ).
Πριν τη Μαριώ ξεσήκωσαν μόνο μ’ ένα τσιτάκι ,
δε πρόκανε απ’ τα λούσα της να πάρει ουδέ κουμπάκι.
Της είπαν θα τη κρύψουνε διότι κινδυνεύει
και ότι θα τη στείλουνε εις «το βουνό» ν’ ανέβει
διότι ήξερε πολλά , αυτό ‘πρεπε να γίνει ,
στη πόλη επικίνδυνο ήταν πολύ να μείνει.

Έτσι λοιπόν εντάχθηκε η Μαριγώ στο Κόμμα ,
από το φούρνο χάθηκε και βρέθηκε στο στρώμα
του Κωνσταντή και του Γιωργή και άλλωνε συντρόφων ,
πριχού δοθεί η εντολή ( άνωθεν των πανσόφων )
να φύγει νύχτα στο βουνό , στα μέρη τα δικά της
γυρνούσε πάλι , συνοδειά ένας ξανθός εργάτης.
Ανδρέα τονε λέγανε,  ωραίο παλληκάρι
και πήγαινε αποστολή στο καπετάνιο Άρη.

Η σταθερή κορμοστασιά , τα γαλανά του μάτια
είχανε κάνει τη καρδιά της  Μαριγώς κομμάτια.
Όλα αυτά που ήξερε και έμαθε στη πιάτσα
για τις βουλές του αρσενικού γινήκανε στραπάτσα ,
γιατί αυτός δεν έστεργε να τη γλυκοκοιτάξει ,
ούτε στο στρώμα ήθελε αυτός να τη πετάξει.
Αλλά σεμνά φερότανε , πάντα τη προσφωνούσε
«συντρόφισσα» της έλεγε κι εκείνη αγκομαχούσε

το πάθος που της έκαιγε τα σωθικά να σβήσει
και πα στα κακοτράχαλα μη τύχει και γλυστρίσει.
Πέντε μερόνυχτ’ άντεξε , σαν μπήκαν σε μια στάνη
βρήκανε άχυρα σωρό , απόντος του τσοπάνη
και τότε εκείνη έγυρε και ψέλλισε «κρυώνω ,
να με ζεστάνεις σύντροφε …. γιατί αλλιώς τελειώνω».
Έξω η φύση πάγωνε , ουρλιάζαν τα τσακάλια
μα ο καλός ο σύντροφος  θέλει και παρακάλια:

η πίστη , η εγκράτεια που δίδασκε το Κόμμα
φεύγουν με χάδια και φιλιά , όταν βρεθείς στο στρώμα.
Και στη γητειά της Μαριγώς το παλληκάρι ευρέθη ,
πρώτη φορά του γνώρισε του έρωτα τη μέθη
και από κείνη τη βραδιά γινήκανε ζευγάρι.
Μαζί παρουσιάστηκαν στο καπετάνιο Άρη
να δώσουνε τα νειάτα τους στου πόλεμου τη δίνη
και σ’ έναν έρωτα τρανό όπου ποτέ δε σβήνει.

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε , δυό χρόνια μες τα όρη
κι απ’ την αγάπη τους καρπός ο Άρης , το αγόρι.
Αλλά σε χρόνια δύσκολα κακή σοδειά θα γίνει ,
σκληρών αγώνων ο καρπός αμάζευτος θα μείνει
και του έρωτα το γέννημα ο πόλεμος θα θάψει.
Η Μαριγώ το γιόκα της για πάντα είχε ξεγράψει.
Δε πρόκανε να το χαρεί , τι νάγινε ποιος ξέρει
όταν γυμνό το άφησε στου Κωνσταντή το χέρι

και το πρωϊ το πρόσμενε εις του Παπά τη Βρύση ,
όμως η τύχη τά’φερε να μη το συναντήσει.
Άλλα πολλά δεν θα σας πώ , γιατί αν δε νογάτε
πως δένει τώρα το γλυκό , εις το γιατρό να πάτε .
Γι αυτούς που δε κατάλαβαν  αυτή την ιστορία
αφού τελειώνει πιά εδώ αυτή η ραψωδία ,
κέρνα με μούσα μου κρασί και στο ποτήρι βάλε
το τελικό το δέσιμο να κάνω στο φινάλε.

Επίλογος

Αλλιώς το φανταζόμουνα του έπους μου το τέλος
στο Ίδρυμα που λούφαζα και όπου ήμουν μέλος ,
αλλά η μούσα έφυγε και την αναζητούσα
και να καθήσω σιωπηλός , αυτό δε το μπορούσα.
Μα πήραντας τα σέα μου και τις γλυκειές Σερβίδες
τις νάρκες , τα γεμίσματα και τις χειροβομβίδες
στη σκήτη μου μετώκησα και από κει σας γράφω
πίνωντας το κρασάκι μου κι έναν αθώο μπάφο.

Εδώ τη μούσα μου θα βρω , να με γηροκομήσει
κι όσα δε κάνει η λογική , θε να τα κάνει η φύση.
Όταν με τρώει η μοναξιά , το κρύο και τ’ αγιάζι
θα ‘ναι η μούσα πάντα εδώ , βεντούζες να μου βάζει.
Σ’ αυτά τα χρόνια τα κουτσά , μεσούσης της υφέσεως ,
της φτώχειας μας καλπάζουσας και low της διαθέσεως
προτού να φύγω απ η ζωή πρέπει το δίχως άλλο
στην ιστορία της Μαριώς το τέλος πια να βάλω.

Τι άλλο μένει να σας πω καλοί μου αναγνώσται ;
οι μούσες μου γεράσανε , ένα χεράκι δώστε
να βάλουμε τα πράγματα  κι όλα τα γεγονότα
σε μια σειρά κανονική , μη χάσουμε τη ρότα.
Όπως θα καταλάβατε , αυτό το κοριτσάκι
που στα σφυρά του φαίνεται γαλάζιο βραχιολάκι ,
είναι η κόρη της Μαριώς και του μουσάτου Άρη.
Στο μώλο πάνω κάθεται με νάζι και με χάρη.

Δεν το γνωρίζει η καψερή , ποτέ της δε θα μάθει
το ποιά κατάρα κουβαλά και ποιά ανόσια πάθη
τη φέραν τότε στη ζωή και τώρα στέκει μόνη ,
μια θυγατέρα τραγική , της μάνας της εγγόνι!
Μα ούτε και η μάνα της , η Μαίρη η κοκκώνα
θα μάθει πως απέκτησε κόρη μαζί κι εγγόνα.
Για το χαμό του νεαρού , του άτυχου πατέρα ,
η Μαίρη μας δεν έκλαψε ούτε τη πρώτη μέρα.

Αμέσως όμως φρόντισε το σκάνδαλο να θάψει :
το Παύλο τον υπασπιστή τον έβαλε να γράψει
επιστολή στον Υπουργό για να του εξηγήσει
πως πρόκειται για εκβιασμό , όπου τον είχε στήσει
ο νεαρός ασκούμενος , που τώρα μακαρίτης ,
κοσμήματα της ζήταγε από τη συλλογή της.
Ο Υπουργός ανέλαβε για να της επιστρέψει
το βραχιολάκι το γνωστό ,σαν η έρευνα τελέψει.

Έτσι αυτό που ήθελε το είχε καταφέρει
κι ας πάνε να κουρεύωνται οι άντρες στο μπαρμπέρη :
ένα παιδί λαχτάρησε κι αφού ο αμιράλης
χαντούμης αποδείχθηκε , κύναιδος και ρεμάλης
τα κέρατα του φόρεσε και κόρη έχει κάνει
( καλύτερη εκδίκηση ο νούς πώς να τη βάνει ; )
Τ’ ακίνητα της έγραψε κι όλη τη περιουσία
για νάχουν να πορεύονται στη chic τη κοινωνία

με του ναυάρχου τα λεφτά η μάνα και η κόρη
κι εκείνος ας περίμενε στο διηνεκές αγόρι.
Αυτά όπου δε γνώρισε στα παιδικά της χρόνια
νταντάδες , λούσα , δάσκαλους και κοσμικά σαλόνια
η Μαίρη για τη κόρη της όλα θα της τα δώσει
και όταν το Κολλέγιο εκείνη θα τελειώσει
μαζί θα μετοικήσουνε, θα πάνε στο Λονδίνο¨:
«για τις σπουδές του κοριτσιού και τη ζωή μου δίνω».

Σε τούτο τον επίλογο κάθαρση μη ζητάτε
η ύβρις που διαπράχθηκε , καλοί μου εσείς πελάται
δεν πρόκειται να διαλυθεί , θαύματα δε θα κάνω ,
μήτε θεός θα εμφανιστεί στο γερανό επάνω.
Τα μέσα που μετέρχονταν  αρχαίοι ποιητάδες
( αυτούς που ο Ηράκλειτος σαν έπαιζε αμάδες
τους έβριζε πατόκορφα ) για τους θνητούς δεν πιάνουν
για το πεζό το βίο μας , το ξέρετε , δε κάνουν.

Το έργο μου τελειώνοντας , αυτή τη τραγωδία
απ το προσκήνιο αποχωρώ , μαζί μου συνοδεία
οι μούσες που μ΄ενέπνευσαν να πω την ιστορία
για μια γυναίκα ατίθασση , την όμορφη Μαρία.
Τη βακτηρία μου κρατώ , στη πλάτη ενα τομάρι
και προς τη λήθη πορπατώ , το βρώμιο μου ποδάρι
τη ποίηση που μόλυνε , την υψηλή τη τέχνη
δεν θα λερώνει τώρα πιά , μονάχο του θα ζέχνει.

12 Responses to Η ΜΑΡΙΩ

  1. Ο/Η Propapoys λέει:

    Μεταφερω εδω μερικα ποιηματα του θειου Ισιδωρου, τα οποια αλιευσα, για τον Παπουλη:

    Παπουλη εισαι ποιητης παρα πολυ μεγαλος
    που ουτε μεχρι τα’ρχιδια σου δε εφτανε ο Γαλλος
    ο γερο Λούης -ο Αραγκόν- που ητο κι αυτος κουμουνι,
    και ο πΡίτσος που εκαλυπτε με γενι το πιγουνι
    ητο κι αυτος πολυ μικρος μπρος στη δικη σου πενα
    και φτανανε ως τα’ρχιδια σου τ΄αγριωπα σου γενεια!
    Ακομα κι Ναζιμ Χικμέτ ητο μπροστα σου νανος
    ο δε Νερουδας φανταζε διπλα σου τσαρλατανος

    Και μονο ο Λορκας ειχε πει τις πιο σωστες κουβεντες:
    «-Μπρος στον Παπουλη ειμαστε για …να μας κλαινε οι ρεγγες»!!!

  2. Ο/Η Propapoys λέει:

    Πρωτοκαπετανιος ησουνα στο Γραμο και στο Βιτσι
    και ποιητικως εφαμιλο, σε βρισκω, του Ντα Βιτσι
    Τον στιχο πλεκεις αψογα, ομοιοκαταληκτως,
    ως την καλαθοπλεκτικη τεχνη κατεχει γυφτος
    σοφος του Παλαμα στο δωδεκ-αλογο του
    ή εμπειρος πεταλωτης που σιάνει τ΄αλογο του
    (με πεταλα σαραντα οχτω -το βλεπα κι απορουσα
    αν είναι αλογο ή καμια σαρανταποδαρουσα).
    Σαν λιθοξοος αριστος που πελεκαει την πετρα,
    ραφτης λαμπρος του βασιλια καθως του περνει μετρα,

    Δεινος και αξεπεραστος ως χρυσικος τεχνιτης
    αλλα μυαλα δεν αλλαξες και παραμενεις ΚΝίτης!

  3. Ο/Η Propapoys λέει:

    Παπουλη εισαι αριστος -εφαμιλος του Ρότσα-
    την ιστορια κουβαλας στης μνημης την καροτσα,
    με ακριβεια ορολογοποιου συνεθεσες τις μνημες
    και ως χειρουργος πλαστικος τις εντυσες με ριμες!
    Ολα δουλεψανε καλα κι εγραψες Ιστορια
    αποδιδων τα του Καισαρος, Παπου, στην …Καισαρεία!

  4. Ο/Η sissa ben dahir λέει:

    Τώρα που ολοκληρώθηκε
    της Μαριορής το έπος
    το χρέος ξεπληρώθηκε
    στο ακέραιο για φέτος.
    Το 11 σα ρθει με το καλό
    να πιάσεις Άκη Πάνου
    να εμπνευστείς απ’ τον τρελό
    να πεις το δράμα του Αλαβάνου.

    Το έργο σου θα τυπωθεί
    απ τις εκδόσεις του ΙΘΙ’
    γιατί δεν πρέπει να χαθεί
    πλάϊ στο Ρίτσο να σταθεί.
    (τέτοια ώρα τέτοιοι στίχοι…)

  5. Τέτοιον λαμπρόν συνάδελφο, συναθλητή στον στίχο
    σπανίως στην καριέρα μου έστερξε να πετύχω
    δεν λέω, στο σπριντ είμαι καλός, στα τετρακόσα επίσης
    μα εσέ στον Μαραθώνιο σε προίκισεν η Φύσις
    με υπομονή κι’ επιμονή και αντοχή μεγάλη
    χιλιάδες στίχους να μετράς όταν κολώνουν οι άλλοι
    και ναν’ οι στίχοι δυνατοί, δρακόντειος ειν’ νόμος
    κι΄ ειν’ των δρομέων Άρχοντας ο Μαραθωνοδρόμος.

    Πως απ’ το σκίτσο ξεκινάς μιας ελλαδογραφίας
    για τις στοές του Σοφοκλή και της αιμομιξίας;
    βουτάς σε βάθη ζοφερά με την αφήγησή σου
    κι’ είναι σαν γεωτρύπανο άξαφνη η πλοκή σου
    μ’ ανατροπές και πλέϊμπάκ, κι’ ερωτισμό και δράση
    κι’ έναν αέρα από Μποστ στην έκαστή σου φράση
    των φιλμ νουάρ υπερτερείς, ως και της Τσάϊνατάουν
    που ο Πολάνσκη γύρισε, σενάριο Ρόμπερτ Τάουν.

    Δεν έχω λόγια να σου πω και να σ’ ευχαριστήσω
    υπέροχος ο μποναμάς, πρέπει να μολογήσω
    έδωσες στο τραγούδι μου τόσες πολλές διαστάσεις
    που δεν μου φτάνουν να τις πω σαράντα παραστάσεις
    και τι θα ήταν δηλαδή αν ήτανε ταινία;
    θα ήταν φάρσα σίγουρα ή θάταν τραγωδία;
    αν και πιστεύω επ’ αυτού και μάλλον συμφωνούμε
    πως και τα δύο θάτανε, και στο μοντάζ θα δούμε.

    Ε, ρε και νάχαμε λεφτά να κάναμε ταινία!
    θα σκίζαμε του Παντελή κείνη τη μαλακία
    άκου παππού! χειροκροτούν μαζί και χασμουριώνται
    ψυχές βαθειά κοιμώμενες, τ’ αρχίδια μου κουνιώνται!
    Για όλα αυτά κι’ άλλα πολλά, σεβάσμιε πατέρα
    ν’ ανοίξουμε λογαριασμούς από την μπλογκοσφαίρα
    στίχοι να ανταλλάσσομε, να επικοινωνούμε
    μέχρι να δώσει ο Θεός για να συναντηθούμε*

    *Από τον καινούργιο χρόνο, με Υγεία και Ευτυχία, έχει κι’ ο Δύτης σχέδια υπό καταστρωμόν.

  6. Ο/Η papoylis λέει:

    Ως πρώτη απάντηση στους αγαπητούς σχολιαστές παραθέτω το αποφθεγματικού εκτοπίσματος σημερινό του Πετεφρή :

    Ο ποιητής προς στιγμήν αναιρεί τον κόσμο του
    γιά να τον παραδώσει καλύτερα διευθετημένον στα δόντια των τρίτων.

  7. Ο/Η nikos__alfa λέει:

    Ορέ παπούλη έγραψες ορέα ιστορία
    για τούτη την ερωτική μα και μοιραία κυρία
    που όπως τώρα πια ,είναι γνωστό τοις πάσι,
    τους άντρες εκυβέρναγε πάντα σε κάθε φάση
    τους είχε μέσα στα σκέλη της όλους υποταγμένους
    κιαπό την γλυκειά τη φύση της πάντοτε κρεμασμένους
    τον κόσμο διαφέντεψε με το αιώνιο όπλο
    για τούτο εκατάφερε και το μεγάλο κόλπο
    άξια αποδείχθηκε της φήμης της γυναίκας
    γιαυτό κιεσύ της έγραψες σαν νάσουν ο Σενέκας
    ακούς; μόλις μαθεύτηκε η ιστορία της νέας
    την άρπα του παράτησε ο ημίθεος Ορφέας
    ωσάν τρελές εκάνανε και οι γλυκές οι Μούσες
    από το φόβο τους μήπως τις παρατούσες
    καθώς εις το ναό της Αρχαίας Ολυμπίας
    δίπλα του επερίμενε για να σταθείς ο Δίας
    το έπος τούτο της Μαριώς αθάνατο θα μείνει
    αστέρι θάναι τουρανού όπως και η Σελήνη
    κιόταν απέξω φτάσουνε σαυτόν τον γαλαξία
    μαυτό το αστεράκι μας θα πάρουμε αξία
    εσένα θα ορίσουμε πρέσβη στον έξω κόσμο
    αφού μας ευωδίασες με τέτοιο ωραίο δυόσμο
    έτσι εις το διάστημα ψηλά θα διαφεντεύεις
    κιεμάς τους ταπεινούς γελώντας θαγναντεύεις

  8. Ο/Η Νοσφερατος λέει:

    Δεν ειναι του Ρασούλη εδώ δεν ειν’ του Προπαπουλη
    εδώ ειναι η ποιηση του Ραψωδου Παπουλη

    που γραφει μ’ολη την καρδια και με τα δυο τα χερια
    και φανερωνει της Μαριως τα πάθια ολα ,πλέρια
    ΘΕΟΙ .. τι α απογινωμεν εν μεσω των Ονειρων
    Ομηροι μες τους Ποιητές στην χωρα των Ομήρων;
    ———————–
    εν τω μεταξύ ανακα΄λυψα και την Σαρα ΜΟΥ απο τις πρωτες Χελιδώνες
    εσυ Μαριω εγώ Σαρα ..Ουγκ
    ——————————————————
    Στη Σαρα :

    με τα χυτά τα ποδια σου τη λάμψη στα μαλιά

    με την ματια σου -αινιγμα,(Ω!)μου κοβεται η μιλιά

    Σαρα μ’ εσυ, που ο διάολος σου χαρισε ομορφιά!

    Μεινε στο τζάκι, δίπλα μου ,απόψε ,μια σταλιά…

    Ψαλμοι στη Σαρα:

    Λουζεται η Αγαπη μου και λαμπουν τα μαλλια της

    κι η Μανα που τη γεννησε , της φτιαχνει τα προικια της

    ….

    Βγαινει στην Οχθη και φορά κόκκινα σοσονάκια

    ποσο μικρα τα πόδια της, Μέσα στα παπουτσακια!

    Κι ειναι σαν Αστρο που μιλά !

    Και μοιάζει Φως στα Σκοτεινά!

    Μαργαριτάρι της Αυγής

    Η Σαν Σελήνη Καταγής

    Δεν πα να ειναι η Μείρ , δεν πα να ειναι η Γκαντι…

    Στη Σαρα μου την έμορφη, φερομαι με το Γάντι

    Θα ειμαι ολο ευγένεια , θα είμαι Γαλαντόμος.

    Ετσι επιβαλλει φιλε μου των Ιπποτών ο Νόμος …

    Κιαν ενα Δόντι κρεμεται απ τα Γλυκά σου Ούλα

    Εγώ και πάλι σ’ αγαπώ, εμορφη Εβραιοπούλα ….

    Ειναι περιεργο αυτό που τώρα μου συμβαίνει

    νιωθω καρδιας αναπαυση , ο ηλιος μου τωρα Βγαίνει

    Και τωρα που με αγγιξε της Σαρας μου το Χάδι

    Πιά δεν με νιαζει τιποτα,ας γινει εδώ , ρημάδι

    (Καταλαβαίνω βέβαια την τωνε φίλων Ζήλια

    Που νιωθούν πως με ακουμπούν της Σάρας μου τα χείλια

    Ειναι αναμενόμενος των Μπάκουρων ο Φθόνος

    Σαν βλεπουν πως ο Φιλος τους δεν ειναι πλεον Μόνος )

    Χαιρε Ζωή ,που λουζεσαι στον Ποταμό Ιορδάνη

    Χαιρε και Βεατρίκη μου , Παράδεισε του Δαντη

    Με οδηγεί η Σαρα μου στην γη της Χαναάν

    Με πλενει με το γαλα της , με παει σε Χαμάμ….

    Με ανεβαζει στα Ψηλα , στο Ορος του Σινά

    (οπου Παπουλης ερχεται με σχεδιο Νανά )

    Και μια Βατος φλεγομενη, μια πυρωμένη Βάτος

    Καθως με βλεπει αναφωνεί: Νάτος ο Νοσφεράτος…!!!

    Οι φιλοι μου, λατρευουνε,ενα Χρυσο Μοσχάρι

    Μά εγώ , στο Ορος γεύομαι της Σάρας μου τη Χαρη…..

    Παίζω με το δοντάκι της, ρουφάω τα φιλιά της

    Κι απο βραδυς ζεσταινομαι ,μεσα στην Αγκαλια της ….

    Και ο Θεος μας ο Γιαχβέ ,που ειναι τρομερός

    Ως και Αυτός , μας σεβεται και ειναι Ανεκτικός…………

    Απο τα περιχωρα της Λωζανης…

    ενω- εξω βρεχει ακαταπαυστα

    Στην απεραντη πισινα ,στο μισκοταδο

    λαμπυριζει μόνο το δοντακι της Σαρας μου και εκεινες οι υπεροχες μικρες πυγολαμπιδες-ρομποτ(οι επονομαζομενες τζευ 95) δωρο -εκπληξη του φιλου μας του Τζωρτζ…..)

    σου γραφω

    Παπουλη:

    …Με κουρασαν ,μωρε Παππου 40 χρονια αγωνες

    και θελω να αναπαυτώ τωρα και εις τους αιωνες

    Κι αν καποτε το ΚΚΕ με ειπε Κατσαπλιά

    Κιαν μ’ εδιωχνε απο κοντα η Κνιτοφαμελιά

    Κιαν -ξαφνικά -θυμηθηκαν πως ημαν Δηλωσίας

    -εγώ που στα δεκαξι μου ημουνα ταραξίας-

    μου πηρανε τα αρματα ,μ’ αφησαν μόνο μ’ εξη

    -κι εγώ σ’ αυτούνους εύχομαι ,ο κωλος τους να φεξει-

    Κι αν μ’ ειπαν λοιδωριστικά : ο Μπαμπης ο Μιζέριας

    και μ’ εβλεπαν αφ’ υψηλού κι ο Νικος και ο Μπέριας

    Και αν με αυτοκτόνησαν , κεφάλι κι αν μου κόψαν

    Και σε κονταρι δεξιων, δοσίλογοι καρφώσαν,

    Κιαν δάκρυ άφησαν για με, παμπολλοι Ευρυτάνες

    Και Μωραίτες κάμποσοι ,κόρες αλλά και Μανες ,

    Διολου δεν με πείραξε ,και οταν ανέστηθην

    (Γιατι απο σοι απέθαντον ,- Ως Νόσφυ,- εγεννηθην)

    Ξανάρχισα ανυπότακτος ,τ’αγώνα το κουβάρι

    Μόνο που μούρθε ξαφνικά , στα μούτρα Κουκουνάρι …

    (συνεχιζεται …

    Συνεχεια …

    Παπουλη:

    ….Διολου δεν με πειραξε ,που μ’εδιωξε το κόμμα

    ούτε που χρόνια ημουνα ,χωρίς κεφάλι πτώμα

    Κ’ουτε σταλια με πληγωσε που μ’ειπανε Μιζέρια

    Κιουτε που ανάνδρως μ ‘ εστειλαν στων Δεξιών τα χέρια

    Καθολου δεν πτοήθηκα κι ας μ’ειπανε αλήτη

    -Εμένα, που αναθρεψα , ολο, του ΕΛΑΣ, το σπίτι,

    Ουτε που ο Τζευ έκραξε τον Καρλ τον Γιούγκ ”Μαλάκα”

    (την Μαύρη Βίβλο διάβασε, κάποιου κοπρίτη- Βλάκα )

    Ουτε που δεν με κέρασαν ‘κεινα τα παιδάκια*

    (Εξαλλου μου αρέζανε παντα τα σουτζουκάκια

    Ενα μονο με πείραξε και μ’εκανε να φρίξω

    Τα κοφτερά τα δοντια μου στα χειλη μου να μπηξω ..

    *με διαλυτικά

    Μόνο με πείραξε πολύ που μ’ ειπανε Κιτσάτο

    Εμενα που ολοι μ’ είχανε για τον πιο Ραφινάτο

    κι ηξερα ολα τα γκουρμέ ,κι ειχα λεπτό το σώμα

    Που ημουνα παντοτε σινιέ ,και παραμένω ακόμα

    Τα μακρυα μου τα Μαλλιά ,μαλλια κοράκου χρωμα

    τ’ανεμιζα δεξια ζερβα κι ας ήμουν ενα πτώμα….

  9. Ο/Η Αφώτιστος Φιλέλλην λέει:

    Εξαιρετικο, νεο-δημωδες, σαρκαστικο, διδακτικο, διασκεδαστικο, νεο-επικο,….δημιουργημα.
    Ισχυουν τα αυτα περι της σκανδαλωδους υπερτιμησεως του Μποστ απο την αριστερη παρεοκρατια και οτι θα ευχομουν να ανεβει, σε μεγαλη πλατεια απεναντι ή κοντα συτα γραφεια του ΚΚΕ στον Περισσο , στην πλατεια Ελευθεριας απεναντι απο τα γραφεια του ΣΥΡΙΖΑ, στην πλατεια Εξαρχειων και αν δεν επαρκει ο χωρος στο Πεδιο του Αρεως, στο θεατρο Πετρας- Πετρουπολη, Βραχων- Βυρωνα, Λυκαβηττου και Μανου Κατρακη-Νικαια,…… καθως και σε ολες τις πρωην αριστερες πολεις της χωρας.

    Το μονο προβλημα που διαβλεπω ειναι οτι ασχολεισαι με θεματα που ξεκινουν και διαδραματιζονται κυριως απο το 1942 εως το 1973, με αποτελεσμα δυο, τρεις χαμενες γενιες 45, 35, 25, δηλ. αυτοι που γεννηθηκαν μετα το 1967 να ενδιαφερονται ελαχιστα για τετοια θεματα.

    Εχουμε ευθυνη να γραψουμε για πιο συγχρονα θεματα, εστω και ερασιτεχνικα, ξεκινωντας -βεβαιως- απο το τι εκαναν οι πατεραδες/μητερες των 45-ρηδων και οι παππουδες/γιαγιαδες των 25-ρηδων. Αν ο Χ.Χωμενιδης εγραψε σε μικρη ηλικια το «σοφο παιδι», απ’ οσο γνωριζω, δεν ακολουθησε αναλογο εμπνευσμενο μυθιστορημα η διηγημα απο αυτες τις γενιες.

    Προτεινομενη διανομη:
    Αφηγητης: Αγγελος Αντωνοπουλος
    Μαρια (20 αρα) : μια χυμωδης ηθοποιος που να κατακλιζει την σκηνη με ζωωδη σεξουαλικοτητα, οπως η Μαρια Βσιλειου (Ευδοκια) η η Maria Schneider ( Τελευταιο ταγκο στο Παρισι)
    Μαρια (40 αρα): Κατερινα Διδασκαλου,Μαρια Ναυπλιωη, Ναταλια Δραγουμη (για το ζωωδες)
    Αντωνης : ενας μουσατος και ευμορφος αρρενωπος ηθοποιος σαν τον Λακη Κομνηνο σε μικρη ηλικια, λ.χ. Νκος Κουρος
    Φωντας : Ανεστης Βλαχος
    Αμιραλης : Σταματης Φασουλης (χανοντας 10 εως 15 κιλα)
    Υπασπιστης : Κωνσταντινος Μαρκουλακης
    Δικηγορος: Νικητας Τσακιρογλου

  10. Ο/Η papoylis λέει:

    Αφώτιστε

    ευχαριστώ για το σχόλιο…. μην ενθουσιάζεσαι όμως γιατί δεν έχω πρόθεση να γράψω άλλο τέτοιου είδους πόνημα σε δεκαπεντασύλλαβο , ούτε κάτι βολικό για νεούδια κάτω των 45. Αν δεν το έχεις ακόμα αντιληφθεί γράφω για πέντε δέκα ανθρώπους , δεν με ενδιαφέρει το ευρύ κοινό . Τη ψυχή μου σώζω παρέα με μερικούς αξιόλογους και ενδιαφέροντες ανθρώπους …….

  11. Ο/Η Αφώτιστος Φιλέλλην λέει:

    O γυρισμός του (δις) ξενιτεμένου (τραγικό, 2015)
    Μνήμη Γ. Σεφέρη

    ― “Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
    χρόνια ξενιτεμένος ήρθες”
    ελπίδες ειχες, χρόνια σ’ αδικούσαν
    κάτω απ’ τη σκιά του Παρθενώνα
    απ’ τα 80 ως την αυγή του αιώνα
    μακριά απ’ το μικρό χωριό σου.

    ― “Γυρεύω τον παλιό μου κήπο”
    λάχανα, χόρτα τον χειμώνα
    ξινά κι άλλα καρποφόρα
    αυγά, κουνέλια και τα ‘ζα
    γάλα κατσίκας, τυριά, γιαούρτια στραγγιστά
    έτσι ζούσαμε ως το ‘70 μια χαρά.

    ― ”Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου”
    του Αλη απ’ την Ντακα το ‘χουν νοικιασμένο
    έλειψες χρόνια κι είναι καταπατημένο
    απ’ τον ξάδερφο σου τον βλαμενο
    εσύ βλέπεις, έφυγες για να σπουδάσεις
    δεν είχες και πολλά να χάσεις
    δουλειά το βράδυ, λαχαναγορά
    τα μεσημέρια στην Παντειο δημοσιονομικά

    ― “Γυρεύω το παλιό μου σπίτι”
    τ’ άλλο οι τράπεζες το πήραν
    μετοχές το ‘99, επάθαμε ζημιά
    ενώ πριν όλα ήταν μια χαρά
    κάτι οι σπουδές των δυο παιδιών
    πέτυχαν σε ΤΕΙ εκτός Αθηνών
    μείωση αποδοχών, απόλυση στην κυρά
    για χρόνια άνεργη, κρίση στην αγορά.

    ―”Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;”
    το σπίτι είναι γκρεμισμένο απ’ τον σεισμό
    να κοίτα: πλίνθοι, κέραμοι ένα σωρό
    και τον νότιο τοίχο τον ορφανό
    ένα container φέρε με 800 ευρώ
    αν θα να ‘χεις δυο δωμάτια εδώ..

    ―” Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;”
    θα ‘ναι που ’μαι μακριά
    και συ καλέ μου φίλε με βοηθάς
    με την camera του laptop video τραβάς
    και με το skype μεταδίδεις.

    ― “Παλιέ μου φίλε συλλογίσου”
    δεύτερη ξενιτιά , θα συνηθίσεις
    καλά που’ φυγες πριν την χρεοκοπία
    ταξί δουλεύεις στην φιλέλληνα Αυστραλία
    μείνε εκεί,
    χώρα των δακρύων
    η Ελλάδα μας και των ερειπίων.*

    ― ”Πια δεν ακούω τσιμουδιά”
    λες για τον φορητό του έπαθε ζημιά
    πέθανε κι ο καλός μου φίλος;
    Μα τι ελπίδα πια να θρέφω
    ένα χωριό, μια χώρα δεν υπάρχoυν
    που η νοσταλγία μου είχε πλάσει.

    *η οθόνη του pc στην Αυστραλία τρεμοπαίζει,
    ακούγονται θόρυβοι, μια κραυγή κι ένας γδούπος.
    Μετά σιωπή, η οθόνη δείχνει τον γαλανό ουρανό.

    26.08.2012

    ΥΓ1 Το ποιηματιδιον αυτο, εχει πολλα προβληματα, δεν εχει ριμα, καλη ροη, γραφτηκε βιαστικα.
    Ομως το θεμα του ειναι πιο συγχρονο . Για εναν μαστορα της ριμας σαν τον Παπουλη, νομιζω οτι ειναι παιχνιδακι να «γραψει ιστορια» με αναλογα θεματα σε μετα-μοντερνο ποιητικο ιδιωμα.
    Δεν χρειαζεται να εχει 1200 δεκαπεντασυλλαβους, αρκουν οι 300, σαν τους Σπαρτιατες του Λεωνιδα. Κι αν παει καλα θα εχει 700 στιχους θεατρικη διδασκαλια, ισαριθμους με τους Θεσπιεις που σπανιως μνημονευονται .
    Παντως η Μαριω τα εχει ολα.Και πρωτα απ΄ολα τρομερες εικονες/σκηνες! Χωριο, βουνα, ανταρτικο, το κομμα, βουκολικα ….σε αχυρα, μαυραγοριτες,δεξια του Παπαγου και του Καραμανλη, εφοπλιστες ντιντιδες και μπουληδες, προσφερεται καλυτερα για θεατρικη διασκευη η/και κινηματογραφικη τοσο για να ενθυμουνται οι 55 + (εμεις και τα πιοτερο γεροντια) οσο κια για να μαθαινουν τα νεωτερα (45-) τι ζωα, αγαθους, πονηρους, αγαμητους, αγραμματους παππουδες αλλα και τι τυχοδιωκτες, κυνηγημενους, ……, αλητες/ισσες μπαμπαδες/μαμαδες,… ειχαν.
    Α λειπoyν λιγες αναφορες για: σχεδιο Marshal, UNRA,Liberties.

  12. Παράθεμα: Η Μαριώ | Η καλύβα ψηλά στο βουνό

Σχολιάστε